γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Τι είναι άραγε αυτό που έπεισε
την ελληνική κυβέρνηση να συμφωνήσει να προσέλθει στο τραπέζι ενός
ελληνοτουρκικού διαλόγου; Αναζητώντας την απάντηση κατ’ αρχήν σ’ αυτό το
ερώτημα αντιλαμβάνεται κάποιος και το πλαίσιο, καθώς και την ατζέντα αυτού του
διαλόγου. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα, γίνονται ολοφάνερες και οι συνέπειές του,
ανεξάρτητα από το πότε και πού θα καταλήξει αυτός ο διάλογος.
Αν θέλουμε να δούμε τα πράματα
όπως είναι, αυτό που οδηγεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο τραπέζι των
ελληνοτουρκικών συνομιλιών είναι η αδυναμία ή η έλλειψη εμπιστοσύνης στις
δυνάμεις που διαθέτει η χώρα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα και τα
κυριαρχικά της δικαιώματα.
Η κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι σε
ένα δίλημμα και απάντησε. Το δίλημμα έχει τεθεί από την άνοιξη του 2012, όταν
δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα της κυβέρνησης η «οικοπεδοποίηση» της
θαλάσσιας περιοχής νότια του Καστελλόριζου και η παραχώρησή της για έρευνα και
εκμετάλλευση στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου.
Το δίλημμα, λοιπόν, διατυπώθηκε
από τότε ως εξής: Τι θα πράξει η όποια ελληνική κυβέρνηση αν τουρκικό
ερευνητικό πλοίο με τη συνοδεία του τουρκικού στόλου επιχειρήσει στην περιοχή;
Η απάντηση που έδωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι «διάλογος».
Πάρε – δώσε
Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι
αυτός ο διάλογος προσφέρθηκε από το Βερολίνο ως σανίδα σωτηρίας ή οδός διαφυγής
από ένα θερμό επεισόδιο, καθώς η Μέρκελ έχει αναλάβει τις σχετικές
παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, οι οποίες συνοψίζονται ως εξής:
● Ο Ερντογάν υποσχέθηκε ότι δεν
θα επιχειρήσει στην ελληνική (μη ανακηρυγμένη) ΑΟΖ.
● Ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε να
προσέλθει σε συνομιλίες.
Η «συμφωνία» αποκλιμάκωσης της
έντασης των προηγούμενων ημερών, η οποία έστρωσε και το τραπέζι των επικείμενων
ελληνοτουρκικών συνομιλιών, καθότι έγινε με γερμανική διαμεσολάβηση, δημιουργεί
ένα πρώτο, αναπάντητο, προς το παρόν, ερώτημα, που έχει να κάνει με το είδος
του διαλόγου:
● Πρόκειται για την επανάληψη των
διμερών ελληνοτουρκικών συνομιλιών για θέματα υψηλής πολιτικής, ο οποίος έχει
ήδη ολοκληρώσει 60 κύκλους;
● Ή μήπως έχει συμφωνηθεί μια νέα
διαδικασία, η οποία θα εξελιχθεί υπό την εποπτεία ενός «αμερόληπτου» τρίτου,
δηλαδή της Γερμανίας εν προκειμένω;
Σε μια τέτοια περίπτωση είναι
προφανές ότι οι… αμερόληπτοι Γερμανοί αποκτούν λαβή περαιτέρω πίεσης για την
επιδίωξη δικών τους γενικότερων διευθετήσεων με την Τουρκία, τον καλύτερο
πελάτη της πολεμικής τους βιομηχανίας και πρώτο εμπορικό τους εταίρο. Είναι,
έχουμε την εντύπωση, προφανές ποιον θα πιέσουν οι… αμερόληπτοι.
Ελληνικό «δόγμα»
Ας δούμε, λοιπόν, το αντικείμενο
των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί με το πέρασμα των
δεκαετιών αφενός από την ενεργητική (επιθετική) τουρκική στάση και αφετέρου από
τη μακάρια ελληνική ακινησία στο όνομα του κατευνασμού του νευρικού γείτονα,
την οποία ακολούθησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Σύμφωνα με την ελληνική θέση το
μόνο αντικείμενο ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας
των δύο χωρών στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, με τελικό κριτή, εφόσον
οι δύο πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία, ένα αρμόδιο διεθνές δικαστήριο. Η
Ελλάδα, θα πρέπει να σημειωθεί, έχει αποδεχτεί τη γενική δικαιοδοσία του
δικαστηρίου της Χάγης και έχει επικυρώσει τη συμφωνία για το Δίκαιο της
Θάλασσας.
