“Το σκοτάδι είναι η έλλειψη του
φωτός,
ο θάνατος είναι η έλλειψη της
ζωής.”
Λάο Τσε
“Black hole sun
Won’t you come
Won’t you come”
Soundgarden
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τελικά δεν ήρθε όπως το περιμέναμε. Ούτε πυρηνικός όλεθρος ούτε πλημμύρες και
σεισμοί, ούτε ζόμπι ή θανατηφόροι ιοί. Ούτε καν ένας αστεροειδής.
Ήταν απλώς μια χαλασμένη λάμπα,
σ’ ένα φανοστάτη, κάπου στην Μαρτίου, έναν δρόμο μιας μικρής πόλης των Βαλκανίων.
Ένας κάτοικος της περιοχής, που
καθόταν στο μπαλκόνι του γυμνός, γύρω στις πέντε το πρωί, είδε τη λάμπα να
τρεμοπαίζει λίγο και μετά να σβήνει.
Από κάτω της χύθηκε σκοτάδι.
Απόλυτο σκοτάδι, πιο μαύρο κι απ’ τον θάνατο που λέει ο Λάο Τσε. Δεν έδωσε σημασία.
Πήγε να κοιμηθεί, κι ονειρεύτηκε μια μαύρη τρύπα.
Το πρωί, μάλλον ήταν μεσημέρι,
που ξύπνησε πήγε να φτιάξει καφέ. Κυριακή, Αύγουστος μήνας, δεν είχε τίποτα
σημαντικό να κάνει και τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις.
Άκουσε φασαρία στον δρόμο. Βγήκε
στο μπαλκόνι. Καμιά δεκαριά γειτόνοι είχαν μαζευτεί κάτω απ’ τη λάμπα που είχε
σβήσει.
Όμως αυτό δεν ήταν το παράξενο
της υπόθεσης. Ο Γραμματικάκης παρατήρησε, μ’ ένα τσίμπημα τρόμου, ότι κάτω απ’
τη λάμπα δεν υπήρχε φως.
Ήταν ένας κώνος σκότους. Στις 12
το μεσημέρι. Δεν ήταν σκιά. Ήταν σκοτάδι, απόλυτη έλλειψη φωτός, λες και τα
φωτόνια δεν μπορούσαν να μπουν εκεί μέσα -ή να βγουν.
Κάποιος τολμηρός έβαλε το χέρι
στον κώνο. Δεν κάηκε ούτε κόπηκε απ’ τον αγκώνα. Μόνο που δεν μπορούσε να το
δει όσο ήταν εκεί μέσα. Το ‘βγαλε, το ξανάβαλε, το ‘καναν κι άλλοι, σαν
παιχνίδι.
Έπειτα κάποιος μπήκε ολόκληρος
μέσα. Μια γυναίκα, ίσως να ήταν η σύζυγος του, ούρλιαξε. Εκείνος ξαναβγήκε
αμέσως, ολόκληρος.
“Πώς είναι;” τον ρώτησαν.
“Σκοτάδι. Τίποτα άλλο. Μόνο
σκοτάδι. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Σας άκουγα, αλλά δεν μπορούσα να σας δω.
Ούτε τα χέρια μου.”
“Παράξενο”, είπε ένας γέρος.
~~
Τη Δευτέρα φώναξαν το συνεργείο
του δήμου ν’ αλλάξει τη λάμπα. Το έκαναν. Τίποτα δεν έγινε.
“Δεν φταίει η λάμπα”, είπε ο
υπάλληλος.
“Και τι φταίει;”
“Πού να ξέρω; Φωνάξτε τον
Αϊνστάιν να σας πει.”
Ο Αϊνστάιν δεν πήγε, αλλά πέρασαν
όλα τα κανάλια και πλήθος κόσμου. Στο διαδίκτυο το #blackhole έγινε πρώτο θέμα.
Ο κόσμος το διασκέδαζε. Σέλφις, μισός μέσα – μισός έξω, βίντεο στο instagram
(now you see me, now you dont), ξεχωριστή εφαρμογή στο facebook “είμαι ασφαλής
στην τοποθεσία blackhole”.
Ο άντρας στο μπαλκόνι τους
παρακολουθούσε. Του είχαν χαλάσει την ησυχία του. Εκείνοι γελούσαν, αυτός δεν
ένιωθε καλά.
~~
Ο μεγαλύτερος φόβος του Γιώργου
ήταν το σκοτάδι. Η μητέρα του ήταν δασκάλα, της παλιάς σχολής, και τον μεγάλωσε
μόνη της. Δεν ανεχόταν κλάματα και υστερίες.
Της είχε ζητήσει ένα φωτάκι
νυχτός για το καινούριο δωμάτιο, στο καινούριο σπίτι, μετά τον θάνατο του
πατέρα. Είχε δει να τον θάβουν.
