γράφει ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος*
Ξανάρχεται έντονα τις τελευταίες
μέρες στη δημοσιότητα το ΚΕΘΕΑ. Παρακολουθούμε τη δεύτερη πράξη του έργου που
άρχισε πριν από ενάμιση χρόνο, όταν η κυβέρνηση, όλως αιφνιδίως, επέβαλε με
πράξη νομοθετικού περιεχομένου διορισμένη διοίκηση στον οργανισμό. Η αυταρχική
της παρέμβαση έδωσε τέλος στην επί χρόνια δημοκρατική διαδικασία εκλογής του
άμισθου ΔΣ του ΚΕΘΕΑ από τη Γενική του Συνέλευση, στην οποία ψήφιζαν εργαζόμενοι,
μέλη των προγραμμάτων απεξάρτησης, γονείς και εθελοντές.
Τότε, δια στόματος του Υπουργού
Υγείας, η κυβέρνηση, μπροστά στην κατακραυγή του κόσμου του ΚΕΘΕΑ, κοινωνικών
και επιστημονικών φορέων, διεθνών και τοπικών οργανώσεων, πολιτών και πολιτικών κομμάτων, καθησύχαζε ότι «θα
διατηρηθούν τα θεσμικά όργανα, θα υποστηριχθούν οι εργαζόμενοι και θα ενισχυθεί
ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ΚΕΘΕΑ». Όσοι πίστεψαν αυτές τις υποσχέσεις σήμερα
αισθάνονται ματαιωμένοι. Όσοι αντιτάχθηκαν, βλέποντας πιο μακριά, σήμερα
επιβεβαιώνονται: η δεύτερη πράξη διαψεύδει όλες τις διακηρύξεις, οδηγώντας σε
κατάργηση όλων των θεσμικών συλλογικών οργάνων του ΚΕΘΕΑ, στην καθιέρωση
ισοπεδωτικών μέτρων πειθαρχικού ελέγχου, σε ενίσχυση του ψυχιατρικού
ιδρυματισμού και της γραφειοκρατίας, και σε συνολική αποδυνάμωση του κοινωνικού
χαρακτήρα του οργανισμού.
Προσχέδιο νόμου, με πρόσχημα τον
«εκσυγχρονισμό» του ΚΕΘΕΑ -του οποίου η πράξη νομοθετικού περιεχομένου
καταργούσε τον ιδρυτικό σκοπό και τους στόχους- επιχειρεί να επιβάλει ένα νέο
μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας στον οργανισμό, το οποίο βρίσκεται πολύ
μακριά από την πυρηνική ταυτότητα του ΚΕΘΕΑ, τις σύγχρονες αντιλήψεις θεραπείας
και λειτουργίας των κοινωνικών οργανισμών, αλλά και τις ανάγκες της κοινωνίας.
Τα προβλεπόμενα στο νομοθετικό
προσχέδιο συγκρούονται ευθέως με βασικά χαρακτηριστικά του μοντέλου των
θεραπευτικών κοινοτήτων, που είναι ταυτισμένο με το ΚΕΘΕΑ και έχει καθορίσει
και τη λειτουργία του ως οργανισμού. Ένα μοντέλο το οποίο αμφισβήτησε την
κυριαρχία των ψυχοφαρμάκων, την εξουσία των «ειδικών», την ιδρυματική βία, την
παθολογικοποίηση των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων και τη θεώρηση των ανθρώπων με
πρόβλημα χρήσης ως άβουλων, παθητικών όντων. Εν μέσω πανδημίας, επιχειρείται να
πληγεί μία ακόμη φορά ένας αποτελεσματικός οργανισμός, ο οποίος -ας μην το
ξεχνάμε- στάθηκε κατά καιρούς απέναντι σε αυταρχικές πολιτικές κυβερνήσεων, για
να προασπιστεί δικαιώματα των εξαρτημένων και των οικογενειών τους και να
αντιταχθεί σε πρακτικές που αναπαρήγαν το πρόβλημα της εξάρτησης και ενίσχυαν
τη περιθωριοποίηση και το κοινωνικό αποκλεισμό.
