Του Σταύρου Λυγερού
Μπορεί το ερώτημα του
δημοψηφίσματος το 2015 να ήταν σαφές (ΝΑΙ ή ΟΧΙ σε εκείνο το τελεσίγραφο των
δανειστών), αλλά εξαρχής τόσο η εγχώρια αντιπολίτευση όσο και το ευρωιερατείο
επιχείρησαν μία μετάθεση, ισχυριζόμενοι πως το πραγματικό δίλημμα ήταν «ευρώ ή
δραχμή». Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε πως μεθόδευε την έξοδο της χώρας από
την Ευρωζώνη. Επίσης κατηγορήθηκε πως με την προκήρυξη δημοψηφίσματος μετέθεσε
την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες, λες κι αυτό ήταν κακό.
Το ερώτημα που ουσιαστικά
κλήθηκαν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι ήταν εάν αποδέχονταν ή όχι την επιστροφή
στο μνημονιακό μονοπάτι. Το τελεσίγραφο των δανειστών ήταν δεδομένο πως θα το
απέρριπταν κατά κανόνα όχι μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, αλλά και
οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων και της ακροδεξιάς
Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, το «όχι» είχε εξαρχής τις προϋποθέσεις να
συγκεντρώσει μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος παρότι πραγματοποιήθηκε με
κλειστές τις τράπεζες και με ουρές στα ΑΤΜ.
Για τον ελληνικό λαό ήταν μία
ευκαιρία να απορρίψει όχι μόνο τον εκβιασμό του ευρωιερατείου, αλλά και όλο το
παλιό απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τα κατεστημένα ΜΜΕ, που είχαν
στρατευθεί με πρωτοφανή φανατισμό υπέρ του ΝΑΙ. Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα
που είχε το δημοψήφισμα ήταν η ακύρωση του ισχυρισμού πολλών Ευρωπαίων
αξιωματούχων πως ο ελληνικός λαός είχε πέσει θύμα των λαϊκιστικών και
ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ (πριν τον Ιανουάριο 2015).
Εάν δεν ματώσει…
Είναι απολύτως ενδεικτική η
δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου τον Απρίλιο 2015 πως εάν η κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το
ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο
των δανειστών επιβεβαίωσε εκείνη τη δήλωση.
Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν
δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με «αίμα»,
θα έχανε το ηθικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να
υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει
γραμμή πλεύσης.
Κυνηγώντας όλο το προηγούμενο
διάστημα μία συμφωνία, ο πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις
για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις των δανειστών. Από ένα χρονικό σημείο και
πέρα ο Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και
της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επεδίωκαν συμφωνία.
Συνέπλευσε μαζί τους για να
παραμερίσει τον Σόιμπλε που επεδίωκε Grexit και κατ’ επέκτασιν για να
δρομολογηθεί μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία πρόθεση τη
γεφύρωση των διαφορών! Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό
επίπεδο, όμως, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση έγινε μόνο στην πολύωρη
σύνοδο κορυφής στις 12 Ιουλίου 2015.
Πολιτική ανορθογραφία ή
μολυσματικός ιός
Οι του ευρωιερατείου εξαρχής
αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα με αρνητικό τρόπο. Οι μετριοπαθείς την
αντιμετώπισαν σαν πολιτική ανορθογραφία, την οποία έπρεπε να διορθώσουν,
ρυμουλκώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη της τυπικής σοσιαλδημοκρατίας. Τα γεράκια, με
πρώτο τον Σόιμπλε, αντιμετώπιζαν την κυβέρνηση Τσίπρα σαν έναν μολυσματικό
πολιτικό ιό που απειλούσε την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Γι’ αυτό
έπρεπε ή να τον εξευτελίσουν πολιτικά ή να τον ανατρέψουν μέσω του οικονομικού
στραγγαλισμού.
Ενδεικτικό του κλίματος ήταν ότι
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είχαν φθάσει στο σημείο να δηλώσουν πως όρος για να
σταματήσουν τον στραγγαλισμό της Ελλάδας ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η τακτική του Σόιμπλε ήταν ακριβώς να τορπιλίζει τη σύναψη
συμφωνίας (εγείροντας ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις) με σκοπό να φέρει την
Ελλάδα ή στην ολοκληρωτική παράδοση ή στην αθέτηση πληρωμών. Σωστά εκτιμούσε
πως μόλις δεν θα πληρωνόταν μία δόση, οι καταθέτες δικαιολογημένα θα θεωρούσαν
πως επέρχεται χρεοκοπία και θα έτρεχαν να σηκώσουν τα χρήματά τους.
Ο τραπεζικός πανικός θα
καθιστούσε αναπόφευκτη την επιβολή capital controls, που με τη σειρά τους θα
προκαλούσαν περαιτέρω προβλήματα στην ήδη επιβαρυμένη ελληνική οικονομία και
κατ’ επέκτασιν αρνητικές πολιτικές συνέπειες για την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια,
τα capital controls θα προέκυπταν ακόμα κι αν δεν είχε προκηρυχθεί δημοψήφισμα,
εφόσον βεβαίως ο Τσίπρας δεν θα είχε υπογράψει ό,τι του ζητούσαν..
