γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Στα δύο χρόνια της πανδημίας
είδαμε και πάθαμε πολλά. Και συνεχίζουμε να παθαίνουμε. Δίχως να ξέρουμε, ή να
μπορούμε έστω να φανταστούμε, πόσες μεταλλάξεις ακόμα θα δανειστούν όνομα από
το ελληνικό αλφάβητο, και πόσα κύματα περιμένουν να συντρίψουν την αναγκαία μεν
πλην βιαστική και αβάσιμη αισιοδοξία μας. Βιασύνη που πιστοποιεί ότι το πάθος
δεν γίνεται πάντα μάθος, παρά τη διδαχή του Αισχύλου, που ενστερνίστηκε στην
περίπτωση αυτή τον κοινό λόγο. Θαρρείς και κάθε κύμα σβήνει πάνω στην άμμο της
μνήμης μας όσα δεινά χάραξαν τα προηγούμενά του, και μαζί τους όλες τις
διαβεβαιώσεις και παραινέσεις. Ακόμα και το απόλυτο δεινό, οι περίπου είκοσι
χιλιάδες θάνατοι από την κόβιντ (τέσσερις Κυπαρισσίες ή δύο Σητείες ή περίπου
μία Αρτα), μοιάζει να διαγράφεται ή να απορροφάται πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι να
ορίζει το μακάβριο μέγεθός του. Διότι έτσι επιβάλλει η επιχείρηση «σώστε τα
Χριστούγεννα».
Φαίνεται επίσης ότι η τεράστια
απώλεια ψυχών δεν αλλάζει τα μυαλά μας, όσον αφορά τα κρίσιμα: την ανάγκη να
εμβολιαστούμε, τώρα, όχι αύριο-μεθαύριο, γιατί μπορεί να μην υπάρξει καν αυτό
το αύριο-μεθαύριο. Και την ανάγκη να ενισχυθεί το ΕΣΥ. Επίσης τώρα και όχι
αύριο-μεθαύριο, διότι αυτό το αύριο-μεθαύριο, έτσι όπως πορευόμαστε, σίγουροι
ότι «πετύχαμε στο μέτωπο της πανδημίας όπως πετύχαμε και στο μέτωπο των
καλοκαιρινών πυρκαγιών», δεν μας εμπεριέχει όλους. Δεν είναι όμως μοιραίο να
πεθαίνουν οι άνθρωποι, να μην πολεμούν έστω για τις τελευταίες τους ελπίδες,
επειδή δεν υπάρχει γι’ αυτούς κλίνη σε ΜΕΘ. Και δεν είναι τιμή για καμία
πολιτεία να επιχειρεί να γεμίσει τα συνειδησιακά της κενά με χονδροειδώς
αντιεπιστημονικά δόγματα του είδους «είτε εντός ΜΕΘ είτε εκτός, το ίδιο είναι».
Κάποια στιγμή πρέπει να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τους ανθρώπους μας που
χάνονται λόγω της κόβιντ. Ενός πενταλέπτου ίσως. Μήπως ξανασκεφτούμε, τίμια
όμως, τι πράξαμε και τι δεν πράξαμε, πού λαθέψαμε και ποια λάθη μας τα κάναμε
ιδεολογία χειραγωγώντας αριθμούς και ποσοστά, αντί να τα διορθώσουμε.
Η αντιποίηση αρχής, ή μάλλον η
αντιποίηση ειδημοσύνης, είναι ένα από τα λάθη, ένα από προβλήματα που
επιδείνωσε η προέλαση του ιού. Ολοι κρύβουμε έναν γιατρό μέσα μας, όπως και
έναν συνταγματολόγο, γλωσσολόγο, σεισμολόγο, αστρολόγο, πολιτειολόγο,
συγκοινωνιολόγο. Η διαφορά όμως είναι κρίσιμη. Οι γλωσσολογικές μας ανοησίες,
λ.χ. η πεποίθηση ότι η ελληνική είναι η γλώσσα που γέννησε όλες τις άλλες,
συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας που μιλούν στον Σείριο οι Ελληνοσείριοι μάγοι,
ή ότι έχει τέσσερα ή πέντε, μπορεί και έξι εκατομμύρια λέξεις, δεν απειλεί τη
ζωή κανενός· απειλεί μόνο την πνευματική υγεία όσων πιστεύουν τους κήρυκες
τέτοιων βλακωδών επινοημάτων. Αντίθετα, ο σφετερισμός της ιδιότητας του
γιατρού, η οποία προϋποθέτει πολύχρονες σπουδές, ή μάλλον σπουδές που δεν
τελειώνουν ποτέ, είναι άκρως επικίνδυνος. Ιδίως αν ο σφετεριστής είναι
πολιτικός, που αποφασίζει, επιβάλλει μέτρα και πρωτόκολλα, διαβαθμίζει ανάγκες
και προτεραιότητες, και απλώς ισχυρίζεται ότι υιοθετεί τις προτάσεις των ειδικών.
Ενώ στην πραγματικότητα αδιαφορεί για τις επιφυλάξεις και τους φόβους τους,
εμπιστευόμενος την πανεπιστημοσύνη που πιστεύει ότι του προσπορίζει η εξουσία
του. Ή αν είναι κάποιος «διάσημος», που υψώνει το λάβαρο του αντάρτικου κατά
της μάσκας, του εμβολίου, των μέτρων γενικώς, για να ταΐσει το συνωμοσιολογικό
πάθος του φανατικού κοινού του. Και επειδή «αυτός ξέρει κάτι παραπάνω, είναι
στα μέσα», πείθει τους αφελέστερους εκ των θαυμαστών του να «επαναστατήσουν» –
και να κινδυνέψουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα «κορόιδα» που εμβολιάζονται.
