Οι βιογράφοι του πατέρα του και
το δικό του βιβλίο αποκαλύπτουν τη σκοτεινή όψη του νέου πρωθυπουργού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκίνησε
την καριέρα του στον δημόσιο βίο πριν από λίγα χρόνια, από τη θέση ενός άσημου
βουλευτή που πολιτευόταν στη σκιά του πατέρα του και στη συνέχεια της αδελφής
του και χάρη σε ειδικές συγκυρίες εκτοξεύθηκε στη θέση του αρχηγού του
κόμματος.
Χάρη σ’ αυτήν τη γρήγορη εξέλιξη
έχουν μείνει στην αφάνεια ορισμένα χαρακτηριστικά του νέου πρωθυπουργού και
σίγουρα δεν έχει αναλυθεί ικανοποιητικά η προσωπική πολιτική του φιλοσοφία.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη
ανακαλύπτουμε από σπόντα, σε ποικίλες βιογραφίες του πατέρα του αλλά και στο
μοναδικό βιβλίο που υπογράφει ο ίδιος.
Η χερούκλα του Κυριάκου
Ενδιαφέρον έχει το βιβλίο της
Νίτσας Λουλέ-Θεοδωράκη, το οποίο διασώζει ορισμένες οικογενειακές στιγμές. Σε
ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο εμφανίζεται ο Κώστας Μπακογιάννης να διηγείται
(το 1996) στη συγγραφέα το πώς χαρτζιλίκωνε τα παιδιά και τα εγγόνια του ο
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης:
«Η μεγαλύτερη πλάκα γίνεται με το
χαρτζιλίκι. Το πρόβλημα είναι σε ποια κατάσταση θα τον βρούμε και ποιος από μας
έχει το θάρρος να του ζητήσει πρώτος. Κάθεται λοιπόν σε μια καρέκλα και περνάμε
ένας ένας μπροστά του και ανάλογα με την ηλικία του παίρνει αυτό που του
ανήκει. Αν και τώρα τελευταία οι μικροί ξεσηκώθηκαν και θέλουν τα ίδια χρήματα
με τους μεγαλύτερους. Βλέπεις, λοιπόν, να απλώνονται χέρια στη σειρά. Από τον
Αλέξανδρο, που είναι μικρότερος, μέχρι τη δική μου παλάμη, και καμιά φορά
μπορείς να δεις και τη χερούκλα του Κυριάκου, ζητώντας κι αυτός χαρτζιλίκι»
(Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη, «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
1996, σ. 89). Αξιοσημείωτη αποκάλυψη, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κ. Μητσοτάκης ήταν
τότε 28 ετών!
Την περίοδο που γραφόταν το
βιβλίο αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης εργαζόταν ως σύμβουλος επιχειρήσεων στο
Λονδίνο. Διηγείται η βιογράφος του πατέρα του: «Η κυρία Μαρίκα, όταν τη ρώτησα
γιατί δεν γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές του, μου απάντησε αγανακτισμένα:
“Τι να κάνει εδώ; Με τόσες σπουδές και να παίρνει τρεις κι εξήντα;”» (στο ίδιο,
σ. 109-110).
Ο ίδιος τότε εξέφραζε κάποια
απόκλιση από τις απόψεις του πατέρα του: «Δεν συμπίπτουμε πλήρως, όχι τόσο στην
ουσία όσο στις πρακτικές εφαρμογές της πολιτικής. Ας πούμε πως οι δικές μου
απόψεις είναι πιο αριστερές» (σ. 111). Μάλιστα ο κ. Μητσοτάκης είχε τότε
εκφράσει την άποψη ότι δεν συμφωνεί που ο πατέρας του βρισκόταν στον χώρο της
Ν.Δ.: «Δεν είναι τόσο ο χώρος όσο τα πρόσωπα, τα περισσότερα τουλάχιστον από
αυτά, που δεν τον εκφράζουν κατά τη γνώμη μου. Δεν θα μπορούσα βέβαια να τον
δεχτώ στο ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που βρίσκεται εκεί» (σ. 112).
Πάντως από εκείνη την εποχή όλα
ήταν προγραμματισμένα. «Η καλύτερη ηλικία για να παντρεύεται κάποιος είναι γύρω
στα τριάντα», έλεγε ο Κων. Μητσοτάκης. Και πρόσθετε: «Να, ο Κυριάκος τώρα είναι
29, πρέπει να παντρευτεί» (σ. 113). Ε, λοιπόν, μέσα σε έναν χρόνο ο Κυριάκος
παντρεύτηκε!
Ο Κυριάκος και η Ακροδεξιά
Εχω παραπέμψει από αυτές τις
στήλες και σε ένα άλλο ενδιαφέρον βιβλίο για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, το
οποίο περιλαμβάνει σημαντικές αποκαλύψεις για τον σημερινό πρωθυπουργό. Και
κυρίως εξηγεί την ευκολία με την οποία ο αρχηγός της Ν.Δ. προσεταιρίστηκε
εξαρχής τα στελέχη του ΛΑΟΣ, με τον Αδωνι Γεωργιάδη να παίζει ιδιαίτερο ρόλο
στην εκλογή του και να αναδεικνύεται από το πουθενά σε αντιπρόεδρο.
Πρόκειται για μεταφορά συζητήσεων
του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου με τον αρχηγό της οικογένειας. Οι συζητήσεις
αυτές εκτείνονται σε χρονική διάρκεια 25 χρόνων και έχουν ιδιαίτερη αξία,
εφόσον ο συγγραφέας υπήρξε συντάκτης της «εγκεκριμένης» βιογραφίας του Κων.
Μητσοτάκη:
«Στα 2013 η συζήτησή μας πήγε
στον γιο του, με εμένα να υποστηρίζω ότι οι απολύτως εύλογες ηγετικές του
φιλοδοξίες ενδεχομένως θα προσέκρουαν σε δυσυπέρβλητα εμπόδια. […] Ο Κυριάκος,
του επισήμανα, “ψαρεύει” πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικά, στη φιλελεύθερη
δεξαμενή των ψηφοφόρων της Ν.Δ., ενώ έχει ελάχιστη διείσδυση στον χώρο της
λαϊκής, σκληροπυρηνικής, βαθιάς Δεξιάς. Την ίδια ώρα, σύμφωνα προς την εκτίμησή
μου, που του ανέπτυξα, ο Βορίδης –πλήρως αποκαθαρμένος πλέον στη συνείδηση των πολιτιστικά
μεσοανώτερων αστικών στρωμάτων από τα νεανικά του ατοπήματα και γενικά
θεωρούμενος πολιτικός του εκσυγχρονισμού, παρά το φαύλο στοιχείο που πολλοί του
καταλογίζουν πως ανέδειξε κατά τη σύντομη υπουργία του– είναι βέβαια πλήρως
αποδεκτός, ως σαρξ εκ της σαρκός, και από το σκληροπυρηνικό υποσύνολο της
παραταξιακής βάσης της Ν.Δ.
»Στοιχείο που θεωρούσα, όπως
τόνισα στον πρόεδρο, πολιτικά υπερπολύτιμο σε φάση πρωτοφανούς εκτίναξης όχι
ενός αλλά δύο ακροδεξιών κομμάτων, ενός φασίζοντος υπερεθνικιστικού και ενός
υπερλαϊκιστικού, κάτι που θα μπορούσε να κάνει ακόμη και μετριοπαθείς
νεοδημοκράτες να στραφούν προς τον πρώην βουλευτή του ΛΑΟΣ, προκειμένου να
περιοριστούν οι διαρροές προς την Ακρα Δεξιά. […] Η προεδρική απάντηση και στη
συγκεκριμένη παρατήρησή μου υπήρξε, επίσης, “παραδοσιακά μητσοτακική”: “Τι λες,
παιδί μου; Εμένα οι ακροδεξιοί ήταν οι πιο δικοί μου, οι πιο πιστοί, ιδιαίτερα
οι βασιλόφρονες. Και οι ακροδεξιοί, λοιπόν, κατά βάση τον Κυριάκο θα
ακολουθήσουν”» (Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Το πορτρέτο ενός ηγέτη. Από την
ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της Ιστορίας», εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2013,
σ. 122-124).
Ακόμα και μετά από αυτήν τη
δήλωση, ο Διαμαντόπουλος φάνηκε να μην πείθεται και σχολιάζει στο βιβλίο του:
«Το ότι αυτός, μολονότι βενιζελογενής, είχε διαμορφώσει από το 1965 μια
ιδιαίτερα προνομιακή σχέση με τη βασιλόφρονα Ελλάδα, αυτήν που παραδοσιακά
έβλεπε και ήθελε το στέμμα όχι μόνο ως πολιτειακό ρυθμιστή αλλά ως ενεργά
παρεμβαίνοντα παράγοντα στα δημόσια πράγματα, ενώ ουδείς τέτοιος ιδιαίτερος
δεσμός συνδέει τον γιο του με τη σκληροπυρηνική δεξιά βάση του κόμματος, ήταν
μια διαφορά που δεν έδειχνε ποσώς να τον απασχολεί ή να την αξιολογεί».
