Το
σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών στέρησε από την κυβέρνηση την επίκληση του
διαχειριστικού της πλεονεκτήματος και απογοήτευσε τους ψηφοφόρους της. Η
αντιπολίτευση για την ώρα δεν κερδίζει, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας αιφνιδιάζει με
μια νέα αλλαγή τακτικής, που ευελπιστεί να αποδώσει.
γράφει η Βασιλική Σιούτη
H ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ βρίσκεται
αντιμέτωπη με το ισχυρότερο πλήγμα που έχει υποστεί στη θητεία της, καθώς το
σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη όχι μόνο απέδειξε ότι το «επιτελικό κράτος»
είναι ένα φανταστικό κράτος, το οποίο δεν υφίσταται, αλλά αποκάλυψε και τον
σοκαριστικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν ακόμα και σήμερα οι δημόσιοι
οργανισμοί.
Ο πρωθυπουργός, στη σύσκεψη που
πραγματοποιήθηκε την Τρίτη στο Μέγαρο Μαξίμου για την επανεκκίνηση των
σιδηροδρόμων με τους εκπροσώπους του ΟΣΕ, της ΕΡΓΟΣΕ και της Hellenic Train,
εξήγησε ότι ως ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από την πλευρά του θεωρεί την
ανάταξη του ελληνικού σιδηροδρόμου, που δήλωσε ότι αναλαμβάνει ως «προσωπικό
του στοίχημα».
Παρά το κατηγορηματικό ύφος, οι
λίγες μέρες που απομένουν στην κυβέρνηση αυτή δεν επαρκούν για εκείνο που δεν
φρόντισε να κάνει τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια. Μια δεύτερη θητεία έμοιαζε
αρκετά πιθανή μέχρι τον περασμένο μήνα. Τα Τέμπη, όμως, ανέτρεψαν όσα ίσχυαν ως
τότε, οπότε τίποτα δεν είναι δεδομένο για την επόμενη μέρα και ειδικά μετά τις
εκλογές.
Η εξυγίανση και ο πραγματικός
εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους είναι βασικό αίτημα της κοινωνίας αυτές
τις μέρες και στις επερχόμενες εκλογές οι πολίτες θα αποφασίσουν σε ποιον θα
αναθέσουν την εντολή να το ικανοποιήσει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για
αναγνώριση των διαχρονικών παθογενειών που οδήγησαν στο δυστύχημα (και αυτό το
συμπεριλαμβάνει επίσης στο νόημα που δίνει στην ανάληψη της πολιτικής ευθύνης),
υποστηρίζοντας ότι αρνείται τη συνθηκολόγηση με τις αιτίες που το προκάλεσαν,
παρότι το ίδιο το δυστύχημα αποτέλεσε την τραγική επιβεβαίωση της
συνθηκολόγησης στην πράξη. «Με αυτές τις αιτίες έχουμε κηρύξει όλοι πόλεμο και
τον πόλεμο αυτόν πρέπει να τον κερδίσουμε» δήλωσε την επομένη της ήττας με τους
57 νεκρούς.
Υποχώρηση και θολή εικόνα
|
Μια δεύτερη θητεία έμοιαζε αρκετά πιθανή μέχρι τον περασμένο μήνα. Τα Τέμπη, όμως, ανέτρεψαν όσα ίσχυαν ως τότε, οπότε τίποτα δεν είναι δεδομένο για την επόμενη μέρα και ειδικά μετά τις εκλογές. Φωτ.: Eurokinissi |
Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε να μη
γνωρίζει την ακριβή κατάσταση της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων
οργανισμών, καταγγέλλοντας «το βαθύ κράτος του αναχρονισμού» και δηλώνοντας ότι
πρέπει να καταπολεμήσουν «τις νησίδες που αντιστέκονται στον εκσυγχρονισμό»,
σαν να είχε εκσυγχρονιστεί όλη η χώρα και έχουν μείνει μόνο κάποιες νησίδες που
αντιστέκονται.