Τέτοιοι ανταρτοπανδημίτες έχουν
εμφανιστεί πολλοί στη διετία του κορωνοϊού. Δεν πρόκειται για μία επιπλέον
«ελληνική ιδιαιτερότητα». Αρνητές υπάρχουν παντού. Είτε της μάσκας και της
φρόνιμης κοινωνικής απόστασης, είτε του εμβολίου, είτε της ύπαρξης του ιού. Δεν
είναι, πάντως, ίδιοι σε όλα όσοι διαμαρτύρονται. Οι σκεπτικιστές, όσοι
προβάλλουν κάποιους στοιχειωδώς έλλογους ισχυρισμούς, στους οποίους οφείλουν να
απαντούν έγκαιρα και με πληρότητα οι πολιτείες, η κοινότητα των επιστημόνων και
οι διεθνείς οργανισμοί, είναι πιθανό να πειστούν. Αντίθετα, οι «ιδεολόγοι της
άρνησης», όσοι θεωρητικοποιούν τη ροπή τους στα εύπεπτα συνωμοσιολογικά
σενάρια, όσοι καθοδηγούνται από φονταμενταλιστές «πνευματικούς» χαμηλότατης
στάθμης πλην υψηλής ανευθυνότητας, καθώς και όσοι εκμεταλλεύονται τον φανατισμό
των αρνητών για να τον στρέψουν στη δική τους κοίτη, εμφανώς ακροδεξιά, δεν
πρόκειται να πειστούν ποτέ. Ούτε για το εμβόλιο ούτε για το ότι εκατοντάδες
χιλιάδες άνθρωποι σε όλον τον κόσμο δεν πεθαίνουν μόνο και μόνο επειδή έτσι
έδοξε τω Μπιλ Γκέιτς.
Κάθε χώρα έχει τους δικούς της
γκουρού, τους δικούς της ηγήτορες, που αντιστοιχούν στα εθνικά χαρακτηριστικά
της. Είναι όμως ήδη φανερά ορισμένα κοινά γνωρίσματα: η θρησκοληψία μεγάλης
μερίδας των φωνασκούντων (ιδιαίτερα στην Ελλάδα, στα υπόλοιπα Βαλκάνια και σε
χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπου, δυστυχώς, ποιμένες της Ορθοδοξίας ρισκάρουν
την ίδια τη ζωή του ποιμνίου τους, για να ζυγίσουν τάχα την πίστη του), ο
ακραίος εθνικισμός τους (εν ονόματι μιας αντιπαγκοσμιοποίησης που μόνο από
δαιμονολογία κατέχει), ο βαθύς ανορθολογισμός τους και το απαραίτητο μίσος για
τους Εβραίους: «Είναι τυχαίο», λένε, οι παντογνώστες στα ουκ ολίγα διαδικτυακά
«μετερίζια» τους, «το ότι αν διαβάσουμε τη λέξη covid ανάποδα, όπως οι Εβραίοι
δηλαδή, προκύπτει η λέξη divoc;» Τι σημαίνει το επίφοβο και κατηραμένο «divoc»;
Α, εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν. Διότι οι μεν γλωσσομυστικιστές επιμένουν ότι
σημαίνει «διχασμός», οι δε γλωσσοαλχημιστές διατείνονται ότι σημαίνει «κατοχή
από ένα κακό πνεύμα», παναπεί ένα dybbuk.
«Η Ακροδεξιά βρίσκει ζωτικό χώρο
στους αντιεμβολιαστές» τιτλοφορούνταν ένα ρεπορτάζ του Reuters, αναδημοσιευμένο
στην «Κ», στις 18 Οκτωβρίου, ο δε υπότιτλος δήλωνε την αφορμή του κειμένου:
«Eπίθεση νεοφασιστών εναντίον του μεγαλύτερου συνδικάτου της Ιταλίας». Δέκα
ημέρες πριν, οι νεοφασίστες της «Forza Nuova», χρησιμοποιώντας σαν δούρειο ίππο
μια διαδήλωση κατά της «πράσινης κάρτας» (ένα πάσο των εμβολιασμένων), είχαν
εισβάλει στο κτίριο της αριστερής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ιταλίας
(CGIL), της ισχυρότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης της χώρας, και το είχαν
λεηλατήσει. Εφτά ώρες κράτησαν οι οδομαχίες. Τα γεγονότα αυτά, συνέχιζε το
ρεπορτάζ, «χτύπησαν τον συναγερμό και σε άλλες χώρες της Δύσης, καθώς ανέδειξαν
μια πολύ ανησυχητική τάση διεθνούς εμβέλειας: τις συχνά επιτυχημένες
προσπάθειες της Ακροδεξιάς, όπως και της λεγόμενης «εναλλακτικής Δεξιάς»
(Alt-Right) τύπου Ντόναλντ Τραμπ και Στιβ Μπάνον, να βρουν ζωτικό χώρο στο
νεφέλωμα των αρνητών του κορωνοϊού, της μάσκας και των εμβολίων». Στα μέρη μας
οι ομοϊδεάτες της «Forza Nuova» ακούν και στο όνομα «Θεματοφύλακες του
Συντάγματος». Με σήμα τον ατυχή δικέφαλο.