Το κυβερνητικό επιτελείο είχε την
αφέλεια να θεωρεί πως η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή
στις αγορές. Αυτό θα υποχρέωνε τους δανειστές να συνάψουν συμφωνία ή πριν
στηθούν οι κάλπες ή αμέσως μετά την αναμενόμενη επικράτηση του ΟΧΙ. Είχαν
υποτιμήσει κραυγαλέα όχι μόνο τους μηχανισμούς πρόσκαιρης χειραγώγησης των
διεθνών αγορών, προκειμένου να αποτραπεί αναταραχή, αλλά και την αντίδραση του
ευρωιερατείου. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την αυταπάτη των κυβερνώντων πως η ΕΚΤ
θα συνέχιζε να δίνει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες
θα έμεναν ανοικτές;
Το εκκωφαντικό ΟΧΙ
Παρότι η κυβέρνηση δεχόταν
πανταχόθεν πυκνά πυρά και παρότι δεν πρόσφερε φερέγγυα πολιτική προοπτική, το
ΟΧΙ σάρωσε. Ο κύριος λόγος ήταν ότι εξέφρασε την υπαρξιακή ανάγκη της
πλειονότητας των Ελλήνων να αντιδράσουν στον στραγγαλισμό της χώρας και να μην
υπογράψουν με την ψήφο τους την εκβιαστική υπαγωγή της ελληνικής κοινωνίας σε
μία πρόσθετη εξοντωτική λιτότητα. Όσοι απείχαν από τον γκρεμό κατά πλειοψηφία
ψήφισαν ΝΑΙ, φοβούμενοι το ενδεχόμενο πρόκλησης χάους. Αντιθέτως, τα τμήματα του
πληθυσμού που είχαν ήδη πέσει στον γκρεμό ή ήταν κοντά στο χείλος του ψήφισαν
κατά κανόνα ΟΧΙ. Το ίδιο και οι νέοι.
Το 61,3% που πήρε το ΟΧΙ έστειλε
ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Υπογράμμισε κατά αναμφισβήτητο τρόπο ότι οι Έλληνες
δεν θέλουν εξοντωτική λιτότητα και ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Δεν άλλαξε, όμως, τον συσχετισμό δυνάμεων. Δεδομένου ότι τη στρόφιγγα της
ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών την ήλεγχε και την ελέγχει η ΕΚΤ, οι του
ευρωιερατείου έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν έμφραγμα στην ελληνική
οικονομία και το έπραξαν.
Το πραξικόπημα των ATM
Από εγγυητής των ελληνικών
τραπεζών, η ΕΚΤ έχει μετατραπεί σε εργαλείο στραγγαλισμού τους και κατ’
επέκτασιν σε εργαλείου στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας. Αυτό πρακτικά
σήμαινε πως τα αφεντικά της Ευρωζώνης έχουν τη δυνατότητα να στρέψουν (αργά ή γρήγορα)
τους απεγνωσμένους πολίτες εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης και κατ’ αυτό τον
τρόπο να προκαλέσουν την αποσταθεροποίηση και ανατροπή της.
Το γεγονός, μάλιστα, πως σύσσωμες
οι άρχουσες ελίτ και τουλάχιστον οι μισοί Έλληνες ήταν ιδεολογικοπολιτικά στη γραμμή
«πάση θυσία ευρώ» διευκόλυνε πολύ την επιτυχή διεκπεραίωση του μεταμοντέρνου
αυτού πραξικοπήματος. Πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε όχι με τανκς, αλλά με
άδειασμα των ΑΤΜ από ευρώ.
Τα γεγονότα εκείνων των ημερών
κατέστησαν εξόφθαλμο πως στην Ευρωζώνη η θεμελιώδης έννοια της λαϊκής
κυριαρχίας έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Ο τρόπος που αντιμετωπίσθηκε η
Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνιστούσε όχι μόνο κατάφωρη
παραβίαση του πνεύματος των ιδρυτικών συνθηκών, αλλά και μία αρνητική
κληρονομιά για τον τρόπο που οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, αλλά και οι υπόλοιποι
λαοί αντιλαμβάνονται την ΕΕ και το ευρώ.
Με το πιστόλι στον κρόταφο, η
ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να συνυπογράψει την καταδίκη της σ’ έναν αργό
οικονομικό θάνατο. Η ταπεινωτική συμφωνία του 3ου Μνημονίου που
το ευρωιερατείο επέβαλε στον Τσίπρα ναι μεν συνιστούσε σαρωτική νίκη σε
βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αλλά σε μακροπρόθεσμο δεν ήταν τίποτα
περισσότερο από πύρρειο νίκη.
Η εκβιαστική ωμότητα των
Μέρκελ-Σόιμπλε προκάλεσε αντιδράσεις σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο κι όχι μόνο. Η
δημόσια εικόνα της Γερμανίας υπέστη ανήκεστο βλάβη, γεγονός που
μεσομακροπρόθεσμα θα δυσκολέψει πολύ την προσπάθειά της να εδραιώσει τον
ηγεμονικό ρόλο της στην Ευρώπη.