Η κυβέρνηση, που άλλαξε αρκετές
φορές την αφήγηση της διαχείρισης κρίσης, δεν έπεισε την κοινή γνώμη ούτε ότι
ήταν μόνο το ανθρώπινο λάθος, ούτε ότι η κατάσταση που αποκαλύφθηκε στον ΟΣΕ
περιορίζεται εκεί και σε μερικές μόνο εστίες. Το κατέδειξαν και οι
δημοσκοπήσεις που κατέγραψαν μεγάλη πτώση για το κυβερνών κόμμα, όχι μόνο στην
πρόθεση ψήφου αλλά σχεδόν σε όλους τους δείκτες. Οι δημοσκόποι βέβαια
επισημαίνουν ότι η εικόνα για την ώρα είναι θολή και η κινητικότητα διαρκής,
οπότε κανείς δεν μπορεί να κάνει ασφαλή πρόβλεψη.
Κανείς δεν πείθει
Παρά τις απώλειες της κυβέρνησης,
που μοιάζει να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση αυτές τις μέρες, ο ΣΥΡΙΖΑ
δημοσκοπικά δεν κέρδισε τίποτα ως τώρα, διότι τα στελέχη του δεν κατάφεραν να
πείσουν την κοινή γνώμη ότι ο ΟΣΕ λειτουργούσε διαφορετικά επί των ημερών του ή
ότι είχε εξυγιανθεί και εκσυγχρονιστεί από το 2015 ως το 2019.
Το ίδιο ισχύει και για το ΠΑΣΟΚ.
Είναι φανερό πως μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και όσα
αποκαλύφθηκαν, διακυβεύεται συνολικά η εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα και
κάθε εξουσία.
Η αποκάλυψη ότι το έργο της
σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης έπρεπε να παραδοθεί από το 2016 και δύο
κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν ένα έργο που μπορούσε να ολοκληρωθεί
μέσα σε λίγους μήνες δεν μαρτυρά μόνο ανικανότητα αλλά και διαφθορά, η οποία
ποτέ δεν διερευνήθηκε.
Οι διοικήσεις του ΟΣΕ και το
πολιτικό προσωπικό δεν κατήγγειλαν ποτέ τις εταιρείες που είχαν αναλάβει το
έργο και δεν το παρέδιδαν και η δικαιοσύνη δεν αναζήτησε ποτέ τις ευθύνες για
αυτό. Η διαπλοκή και η συνδιαλλαγή που κρύβεται πίσω από τις καθυστερήσεις των
έργων είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο που όλοι κάνουν ότι δεν βλέπουν.
Η αλλαγή του Αλέξη Τσίπρα
|
O Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξη που έδωσε στη Ράνια Τζίμα και τον Γιάννη Πρετεντέρη στο MEGA. Φωτ.: Eurokinissi |
Ο Αλέξης Τσίπρας με τη συνέντευξη
που έδωσε την Τρίτη στο Mega (ιδιοκτησίας Βαγγέλη Μαρινάκη) εγκαινίασε τη νέα
του τακτική των –πολύ– χαμηλότερων τόνων. Ήταν ένας σχεδόν αγνώριστος Τσίπρας.
Αντί για το επιθετικό και οργισμένο κατά πάντων ύφος, περιορίστηκε στην κριτική
κατά της κυβέρνησης, χωρίς τους ακραίους χαρακτηρισμούς που συνήθιζε μέχρι
πρότινος. Εμφανίστηκε ως ένας διαλλακτικός πολιτικός, ο οποίος είναι ανοιχτός
στη συζήτηση για την επίλυση των προβλημάτων, αναγνωρίζοντας και δικές του
αδυναμίες, και σέβεται την αντίθετη γνώμη.