Από την πλευρά της η Τουρκία έχει
αποφύγει να δεσμευτεί με αυτούς τους γενικούς κανόνες ειρηνικής επίλυσης των
διαφορών και δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία για το Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι, επομένως, προφανής η τουρκική επιλογή
για μια πολιτική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών στη βάση του διαμορφωμένου
συσχετισμού δύναμης, που κατά την άποψή της την ευνοεί. Με πιο απλά λόγια, η
Τουρκία αισθάνεται ισχυρότερη και ως εκ τούτου απαιτεί ρυθμίσεις οι οποίες
εξυπηρετούν τα συμφέροντά της, τα οποία (θεωρεί ότι) μπορεί να υποστηρίξει και
να πετύχει με άλλα μέσα…
Τα θέλουν όλα
Με αυτόν τον τρόπο το τραπέζι
ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου έχει ήδη καταληφθεί από… τουρκικά «πιάτα». Ας τα
δούμε επιγραμματικά:
1. Η Ελλάδα εξαναγκάζεται να
συνομιλήσει για θαλάσσιες ζώνες, την ίδια στιγμή που ισχύει το τουρκικό casus
belli στην περίπτωση που ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά
της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια
2. Η Ελλάδα προσέρχεται σε συνομιλίες
για τα ελληνοτουρκικά θαλάσσια όρια λίγο μετά την ανακοίνωση του τουρκολιβυκού
συμφώνου, με το οποίο σε τελική ανάλυση η Άγκυρα διακηρύττει ότι τα ελληνικά
νησιά, συμπεριλαμβανομένων των Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης, δεν έχουν κανένα
δικαίωμα πέραν των 6 μιλίων.
3. Η Ελλάδα εμφανίζεται
διατεθειμένη να συζητήσει την τουρκική θέση, διατυπωμένη από την εποχή των
Ιμίων (1996), για την κυριαρχία επί βράχων, νησίδων και βραχονησίδων.
4. Η Ελλάδα καλείται, στις
επικείμενες συνομιλίες, να «αποδείξει» την κυριαρχία της επί όλων σχεδόν των
νησιών τα οποία βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές, καθώς, σύμφωνα με τους
τουρκικούς ισχυρισμούς, έχει παραβιάσει τις συνθήκες με τις οποίες της
αποδόθηκαν από τη στιγμή που τα στρατιωτικοποίησε.
Μαζί με αυτά, σ’ ένα τραπέζι
ελληνοτουρκικού διαλόγου θεωρείται σίγουρο ότι θα υποστηριχθεί από τουρκικής
πλευράς το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού και (γιατί όχι;) αυτοδιάθεσης των
ελληνικών μουσουλμανικών πληθυσμών στη Θράκη αλλά και στα Δωδεκάνησα.
Το εγχώριο επιχείρημα, σύμφωνα με
το οποίο η Ελλάδα είναι υπέρ του διαλόγου και το οποίο προβάλλεται έντονα τόσο
από την κυβέρνηση όσο και από την αντιπολίτευση, είναι κενό περιεχομένου από τη
στιγμή που ο διάλογος είναι ήδη υπονομευμένος από τις τουρκικές απαιτήσεις η
οποίες μάλιστα υποστηρίζονται από την επίδειξη στρατιωτικής δύναμης και την
απειλή χρήσης αυτής της δύναμης ακόμη και στην περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει
νόμιμο δικαίωμα.
Η (όποια) ελληνική κυβέρνηση θα
μπορούσε να καθίσει ισότιμα σε ένα τραπέζι ελληνοτουρκικού διαλόγου από τη
στιγμή που θα διακήρυττε τα αυτονόητα: 12 ναυτικά μίλια χωρικά ύδατα και
συντεταγμένες ΑΟΖ με πλήρη επήρεια των ελληνικών νησιών. Ύστερα η συζήτηση θα
μπορούσε να αρχίσει σε ισότιμη βάση…
Για κάτι τέτοιο όμως απαιτούνταν
επεξεργασμένη στρατηγική αποτροπής και όχι αυτή των ζεϊμπέκικων, του
κατευνασμού και του ατλαντισμού που ακολούθησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις τις
τελευταίες δεκαετίες. Τώρα ο διάλογος θα
γίνει με το πιστόλι στον κρόταφο…