Στα 896,83 ευρώ μειώθηκε η μέση
σύνταξη των ταμείων τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ τον αντίστοιχο μήνα του 2014
ήταν στα 953,68 ευρώ! Το πιο σημαντικό είναι ότι τον περασμένο Δεκέμβριο ο
αριθμός των συνταξιούχων ήταν κατά 100.000 μικρότερος από τον αντίστοιχο του
Δεκεμβρίου 2014!
Ουσιαστικά δηλαδή υπάρχει το
παράδοξο όσο μειώνεται ο αριθμός των συνταξιούχων τόσο να μειώνεται και η μέση
σύνταξη, καθώς συρρικνώνεται συνεχώς το σχετικό κονδύλι!
Αν ληφθεί υπόψη η αγοραστική
δύναμη του 2014 σε σχέση με τη σημερινή, τότε οι απώλειες για τους 4.463.642
δικαιούχους κύριας και επικουρικής σύνταξης είναι πολύ μεγαλύτερες. Στα όρια
της φτώχειας κυμαίνονται οι κύριες συντάξεις για τους 4 στους 10 συνταξιούχους,
οι οποίοι λαμβάνουν ποσά κάτω από 500 ευρώ τον μήνα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του
συστήματος Ήλιος του υπουργείου Εργασίας για τον Δεκέμβριο του 2018, στη
συντριπτική πλειονότητά τους καθένας από τους «απόμαχους της εργασίας» λαμβάνει
λιγότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα από τις κύριες συντάξεις (ποσοστό 74,05% επί συνόλου
2.825.931 κύριων συντάξεων).
Επίσης άλλες 953.817 κύριες
συντάξεις (33,75% του συνόλου) κυμαίνονται από 500 έως 1.000 ευρώ τον μήνα.
Όσον αφορά τη μέση κύρια σύνταξη,
αυτή ανέρχεται στα 724,41 ευρώ μεικτά. Το αντίστοιχο μέσο μηνιαίο εισόδημα από
τις επικουρικές είναι 172,42 ευρώ και από τα μερίσματα, για όσους δικαιούνται,
είναι 98,05 ευρώ.
Σημειώνεται ότι από το σύνολο των
συνταξιούχων τον περασμένο Δεκέμβριο κατεγράφη ότι χορηγούνται 1.917.382
συντάξεις γήρατος, ενώ στις 386.958 ανέρχονται οι συντάξεις θανάτου, στις
215.050 οι αναπηρικές και στα 25.144 τα βοηθήματα των ανασφάλιστων υπερηλίκων.
Από 5 έως 350 ευρώ
Οι περικοπές όμως δεν σταματούν
εδώ, αφού πάνω από 1 εκατ. συνταξιούχοι το 2019 θα εισπράττουν από 5 έως... 350
ευρώ λιγότερα στη σύνταξή τους, καθώς θα χάσουν μέρος ή και το σύνολο της
«προσωπικής διαφοράς» που θα... διατηρούσαν στις κύριες και τις επικουρικές
συντάξεις έναντι των νέων, χαμηλότερων συντάξεων του Νόμου Κατρούγκαλου.
Την κατάργηση του συνόλου ή
μέρους της «προσωπικής διαφοράς», αν αυτή ξεπερνά το 18% της καταβαλλόμενης
σύνταξης (κύριας και επικουρικής) συμφώνησε η κυβέρνηση με τους δανειστές για
να εξοικονομήσει 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ), «θυσιάζοντας» το άρθρο 14 του
Νόμου Κατρούγκαλου που είχε ψηφίσει και προέβλεπε ότι «από 1.1.2019, εφόσον το
καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει
από τον επανυπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον
δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη
εξάλειψή του με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων».
Μετά τη νέα συμφωνία, από την
1.1.2019 οι συνταξιούχοι θα χάσουν άλλοι λίγα (ελπίζοντας να πληρώνουν...
λιγότερα ή και καθόλου για την αγορά φαρμάκων, αν «πιαστούν» οι στόχοι για τα
πλεονάσματα και έχουν συνολικό εισόδημα έως 700 ευρώ τον μήνα) και άλλοι...
περισσότερα, ενώ κανένας νέος συνταξιούχος δεν θα λάβει αύξηση με βάση τη
μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, αφού, σύμφωνα με πληροφορίες, θα
ανασταλεί και η δεύτερη πρόβλεψη του άρθρου 14 του Νόμου Κατρούγκαλου που
προέβλεπε αυξήσεις από την 1.1.2017 με βάση συντελεστή (κατά 50% από τη
μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του
προηγούμενου έτους)...
Ο κύκλος των περικοπών
συνεχίζεται, αφού καθημερινά εκδίδονται συνταξιοδοτικές αποφάσεις που
αποκαλύπτουν το οικονομικό χάσμα μεταξύ των απολαβών των συνταξιούχων ανάλογα
με την ημερομηνία υποβολής αίτησης.