Όποιος δεν γνώριζε την εχθρότητα
που υπήρχε στο παρελθόν με δημοσιογράφους σαν τον Γιάννη Πρετεντέρη δεν θα
μπορούσε ούτε καν να την υποψιαστεί, καθώς το κλίμα ανάμεσά τους ήταν πολύ
διαχυτικό και δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά σε «πετσωμένα» ΜΜΕ, ούτε καμία
άλλη επίθεση κατά του Τύπου, των δημοσκοπήσεων κ.ο.κ. Στριμώχθηκε μόνο μια-δυο
φορές με κάποιες άβολες ερωτήσεις, τις οποίες μέχρι και πριν λίγες μέρες θα
αντιμετώπιζε με κάποια επιθετική υπεκφυγή. Αλλά αυτήν τη φορά δεν το έκανε.
Έτσι, όταν ρωτήθηκε γιατί ζητάει
να μη συμπεριληφθεί ο Κώστας Αχ. Καραμανλής στα ψηφοδέλτια της Νέας
Δημοκρατίας, ενώ εκείνος συμπεριέλαβε στα δικά τους τον Νίκο Τόσκα μετά το
Μάτι, δεν κατάφερε να απαντήσει.
Οι νέοι επικοινωνιακοί σύμβουλοι
τον έπεισαν ότι με το παλιό στυλ τα ποσοστά του είχαν πιάσει ταβάνι και δύσκολα
θα προσέλκυε φιλελεύθερους, εκσυγχρονιστές, σοσιαλδημοκράτες και
κεντροαριστερούς που χρειάζεται για να ξεκολλήσουν. Στο ερώτημα τι έπρεπε να
κάνει για να κερδίσει αυτούς τους ψηφοφόρους, η απάντηση ήταν να αλλάξει όσα
τους τρομάζουν και τους κρατούν μακριά. Ένα από αυτά ήταν να κρύψει ή να
απομακρύνει τον Πολάκη και το άλλο να αλλάξει ύφος και αντιπολιτευτικό στυλ.
Ο Τσίπρας, που έχει αποδείξει
πολλές φορές ότι, όταν το αποφασίσει, προσαρμόζεται γρήγορα, δέχθηκε και τα
δύο. Θυσίασε τον Πολάκη για να φυσήξει ούριος άνεμος και κατάφερε να αλλάξει το
ύφος του, κάνοντας μια μεγάλη στροφή, με αρκετή επιτυχία και πειστικότητα στην
πρώτη εμφάνιση. Αν η στροφή θα περιοριστεί στο ύφος και αν θα συνεχιστεί ή αν
θα εγκαταλειφθεί ξανά στην πορεία προς τις εκλογές, θα φανεί τις επόμενες
μέρες.
Η καχυποψία του Ανδρουλάκη
|
Από τις απώλειες της κυβέρνησης ως τώρα δεν έχει κερδίσει ούτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά τα στελέχη του θεωρούν ότι είναι ακόμα νωρίς για να μετρηθούν οι επιπτώσεις. Φωτ.: Eurokinissi |
Στο ΠΑΣΟΚ υποδέχθηκαν με μεγάλη
δόση καχυποψίας την αλλαγή του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επιδιώκει να εκφράσει το
κοινό στο οποίο απευθύνεται ο Νίκος Ανδρουλάκης. Η προσαρμογή της τακτικής του
τους αιφνιδίασε, καθώς δεν την περίμεναν και, αν δουν να αποδίδει κιόλας, θα
έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν.
Μπορεί η σχέση του Νίκου
Ανδρουλάκη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να είναι πολύ ψυχρή, αλλά ο πρόεδρος του
ΠΑΣΟΚ δεν εμπιστεύεται καθόλου ούτε τον Αλέξη Τσίπρα. Στέλεχος του ΠΑΣΟΚ έκανε
αναφορά στον μύθο με τον βάτραχο και τον σκορπιό, κάτι που μάλλον συμμερίζεται
και ο πρόεδρός του.
Από τις απώλειες της κυβέρνησης
ως τώρα δεν έχει κερδίσει ούτε το ΠΑΣΟΚ, αλλά τα στελέχη του θεωρούν ότι είναι
ακόμα νωρίς για να μετρηθούν οι επιπτώσεις. Ωστόσο, φαίνεται πως οι ψηφοφόροι
που φεύγουν από τα κόμματα κατευθύνονται στην γκρίζα ζώνη, όπου αναπτύσσονται
αντισυστημικά χαρακτηριστικά.
Τις προηγούμενες μέρες
σημειώθηκαν και αρκετά γεγονότα με τέτοια χαρακτηριστικά, όπως ο ξυλοδαρμός του
Γ. Βαρουφάκη, οι αποδοκιμασίες προς τον Δ. Βίτσα και η καταστροφή του μνημείου
των θυμάτων της Marfin.
Οι ανησυχίες των κομμάτων και το
δίλημμα των ψηφοφόρων
Στο νέο πολιτικό τοπίο που έχει
διαμορφωθεί, η Νέα Δημοκρατία πασχίζει να αλλάξει το κλίμα και να εμφανιστεί ως
εκσυγχρονιστική δύναμη, αλλά έχει δεχθεί μεγάλο χτύπημα στο διαχειριστικό
προφίλ της και το βαρίδι της καραμανλικής βαρονίας αποτελεί εμπόδιο, καθώς
συμβολίζει και υπενθυμίζει ακριβώς το αντίθετο.
Στον ΣΥΡΙΖΑ φοβούνται ότι η
αντισυστημικότητα που αναπτύσσεται μπορεί να πλήξει κι αυτούς, καθώς δεν είναι
πια στην ίδια θέση με εκείνη στην οποία ήταν το 2012. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον είναι
«δοκιμασμένος», έχει κυβερνήσει, έχει συμβιβαστεί και θεωρείται και αυτός
«σύστημα».
Στο ΠΑΣΟΚ παρατηρούν ότι όποτε
βγαίνουν στην επιφάνεια οι λεγόμενες διαχρονικές παθογένειες του Δημοσίου όλοι
στρέφουν το βλέμμα τους (και) σε αυτούς. Ευελπιστούν, ωστόσο, ότι η υποχώρηση
της Νέας Δημοκρατίας θα της στερήσει οριστικά κάθε ελπίδα για αυτοδυναμία,
οπότε θα ξαναζωντανέψουν τα σενάρια για μια κυβέρνηση συνεργασίας, στην οποία
επιδιώκουν να έχουν ρόλο.
Ακόμα και η συζήτηση για
κυβέρνηση συνεργασίας, όμως, μεταξύ όλων των παικτών, γίνεται με όρους
διαμοιρασμού της εξουσίας και όχι διαβούλευσης για τη σύγκλιση πάνω σε
πολιτικές αλλαγές που απαιτεί η κοινωνία, ειδικά αυτές τις μέρες. Ο
«εκσυγχρονισμός», η «επανίδρυση του κράτους» και το «επιτελικό κράτος»
αποδείχθηκαν συνθήματα χωρίς αντίκρισμα. Ο Αλέξης Τσίπρας τουλάχιστον
παραδέχθηκε με ειλικρίνεια στην τελευταία συνέντευξή του ότι αυτοί δεν τα είχαν
στο επίκεντρο της πολιτικής τους.
Η εξυγίανση και ο πραγματικός
εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους είναι βασικό αίτημα της κοινωνίας αυτές
τις μέρες και στις επερχόμενες εκλογές οι πολίτες θα αποφασίσουν σε ποιον θα
αναθέσουν την εντολή να το ικανοποιήσει. Το ερώτημα που θα απασχολήσει τους
ψηφοφόρους είναι αν τα κόμματα που θα ζητήσουν την ψήφο τους θέλουν και μπορούν
να το κάνουν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη
LiFO.