Μια ακόμα φορά οι εργαζόμενοι, τα
μέλη των θεραπευτικών κοινοτήτων και της επανένταξης, οι γονείς και η κοινωνία
αντιδρούν -και όχι άδικα. Η δοτή διοίκηση διατείνεται ότι οι αλλαγές γίνονται
για το «καλό τους» και επιχειρεί να υποβαθμίσει ή να απονομιμοποιήσει τις
σφοδρές αντιδράσεις μέσα από πολιτικού ή ψυχολογικού τύπου ερμηνείες. Με το
επιχείρημα, για παράδειγμα ότι όσοι αντιδρούν, το κάνουν επειδή ανήκουν στον
χώρο της αριστεράς και αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση ή γιατί «αντιστέκονται
στην αλλαγή».
Οι αλλαγές, όμως, που
προωθούνται, πιστές στο πνεύμα της προηγούμενης αυταρχικής απόφασης, πλήττουν
τον πυρήνα της θεραπευτικής πρότασης του ΚΕΘΕΑ -και εδώ δεν πρόκειται απλώς για
μια ακαδημαϊκή συζήτηση, αλλά για ζήτημα ουσίας: Ό,τι δίνει κίνητρο και
θεραπεύει, ό,τι αντιπροσωπεύει το ΚΕΘΕΑ ενοχλεί: η συμμετοχή των ανθρώπων,
θεραπευόμενων και εργαζόμενων, στη λήψη των αποφάσεων που τους αφορούν, η
ανάληψη προσωπικής ευθύνης, η ισότιμη αντιμετώπιση όλων, η συλλογικότητα, η
αυτοβοήθεια και η αλληλοβοήθεια, η σύνδεση των θεραπευτικών προγραμμάτων με την
κοινωνία.
Η συνεχής επιβολή αυταρχικών
μέτρων στο ΚΕΘΕΑ οδηγεί σε συγκρούσεις, αποσταθεροποίηση και τη δημιουργία ενός
κλίματος καταδίωξης μέσα στον οργανισμό. Η υποτιμητική στάση της διοίκησης
απέναντι στα μέλη της Γενικής Συνέλευσης του ΚΕΘΕΑ, όπου εκπροσωπούνται όλοι
όσοι αποτελούν κομμάτι του οργανισμού, απαξιώνει, μειώνει το κίνητρο για
θεραπεία, ενισχύει την καχυποψία, κλονίζει την
εμπιστοσύνη απέναντι στο ΚΕΘΕΑ, μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη εγκατάλειψη
της θεραπείας και πιθανή υποτροπή στη χρήση των ουσιών. Το ΚΕΘΕΑ μπαίνει σε
τροχιά κρίσης και αποσταθεροποίησης και αυτό αποθαρρύνει όσους θέλουν να
ζητήσουν βοήθεια και ωθεί σε εγκατάλειψη της προσπάθειας όσους ήδη συμμετέχουν
στα προγράμματά του. Την ευθύνη για αυτή τη κατάσταση ποιος την αναλαμβάνει;
Οι εκφραστές του δόγματος
«αποφασίζομεν και διατάσσομεν» φαίνεται να μην κατανοούν καθόλου τι είναι το
ΚΕΘΕΑ, τι είναι η θεραπεία και πώς διαμορφώνεται η δυναμική στους οργανισμούς
που βασίζονται στο μοντέλο των θεραπευτικών κοινοτήτων. Για αυτό άλλωστε και
τις παρέλειψαν στο σχέδιο τους. Αυτό που
ευαγγελίζονται είναι η δημιουργία ενός γραφειοκρατικού, αφυδατωμένου,
αναποτελεσματικού οργανισμού, με βάση την ξεπερασμένη, εδώ και δεκαετίες,
αντίληψη του ατόμου ως χρόνιου παθητικού ασθενούς. Ή στοχεύουν υπογείως σε
αρνητικό αποτέλεσμα για το συλλογικό ΚΕΘΕΑ, που τόσο πολύ τους ενοχλεί. Σε κάθε περίπτωση οι επιπτώσεις θα είναι
ορατές στην ελληνική κοινωνία. Εάν πάλι οι προθέσεις τους είναι θετικές όπως
διατείνονται, μπορούν να συγκαλέσουν τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού και να
σεβαστούν την κρίση της.
*Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι καθηγητής
Κοινωνικής Εργασίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Θράκης