Οπως αποδείχτηκε με το πρόσφατο
ακροδεξιό άνοιγμα του γιου, ο πατέρας Μητσοτάκης γνώριζε τι έλεγε.
Οι «συμπληγάδες» του Κυριάκου
Εκτός από τα βιβλία των άλλων που
έτυχε να ασχοληθούν μ’ αυτόν μέσω του πατέρα του, ο κ. Μητσοτάκης υπογράφει και
ένα δικό του βιβλίο. Πρόκειται για την πτυχιακή του εργασία στο Χάρβαρντ το
1989-1990, η οποία μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε το 2006 («Οι
συμπληγάδες της εξωτερικής πολιτικής», μτφρ. Γ. Δεμερτζίδης, εκδ. Πατάκης,
Αθήνα 2006).
Το βιβλίο δεν θα είχε κάποια
ιδιαίτερη σημασία, εφόσον οι πτυχιακές εργασίες –έστω και στο Χάρβαρντ– είναι
εξ ορισμού πρωτόλεια. Η διαφορά είναι ότι το κείμενο που εκδόθηκε στα ελληνικά,
έχει υποστεί την επιμέλεια του συγγραφέα πολλά χρόνια αργότερα, το 2006, όταν ο
κ. Μητσοτάκης ήταν ήδη εκλεγμένος βουλευτής. Οι επιστημονικές αδυναμίες του
κειμένου έχουν ήδη επισημανθεί από ένα ιδιαίτερα σκληρό κείμενο που
δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», φυσικά μόνο στην αγγλική της έκδοση (Demetris
Nellas, «Scholarship influenced by politics», «Kathimerini English Edition»,
20.7.2006).
Στο άρθρο ο δημοσιογράφος εξηγεί
ότι η έκδοση ενός παρόμοιου κειμένου θα ήταν κατανοητή μόνο για λόγους δημοσίων
σχέσεων ενός πολιτικού που θέλει να παρουσιαστεί ως ειδήμων σε ζητήματα
εξωτερικής πολιτικής χωρίς να είναι. Αναρωτιέται, μάλιστα, αν αυτό ήταν το
κείμενο που κατέθεσε ως εργασία ο κ. Μητσοτάκης στο Χάρβαρντ και εκφράζει την
απορία του πώς οι καθηγητές του δεν τον έστειλαν πίσω στα θρανία!
Εδώ, βέβαια, δεν ενδιαφέρει τόσο
η επιστημονική επάρκεια του βιβλίου ούτε τα σκοτεινά σημεία της ακαδημαϊκής
καριέρας του νέου πρωθυπουργού της Ελλάδας. Σχετικά μ’ αυτά τα ζητήματα,
εξαιρετικά διαφωτιστικό ήταν το κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου στο σαββατιάτικο
φύλλο της «Εφ.Συν.» («Ηγέτης από Κολλέγιο. Τα πρώτα βήματα ενός πορφυρογέννητου
πολιτικού»).
Αλλά το βιβλίο είναι εξαιρετικά
αποκαλυπτικό για τον τρόπο που σκέπτεται ο κ. Μητσοτάκης και μας προσφέρει το
ερμηνευτικό κλειδί για τις πολιτικές του επιλογές σε κορυφαία ζητήματα, όπως
λ.χ. η Συμφωνία των Πρεσπών. Το σχήμα που χρησιμοποιεί ο κ. Μητσοτάκης είναι
εξαιρετικά απλοϊκό. Το μόνο που μας λέει –με πολλά λόγια– είναι ότι οι
κυβερνήσεις ασκούν εξωτερική πολιτική με το μάτι στο εσωτερικό και όταν δεν το
κάνουν, το πληρώνουν.
