«Εκείνο το βράδυ οι λύκοι
σώπαιναν, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»
«Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο
αχός απ’ τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ’ ουρανού. Όλα ήταν γάλα,
γάλα λουλάκι και σπίθες. Το ποτάμι
μουρμούριζε στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν
κοιμήθηκε.. ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύθι.
Την αυγή ξεκίνησε. Ήταν παρηγορημένο. Είχε καταφέρει όλη τη νύχτα να μετρήσει
τ’ άστρα. Να τα μετρήσει όλα σιγά σιγά ένα ένα. Όλα!Και τα βρήκε σωστά». Με τις
φράσεις του αυτές ο Μενέλαος Λουντέμης θα επιχειρήσει να αποδώσει σε ένα από τα
σημαντικότερα μυθιστορήματά του, το «Ένα παιδί μετράει τα’ άστρα», που εκδόθηκε
το 1956 από τον εκδοτικό οίκο Δίφρο, την ακόρεστη δίψα ενός μικρού παιδιού για
μόρφωση και για εξερεύνηση των μυστικών του σύμπαντος μέσα από τον κόσμο των
βιβλίων και τον αντίξοο αγώνα του απέναντι στις κοινωνικές ανισότητες και
αποκλεισμούς της εποχής του για να τα καταφέρει. Στο πρόσωπο του μικρού αυτού
παιδιού θα αποτυπωθεί ο αγώνας του ίδιου του Μενέλαου Λουντέμη και της γενιάς
του για κοινωνική δικαιοσύνη και η αναμέτρησή του με τις κοινωνικές
αντιξοότητες και ανισότητες της εποχής του.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη
το 1906, ο Μενέλαος Λουντέμης ή κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης θα
χαρακτηριστεί ως ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας και θα υπάρξει ένας από τους πλέον
πολυγραφότατους συγγραφείς της γενιάς του φέρνοντας στο προσκήνιο μέσα από τη
γραφή του την πίστη του στον άνθρωπο και στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη
και καθιστάμενος ένας από τους κύριους εκπροσώπους του κοινωνικού ρεαλισμού
στην ελληνική λογοτεχνία. Μολονότι προερχόταν από εύπορη οικογένεια της
Κωνσταντινούπολης η οικογένειά του χρεοκόπησε μετά την εγκατάστασή της στην
Ελλάδα και ο Μενέλαος Λουντέμης αναγκάστηκε να ζήσει για ένα χρονικό διάστημα
στο οικοτροφείο της Έδεσσας και να εργαστεί ήδη από μικρή ηλικία ως
γραμματοδιδάσκαλος, ως ψάλτης και ως εργάτης στα τεχνικά έργα του γαλλικού
ποταμού.
Ο Μενέλαος Λουντέμης θα πάρει
μέρος στην εθνική αντίσταση εντασσόμενος στο ΕΑΜ και κατά τη διάρκεια του
εμφυλίου θα εξοριστεί για τις ιδέες του και την πολιτική του δράση στη
Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, ενώ από το 1958 ως το 1974 θα ζήσει ως πολιτικός
πρόσφυγας στη Ρουμανία και θα πεθάνει το
1977 στην Αθήνα .Ο Μενέλαος Λουντέμης ανέπτυξε πλούσιο και πολυδιάστατο
λογοτεχνικό έργο εκτεινόμενο από την πεζογραφία, την ποίηση και το θέατρο ως
την παιδική λογοτεχνία και τη μετάφραση, ενώ για το έργο του τιμήθηκε με το
Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για το μυθιστόρημά του «Τα πλοία δεν
άραξαν» και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης το 1951 στο Παρίσι. Κυριότερα έργα του
Μενέλαου Λουντέμη υπήρξαν το «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» (1956), το
«Ένα παιδί μετράει τα άστρα» (1956), «Το ρολόι του κόσμου χτυπά μεσάνυχτα»
(1963), η «Οδός αβύσσου αριθμός 0» (1962) και τα «Θυμωμένα στάχυα» (1965).
Στο έργο του «Ένα παιδί μετράει
τα άστρα» ο Μενέλαος Λουντέμης εξιστορεί την ιστορία ενός φτωχού και ορφανού αγοριού, την ακόρεστη
δίψα του για μάθηση και την αναμέτρηση του με τις ανισότητες και τις
αντιξοότητες της κοινωνίας της εποχής του έχοντας έντονα ηθογραφικά στοιχεία
και βιωματική γραφή. Ο Μέλιος, όπως και ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης,
αναγκάζεται ήδη από την παιδική ηλικία να βγει στη βιοπάλη και παρά την
ακόρεστη επιθυμία του για μόρφωση το διάβασμα για το σχολείο θα θεωρηθεί από το
αφεντικό του ως ένα είδος αποσυντονισμού από την εργασία του που θα πρέπει να
αποτραπεί.
Οι περιπέτειες του Μέλιου και η
συνάντησή του με ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου που θα προσπαθήσουν να
σταθούν δίπλα του και να τον συμβουλεύσουν όπως ο επιστάτης του σχολείου και
ένας γύφτος θα φέρουν στο προσκήνιο τα ίδια τα βιώματα του συγγραφέα και τον
αγώνα του για κοινωνική δικαιοσύνη σε έναν κόσμο βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων,
αποκλεισμών και διαιρέσεων που γίνονται αισθητές ήδη από την παιδική ηλικία
επηρεάζοντας βαθιά τον ακόμη εύθραυστο παιδικό ψυχισμό. Οι περιπέτειες του
Μέλιου θα φέρουν στο προσκήνιο την αναζήτηση του ίδιου του Λουντέμη για έναν
κόσμο με αγάπη, ανθρωπιά και κοινωνική δικαιοσύνη που θα διατρέξουν ολόκληρη τη
ζωή του συγγραφέα και της γενιάς του.
Όπως χαρακτηριστικά θα αναφέρει ο
Λουντέμης σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του: «Ο Μέλιος απ’ τη θέση του έμεινε
άφωνος. Ύστερα, άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει. Κάποιοι άνθρωποι που δεν
ήξερε ποιοι, ούτε για ποιό λόγο, σκάβανε ανάμεσα απ΄ τους ανθρώπους χαντάκια,
σήκωναν αξεπέραστα βουνά. Ποιοί ήταν και γιατί το κάνανε; Ένα μόνο καταλάβαινε.
Ότι σ’ αυτή τη ζωή είχε ο καθένας τη θέση του, που δεν ήταν όμοια για όλους.
Τώρα ποιος ήταν αυτός που μοίραζε τις θέσεις? Μήπως ο Θεός? Μα οι μεγάλοι, εξόν
από τα άλλα κακά που κάνανε, κάνανε και τούτο: Φτιάξανε το Θεό σύμφωνα με το
μπόι τους και δεν περίσσευε Θεός για τα παιδιά. Του ήρθε να ξεφωνίσει. Να ξεφωνίσει
την αδικία. Και τότε, ανακάλυψε ότι η μόνη δύναμη, που μπορούσε να στηρίζεται,
ήταν μες στα χέρια του. Ήταν ο εαυτός του. Ο μικρός φτωχός εαυτός του. Κανένας
άλλος.»
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου