Πριν από μια εικοσαετία, όταν εγώ
και η γυναίκα μου ήμασταν μεσόκοποι, τής συνέβη ένα περιστατικό, στο οποίο δεν
είχα δώσει μεγάλη σημασία. Χρειάστηκε να έρθει στο χωριό, όπου είχα εργάτες, με
το ΚΤΕΛ και να κατέβει σε μια μυλοποταμίτικη διακλάδωση, απ’ όπου θα την
παραλάμβανα με το αυτοκίνητο. Επειδή όμως αργούσα, πήρε τον δρόμο, περπατώντας
όχι περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας. Όταν τη συνάντησα, ήταν έξαλλη που
την είχα αφήσει μόνη. Από τη δεκάδα των «αγροτικοκτηνοτροφικών» αυτοκινήτων που
είχε συναντήσει, όλοι σχεδόν οι οδηγοί τής είχαν κορνάρει, της είχαν κάνει
άσεμνες χειρονομίες και - κάποιοι - όχι τυχαίες παρατιμονιές.
Σαμιώτισσα στην καταγωγή, μου
ξαναθύμισε το περιστατικό εκείνο προ ημερών, όταν μάθαμε ότι μια εξηντάρα
βιολόγος, που ερχόταν για πολλαπλή φορά στην Κρήτη για να πάρει μέρος σε
επιστημονικό συνέδριο, είχε εξαφανιστεί και βρέθηκε δολοφονημένη και βιασμένη.
Η αγανάκτησή μας, και όλων σχεδόν πιστεύω των συντοπιτών, έγινε μεγαλύτερη,
όταν πληροφορηθήκαμε ότι ο δολοφόνος την είχε κτυπήσει επίτηδες δύο φορές με το
αυτοκίνητό του, την είχε βιάσει σε ημιθανή κατάσταση, την είχε κλείσει στο πορτ
μπαγκάζ και την είχε πετάξει σε μια γερμανική στοά, στην οποία ανακαλύφθηκε
τυχαία.
Το προφίλ του δολοφόνου;
Επρόκειτο για έναν καθημερινό άνθρωπο: νέο, Κρητικό, κάτω των τριάντα,
παντρεμένο, παιδιωμένο, γιο επιφανούς μέλους της τοπικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος
αυτός είχε επιχειρήσει να κάνει το ίδιο τρεις τουλάχιστον φορές στο παρελθόν,
τις δύο απ’ αυτές σε αλλοδαπές γυναίκες. Ασφαλώς τις είχε επιλέξει κι εκείνες
εξαιτίας της καταγωγής τους και της ανυπαρξίας «σογιού», που να μπορέσει
αργότερα να ανακαλύψει την τύχη που είχαν και να απαιτήσει την τιμωρία του.
Τα περιστατικά είναι πολλά. Στην
ίδια περίπου περιοχή ένας ιδιώτης σκότωσε πριν από λίγο καιρό τον πρόεδρο του
τοπικού συμβουλίου, επειδή δεν αποδεχόταν την καταπάτηση απ’ αυτόν της δημόσιας
περιουσίας. Λίγο πιο ανατολικά ένας άλλος καπετάνιος σκότωσε προ καιρού τον
αδελφό του, που είχε γυρίσει μετανάστης από το εξωτερικό, επειδή διεκδίκησε την
καταπατημένη περιουσία του.
Πιο δίπλα, στον δικό μου νομό,
στο Ρέθυμνο, τα πτώματα δυο μεταναστριών από τη Βουλγαρία εξακολουθούν να
αγνοούνται, περισσότερο από έναν χρόνο. Μια πρόχειρη αναζήτηση στις εφημερίδες
και στο διαδίκτυο δείχνει ότι το πρόβλημα με τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις
«απροστάτευτες», δεν μπορεί πια να κρυφτεί. Δεν είναι μόνο η Κύπρος τού κατά
συρροήν δολοφόνου, είναι και τα Χανιά και το Ρέθυμνο στα οποία αναφερθήκαμε,
είναι και το Λασίθι με τον γυμναστή που βίασε τη 14χρονη αθλήτριά του, είναι
και το Ηράκλειο του 48χρονου πατέρα που βίασε την κόρη του.
Ασφαλώς δεν είναι αυτή η δική μας
Κρήτη, της αντιμετώπισης των γυναικών ως ζώων, των απαγωγών, των χασισοφυτειών
και της απαξίωσης της ζωής και της τιμής των μεταναστών. Όμως υπάρχει και αυτή
η Κρήτη, όλων των παραπάνω αλλά και της συνολικής καταπάτησης του νόμου, της
καπετανιάς, του «επά’ μαι ’γω», του αντριλικιού, της κούπας, της θρασυδειλίας
και των γνωστών σ’ όλους μας πολιτικών προσώπων που τους καλύπτουν.
Και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας συμβαίνουν
τέτοια γεγονότα, πουθενά όμως δεν ακούστηκε ένας νέος άνθρωπος να σκοτώνει με
τ’ αυτοκίνητο μια επιστήμονα για να τη βιάσει. Πουθενά στην Ελλάδα δεν βλέπουμε
να αντιμετωπίζονται οι ίδιες τροχαίες παραβάσεις με τη συγκαταβατικότητα που
αυτό συμβαίνει στο νησί μας. Πουθενά στη χώρα μας οι βοσκοί δεν καταπατούν με
την ίδια ευκολία τις γεωργικές περιουσίες, πουθενά δεν βάζουν τα πρόβατά τους
να τρώνε το γρασίδι γύρω από πισίνες ξενοδοχείων, πουθενά αλλού δεν πυροβόλησαν
πρώην νομάρχη και δεν ανατίναξαν το σπίτι του επειδή δεν τους έκανε τα χατίρια.
Δεν μπορεί να είναι τυχαία τα
γεγονότα αυτά και δεκάδες άλλα, εκτός κι αν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, μέχρι που
το δικό μας χωράφι να είναι αυτό που καταπατείται και η δική μας γυναίκα ή κόρη
να είναι εκείνη που βιάζεται και δολοφονείται. Φαίνεται ότι κάτι δεν πήγε καλά
στο νησί μας με κάποιες από τις θεωρούμενες ως «αξίες» του. Μήπως η δύναμη του
καθενός σογιού και το «κόζι» του οδηγούν τελικά στην αγνόηση όποιου δεν
διαθέτει αντίστοιχες πλάτες; Μήπως παράδοση δεν είναι οι κούπες, οι
βιομηχανικές διασκεδάσεις των χιλιάδων ατόμων σε γάμους και χοροεσπερίδες, και
οι τραυματισμοί και οι δολοφονίες από τα μπαρουτόβολα;
Μήπως έφταιξε η λατρεία του
αλκοόλ, ξεκινώντας από τ’ «αντράκια» των δύο ετών που χαιρόμαστε να τα βλέπουμε
να βουτούν το δάχτυλό τους στα ποτήρια της τσικουδιάς; Μήπως φταίει που
θαυμάζουμε τα ανήλικά μας όταν παίρνουν στα χέρια τους το τιμόνι; Μήπως φταίει
που ανεχόμαστε τους μαυροπουκαμισάδες να ξυλοκοπούν παιδιά που ήρθαν στον τόπο
μας για να σπουδάσουν, προσφέροντάς μας το κομπόδεμα της οικογένειάς τους;
Μήπως φταίει που αφήνουμε να κυκλοφορούν δίπλα μας χωρίς ντροπή τα Κρητικόπουλα
που οδήγησαν στα Γιάννενα τον συμπατριώτη μας στην αυτοκτονία;
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα
δεν μπορεί να έτυχε. Μάλλον η κοινωνία μας απέτυχε…
Πηγή: rethemnosnews.gr