Νέες κατηγορίες δικαιούχων
Οι κατηγορίες συνταξιούχων που
δημιουργούνται είναι οι εξής:
● Οι «άτυχοι» είναι όσοι
υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης από το 2019 και μετά, καθώς συνταξιοδοτούνται
εξ ολοκλήρου με το νέο καθεστώς και δεν θα υπολογιστεί προσωπική διαφορά, με
αποτέλεσμα οι συντάξεις τους να είναι μειωμένες έως και 40%.
● Η δεύτερη κατηγορία
συνταξιούχων αφορά αυτούς που κατέθεσαν αίτηση συνταξιοδότησης από τον Μάιο του
2016 έως και τις 31 Δεκεμβρίου του 2018, οι οποίοι θα πάρουν μέρος της
προσωπική διαφοράς, εφόσον αυτή ξεπερνά το 20%. Όσοι υπέβαλαν αίτηση το 2016 θα
πάρουν το ένα δεύτερο του ποσού, όσοι συνταξιοδοτήθηκαν το 2017 το ένα τρίτο,
ενώ όσοι συνταξιοδοτήθηκαν το 2018 το ένα τέταρτο. Και αυτοί οι ασφαλισμένοι
διατηρούν το ποσό, το οποίο θα συμψηφίζεται με μελλοντικές αυξήσεις. Ωστόσο και
σε αυτούς τους συνταξιούχους ο επανυπολογισμός φέρνει μειώσεις στις αποδοχές
τους έως 30%.
● Οι «τυχεροί», που υπέβαλαν
αίτηση πριν από τις 13 Μαΐου 2016. Πρόκειται για τη μεγάλη κατηγορία
συνταξιούχων που θα συνεχίσει να λαμβάνει την προσωπική διαφορά που έχει
διαπιστωθεί, η οποία θα διατηρηθεί εις το διηνεκές και θα συμψηφίζεται με
μελλοντικές αυξήσεις που θα δοθούν.
Υπενθυμίζεται ότι λόγω
πλεονάσματος δεν κόπηκε το 18%, όπως προβλεπόταν από 1.1.2019.
Ο διαχωρισμός των συνταξιούχων
αποκαλύπτεται από συνταξιοδοτική απόφαση, σύμφωνα με την οποία το ποσό της
σύνταξης του ασφαλισμένου με το νέο καθεστώς υπολείπεται κατά 495 ευρώ σε σχέση
με αυτό που θα έπαιρνε πριν από τον Νόμο Κατρούγκαλου. Ωστόσο, επειδή η
προσωπική διαφορά ξεπερνά το 20% και ο συνταξιούχος υπέβαλε αίτηση το 2017, θα
λάβει προσαύξηση στη σύνταξή του το ένα τρίτο της προσωπικής διαφοράς που
διαπιστώθηκε. Όμως δεν θα συμβεί το ίδιο και σε έναν ασφαλισμένο που υπέβαλε
την αίτηση συνταξιοδότησής του το 2019.
Όπως επισημαίνουν ειδικοί στην
κοινωνική ασφάλιση, η άνιση μεταχείριση οδηγεί τους νέους συνταξιούχους που
υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μετά τις 13 Μαΐου του 2016 στην κατάθεση αγωγών
κατά της συνταξιοδοτικής απόφασης που εξέδωσε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής
Ασφάλισης και του τρόπου υπολογισμού. Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Εργασίας
Γιώργο Κουτρουμάνη, ακόμη και σε συνταξιούχους με λίγα έτη ασφάλισης και
χαμηλές αποδοχές διαπιστώνεται μείωση των συντάξεών τους με τον νέο τρόπο
υπολογισμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, από την
έναρξη εφαρμογής του νόμου Κατρούγκαλου και έως το τέλος του 2018 είχαν
υποβληθεί 358.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης. Εξ αυτών έχουν εκδοθεί 290.830 και
67.170 βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Συγκεκριμένα, από 13.5.2016 έως το τέλος του
έτους κατατέθηκαν 73.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης και εξ’ αυτών έχει οριστικοποιηθεί
το 97%. Το 2017 υποβλήθηκαν 138.000 αιτήσεις και οριστικοποιήθηκε το 87%, ενώ
το 2018 ο αριθμός των αιτήσεων ανήλθε σε 147.000, εκ των οποίων
οριστικοποιήθηκε το 68%.
Το ΣτΕ ξεκλειδώνει αναδρομικά
στις συντάξεις
Στοίχημα η συνταγματικότητα του επανυπολογισμού
Υπάρχουν όμως και κάποια καλά νέα
στο μέτωπο των συντάξεων... Αναδρομικά πολλών ταχυτήτων θα ξεκλειδώσει η
απόφαση του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του Νόμου Κατρούγκαλου. Η απόφαση αυτή
θα κρίνει το χρονικό διάστημα για το οποίο θα πρέπει να επιστραφούν αναδρομικά,
ανάλογα του αν πρόκειται για παλαιούς ή νέους συνταξιούχους και με βάση το πότε
προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη.
Το κλειδί των αναδρομικών
βρίσκεται στο αν θα κριθεί συνταγματικός ο Νόμος Κατρούγκαλου στα άρθρα του
επανυπολογισμού των παλαιών συντάξεων.
Αν βγει συνταγματικός, τότε τα
αναδρομικά ορίζονται για το διάστημα από Ιούνιο του 2015 έως Μάιο του 2016.
Για το δωδεκάμηνο αυτό η
κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να επιστρέψει χρήματα σε 2,4 εκατ. συνταξιούχους γιατί
υπάρχει η προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ, που λέει ότι από Ιούνιο του 2015
κρίθηκαν αντισυνταγματικές και θα έπρεπε να μην επιβάλλονται οι μειώσεις των νόμων
4051 και 4093 σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, ενώ και τα δώρα που
καταργήθηκαν θα πρέπει να επιστραφούν.
Σε αυτή την περίπτωση δεν
ακυρώνονται οι διεκδικήσεις των συνταξιούχων για τα έτη από 2016 έως και το
2018 τουλάχιστον. Η διαφορά είναι ότι, για το διάστημα αυτό, οι συνταξιούχοι,
για να πάρουν αναδρομικά, θα πρέπει να έχουν κινηθεί δικαστικά με αγωγές, τις
οποίες δεν μπορεί να ακυρώσει το ΣτΕ.
Καταρχάς είναι οι παλαιοί
συνταξιούχοι που είχαν προσφύγει στα δικαστήρια κατά των περικοπών του 2012,
πριν από την απόφαση - βόμβα του ΣτΕ το 2015.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του
Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου οι εν λόγω συνταξιούχοι είναι οι μόνοι που
δικαιούνται αναδρομικά από το 2013. Δεδομένης της κρίσης του ΣτΕ θεωρείται
βέβαιη η δικαίωση των εν λόγω υποθέσεων.
Επίσης, στις διεκδικήσεις
περιλαμβάνονται και οι παλαιοί συνταξιούχοι που δεν είχαν προσφύγει στα
δικαστήρια κατά των περικοπών του 2012 πριν από την απόφαση του ΣτΕ το 2015.
Σύμφωνα με το σκεπτικό οι εν λόγω
συνταξιούχοι δεν δικαιούνται αναδρομικά για την περίοδο 2013 - 2015 για λόγους
δημοσίου συμφέροντος.
Προειδοποίηση Κομισιόν για τις
επενδύσεις
Η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας
συνεχίστηκε το 2018
Σε νέες προειδοποιήσεις για την
ελληνική οικονομία προχωρά η Κομισιόν στις εαρινές της εκτιμήσεις, χτυπώντας
καμπανάκι για επενδύσεις και εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις. Το ακαθάριστο
εγχώριο προϊόν αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,2% το 2019 και το 2020 (από 2,3%
προηγουμένως).
Η Κομισιόν χτυπά καμπανάκι τόσο
για τις επενδύσεις που κατέγραψαν σημαντική οπισθοχώρηση, κυρίως λόγω της
υποχρησιοποίησης του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις, όσο και για
σημαντικούς κινδύνους όπως οι εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις που θα μπορούσαν
να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις.
Επιπλέον πίεση, εκτιμά η
Επιτροπή, μπορεί να προέλθει από τις «πρωτοβουλίες πολιτικής που επηρεάζουν τη
νομοθεσία για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων».
Σε άλλο σημείο, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή αναφέρεται στο αφορολόγητο. «Κατά την πάγια τακτική, οι προβλέψεις
βασίζονται στην υπόθεση εργασίας ότι τα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού θα
εκτελεστούν πλήρως. Η εν λόγω πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη της την ανακοίνωση μη
εφαρμογής της φορολογικής μεταρρύθμισης το 2020, η οποία θα συζητηθεί περαιτέρω
στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Για το 2019, οπότε η ανάπτυξη του
πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να ενδυναμωθεί στο 2,2%, η Επιτροπή επισημαίνει πως
«η επιβράδυνση του εξωτερικού περιβάλλοντος θα έχει αρνητικό αλλά περιορισμένο
αντίκτυπο στην εξαγωγική απόδοση της Ελλάδας, λόγω της χαμηλής ελαστικότητας
που χαρακτηρίζει τη ζήτηση των βασικών εξαγωγικών αγαθών της Ελλάδας».
Με δεδομένο ότι ο προϋπολογισμός
θα εκτελεστεί πλήρως, «η δημόσια κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις θα
υποστηρίξουν την ανάπτυξη, ενώ η ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων θα
παραμείνει υποτονική». Ωστόσο, «η αναμενόμενη αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση και
το σύνολο των επενδύσεων αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση εισαγωγών, και
επομένως να μειωθεί η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη».
Η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας
συνεχίστηκε το 2018, αναφέρει η Κομισιόν, ωστόσο «αναμένεται κάποια
επιβράδυνση, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού». Ωστόσο «η
απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2019 και 1,3% το 2020, μειώνοντας
το ποσοστό ανεργίας στο 16,8% το 2020».
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: ΑΝΤΡΙAΝΑ ΒΑΣΙΛA