“Φοβάμαι”, της είπε. “Φοβάμαι ότι
αν σβήσει το φως εντελώς μπορεί να μην ανάψει πάλι.”
“Μη λες ανοησίες. Είσαι έξυπνο
παιδί”, του είπε εκείνη. “Κοίτα.”
Έκλεισε τα φώτα. Σκοτάδι. Τα
ξανάναψε. Φως.
“Βλέπεις;”
“Ναι.”
“Ωραία. Πάλι.”
Έκλεισε πάλι τα φώτα. Τα άφησε
έτσι περισσότερη ώρα. Μετά τ’ άναψε.
“Βλέπεις;”
“Ναι.”
Το έκανε πολλές φορές. Στο τέλος
του ‘πε:
“Το φως δεν χάνεται. Κοιμήσου
τώρα.”
Κι έκλεισε το φως.
~~
Δεν ξεπέρασε ποτέ τον φόβο του.
Έβλεπε όνειρα ότι άνοιγε τα μάτια και δεν μπορούσε να δει, σαν να τον είχαν
θάψει ζωντανό. Ξυπνούσε ουρλιάζοντας.
Ίσως γι’ αυτό έγινε δάσκαλος
ειδικής αγωγής, με μεταπτυχιακό στην εκπαίδευση τυφλών παιδιών.
Κατά κάποιο τρόπο ζήλευε τους
τυφλούς, που ζούσαν όλη τους τη ζωή στο σκοτάδι, χωρίς να φοβούνται.
Στα πενήντα του ήταν πια
διευθυντής της Σχολής Τυφλών, στη Βασιλίσσης Όλγας. Εξαιρετικός παιδαγωγός,
σπουδαίος άνθρωπος, έτσι λέγαν όλοι. Αλλά εκείνος συνέχισε να φοβάται το
σκοτάδι και να βλέπει τον ίδιο εφιάλτη κάθε τόσο.
Γι’ αυτό κοιμόταν μ’ ανοικτά
φώτα. Κι όταν κάποιος απ’ τους εραστές του ζητούσε να τα κλείσει, εκείνος άναβε
πρώτα μια κόκκινη λάμπα.
“Για να ‘μαστε πιο ερωτικά” , του
‘λεγε.
Δεν τον ένοιαζε τι χρώμα ήταν το
φως.
~~
Τις μέρες που ξεκίνησε το
#blackhole οι εφιάλτες πύκνωσαν. Δεν τόλμησε να μπει κι εκείνος στη μαύρη
τρύπα. Μόνο που έβλεπε τους τουρίστες να το κάνουν ανατρίχιαζε.
Ξεκίνησε να διαβάζει βιβλία
φυσικής. Το φως είναι σωματίδιο και κύμα, ανάλογα το όργανο και τη μέθοδο
παρατήρησης.
“Πώς γίνεται αυτό;” αναρωτιόταν.
“Εμείς καθορίζουμε τη φύση του; Μήπως μπορούμε να το κάνουμε και στον ύπνο
μας;”
Μπήκε σε διάφορα φόρουμ, συζήτησε
μ’ ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο. Κάποια στιγμή μαθεύτηκε ότι θα πήγαιναν στη
Μαρτίου επιστήμονες απ’ το ΜΙΤ, για να ερευνήσουν το φαινόμενο.
Ήρθαν, με τα φορτηγάκια τους και
τα παράξενα όργανα. Η περιοχή είχε κλείσει απ’ την αστυνομία, αλλά ο
Γραμματικάκης παρατηρούσε απ’ το μπαλκόνι του, σε απευθείας σύνδεση.
Όταν έφτασαν τα κεφάλια (δύο απ’
αυτούς είχαν πάρει νόμπελ φυσικής έγραφε στο σάιτ που διάβαζε) τους είδε να
στέκονται μπρος στη μαύρη τρύπα και να απορούν.
Θυμήθηκε μια σκηνή απ’ το 2001:
Οδύσσεια του Διαστήματος. Οι άντρες με τις στολές μπρος στον μαύρο μονόλιθο,
στο φεγγάρι.
Την τρίτη μέρα της έρευνας
κατέβηκε κάτω και τους άκουσε να συζητάνε.
“Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο”,
έλεγε ένας από τους νομπελίστες. “Δεν θα ‘πρεπε να υπάρχει κάτι τέτοιο. Είναι
ενάντιο στους νόμους τους φυσικής.”
Όλοι συμφώνησαν. Ένας κάπως πιο
νέος επιστήμονας είπε: “Τους νόμους της φυσικής που ξέρουμε, καθηγητή.”
“Μήπως το φως μπορεί να ‘χει κι
άλλη φύση;” ρώτησε ο Γραμματικάκης. “Πέρα από σωματίδιο και κύμα;”
“Αυτό δεν το προβλέπει καμιά
θεωρία”, είπε ο καθηγητής.
Μόλις τότε είδε σε ποιον είχε
απαντήσει.
“Ποιος είστε εσείς;” τον ρώτησε
κοιτώντας τις πιτζάμες.
“Κανένας. Είμαι ο Κανένας.”
Κι έφυγε.
Ανέβηκε πάνω κι άναψε όλα τα
φώτα. Οι επιστήμονες έφυγαν την επόμενη μέρα. Δεν έγινε καμία ανακοίνωση. Αλλά
κανείς δεν νοιαζόταν πια. Ένα παγόβουνο, στο μέγεθος της Αγγλίας, έπλεε προς τη
Νέα Ζηλανδία. Ο κόσμος ξέχασε τη μαύρη τρύπα της Μαρτίου.
~~
Δυο βράδια μετά ο Γιώργος καθόταν
πάλι γυμνός στο μπαλκόνι, στις δύο το πρωί. Είχε αφήσει τον εραστή του να
κοιμάται -με το κόκκινο φως ανοιχτό.
Καθώς έπινε το κρασί του και
κοιτούσε τη μαύρη τρύπα την είδε -για πρώτη φορά- να μεγαλώνει. Όχι πολύ, λίγα
εκατοστά, πέντε ή δέκα.
Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Μόνο,
πριν πάει να ξαπλώσει πάλι, σήκωσε το ποτήρι του ψηλά κι έκανε μια πρόποση: “Καλό
τέλος του κόσμου.”
Τρεις μέρες μετά η μαύρη τρύπα
είχε διπλασιαστεί. Σε μια βδομάδα έφτανε ως τον δεύτερο όροφο, σχεδόν μέχρι τα
πόδια του Γραμματικάκη.
Τα κανάλια ήρθαν ξανά. Οι
δημοσιογράφοι έδειχναν το “φαινόμενο” και ζητούσαν παραιτήσεις, πριν συμβεί
κάτι κακό. Το παγόβουνο είχε αλλάξει τον καιρό στην Ωκεανία. Έβρεχε σε ερήμους
και τυφώνες σάρωναν τις ακτές. Αλλά η μαύρη τρύπα ήταν πιο κοντά.
Αποφασίστηκε εκκένωση της
περιοχής. Πέντε τετράγωνα για αρχή. Ειδήμονες κι άσχετοι, επαΐοντες και
ταξιτζήδες, όλοι εικοτολογούσαν.
Ο Γραμματικάκης παραιτήθηκε,
σήκωσε όσα λεφτά είχε στην άκρη κι έφυγε για τις Άνδεις, στη Νότια Αμερική.
Πάντα ήθελε να πάει εκεί, αλλά πάντα το ανέβαλλε.
~~
Όταν η μαύρη τρύπα είχε καλύψει
τα Βαλκάνια και μέρος της Τουρκίας, κι αφού τίποτα δεν μπορούσε να τη φωτίσει,
επικράτησε πανικός.
Ο Γιώργος βρισκόταν τότε σε μια
καλύβα στη λίμνη Τιτικάκα. Είχε κάνει τις απαραίτητες προμήθειες για ν’
απολαύσει απ’ το μπαλκόνι του το τέλος του κόσμου: Φαΐ, ποτό και μαριχουάνα.
Δεν είχε ηλεκτρικό στην καλύβα
του. Αλλά τ’ αστέρια ήταν τόσο φωτεινά εκεί πάνω που δεν χρειαζόταν κόκκινες
λάμπες και φωτάκια νυχτός.
Την τελευταία νύχτα καθόταν στο
μπαλκόνι γυμνός και κοιτούσε τον ουρανό. Αναρωτιόταν αν η μαύρη τρύπα θα
κάλυπτε και τ’ άστρα. Μετά θυμήθηκε αυτά που είχε διαβάσει στα βιβλία
κοσμολογίας κι αστρονομίας.
Η Γη είναι μια κουκίδα, στη μέση
μιας μεγαλύτερης κουκίδας, του γαλαξία. Το μεσοδιάστημα είναι απέραντο.
Είχε φάει και λίγο πεγιότ.
Ένιωσε, δεν το σκέφτηκε, το ένιωσε, πόσο απειροελάχιστος, πόσο ασήμαντος ήταν.
“Το τέλος του κόσμου. Ποιου
κόσμου;”
Θυμήθηκε ένα ανέκδοτο:
“Εν αρχή δεν υπήρχε τίποτα.
Μετά ο Θεός είπε: Γεννηθήτω φως.
Ακόμα δεν υπήρχε τίποτα, αλλά
φαινόταν.”
Η μαύρη τρύπα τύλιξε στο σκοτάδι
της και την Τιτικάκα.
Αλλά μέσα στο απόλυτο σκότος
ακουγόταν ακόμα ο Γραμματικάκης να γελάει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η εικόνα είναι λεπτομέρεια απ’
τον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ, The empire of light