Στον πρόλογό του ο πρέσβης
Χρήστος Ζαχαράκις απέδιδε στις κυβερνήσεις (δηλ. την κυβέρνηση του πατέρα
Μητσοτάκη) την αδυναμία επίλυσης (από τότε) του Μακεδονικού: «Η χάραξη και
υποστήριξη μιας γραμμής εξωτερικής πολιτικής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση
επηρεάζεται άμεσα από τη διαπίστωση γνήσιας –δικαιολογημένης ή αδικαιολόγητης–
και “υπερκομματικής”, τρόπον τινά, ευαισθησίας της Κοινής Γνώμης έναντι ενός
“εθνικού” θέματος. […] Η εφεκτικότης της πολιτικής ηγεσίας να προχωρήσει σε
κάποια διευθέτηση του “Σκοπιανού” προβλήματος, λόγω της προφανούς λαϊκής
αντιθέσεως και παρά την, άλλοτε ανυπόκριτη και άλλοτε ενδόμυχη, αλλά, ωστόσο,
καθολική σχεδόν διάθεση των κομματικών παρατάξεων για την αποδοχή της
συμβιβαστικής λύσεως του προβλήματος» (σ. 19).
Πώς χαράσσουν την εξωτερική
πολιτική
Στη δική του εισαγωγή ο κ.
Μητσοτάκης φτάνει να πει ανοιχτά ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να μη συνυπολογίζουν
το «λαϊκό αίσθημα» όταν χαράσσουν την εξωτερική πολιτική: «Το θεμελιώδες
πρόβλημα μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, σε σχέση με τις διεθνείς υποθέσεις,
είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις η κοινή γνώμη δεν εκτιμά την αξία της άσκησης
μιας σαφούς και ορθολογικής εξωτερικής πολιτικής και τείνει να πιέζει την
ηγεσία να ακολουθήσει μια πορεία ενεργειών η οποία, αν και ανταποκρίνεται στο
λαϊκό αίσθημα, μπορεί τελικά να αποβεί επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα της
χώρας» (σ. 31).
Μη βιαστεί κανείς να προβλέψει
ότι από αυτές τις σκέψεις ο κ. Μητσοτάκης θα συμπέραινε στο βιβλίο του ότι οι
κυβερνήσεις οφείλουν να πράττουν σύμφωνα με τα εθνικά συμφέροντα, αδιαφορώντας
για τις εσωτερικές πιέσεις. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και ενώ θεωρεί
υποχρέωσή του να εξυμνήσει την πολιτική της Ν.Δ. επί Κωνσταντίνου Καραμανλή,
διότι ασκούσε εξωτερική πολιτική «χωρίς να επηρεάζεται από τους περιορισμούς
του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού», αμέσως μετά την επικρίνει ανοιχτά: «Η
στρατηγική αυτή, ωστόσο, αν και ορθολογική από διεθνή άποψη, επέφερε βαρύ
πολιτικό κόστος στην ελληνική Κεντροδεξιά, το οποίο έγινε εμφανές και στις δύο
βουλευτικές εκλογές, του 1977 και του 1981, όταν το κόμμα έχασε την εξουσία»
(σ. 65).
Σε άλλο σημείο ο κ. Μητσοτάκης
κάνει τον εξής απολογισμό της διακυβέρνησης 1974-1981: «Εάν τα επτά χρόνια
διακυβέρνησης και άσκησης εξωτερικής πολιτικής δίδαξαν κάτι στη Ν.Δ., αυτό ήταν
πως, ό,τι θεωρείτο ως ορθολογικό στο διεθνές επίπεδο, κατέληξε να είναι
παράλογο σε επίπεδο εσωτερικών πολιτικών υπολογισμών» (σ. 106). Το συμπέρασμα
του νέου πρωθυπουργού είναι ότι πρέπει να χαράσσεται εξωτερική πολιτική με
μοναδικό κριτήριο τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της χώρας: «Η ικανοποίηση
εσωτερικών υποχρεώσεων μπορεί να απαιτεί αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής που δεν
είναι οι πλέον κατάλληλες από τη σκοπιά ενός ορθολογικού παίκτη, αλλά που θα
αποφέρουν κέρδη στο εσωτερικό» (σ. 199).
Ας μην παραξενεύεται λοιπόν
κανείς για την κυνική στάση που κράτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέναντι στη
Συμφωνία των Πρεσπών, όταν έφτασε να σέρνεται πίσω από τις εθνικιστικές
φαντασιώσεις του Αντώνη Σαμαρά. Δυστυχώς αυτή η άποψη είναι επικίνδυνη αν
εξακολουθεί να εκφράζει ανώτατο πολιτειακό παράγοντα. Αλλά από όσο γνωρίζω ο κ.
Μητσοτάκης δεν έχει αποκηρύξει το βιβλίο του.