Του Γιώργου Φιντικάκη
Την ώρα που η οικονομία είναι
σύμφωνα με την κυβέρνηση έτοιμη να κάνει το επενδυτικό "μπαμ", και να
ανεβάσει κατακόρυφα στροφές, η λογική που επικρατεί σε κάποιους υπουργούς είναι
να την κρατήσουμε όσο το δυνατόν πιο κλειστή υπέρ του Δημοσίου, με
"λελογισμένες" και όχι "άκρατες" αποκρατικοποιήσεις. Και
ενώ η κυβέρνηση διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ότι είναι έτοιμη να κάνει τη
διαφορά στο θέμα των επενδύσεων μόλις κλείσει και τυπικά η αξιολόγηση, και να
χτυπήσει τον κρατισμό, από παντού υπάρχουν φωνές που θέλουν να συγκρατήσουν την
όποια δυναμική.
Τα πιο τρανταχτά μηνύματα προς
αυτή την κατεύθυνση εκπέμπονται από τα μέτωπα της φορολογίας, του μεγέθους του
κράτους και των ιδιωτικοποιήσεων. Παρά την κριτική του επιχειρηματικού κόσμου
ότι δεν είναι δυνατόν οι μεταρρυθμίσεις να ταυτίζονται με την υπερφορολόγηση,
εντούτοις στελέχη της κυβέρνησης αντιτείνουν ότι η μείωση των φόρων πρέπει να
αφορά κυρίως στο κοινωνικό κράτος. Επιμένουν να μιλούν για διαφορά αντιλήψεων
με το επιχειρείν, να θεωρούν ότι η χαλάρωση σε φόρους και εισφορές έχει νόημα
μόνο εφόσον αφορά στην καρδιά του κοινωνικού κράτους, όχι σε εκείνους που
πραγματικά παράγουν, και να παραπέμπουν για την μείωση των βαρών στην περίοδο
μετά το 2019-2020.
Ένα δεύτερο μήνυμα έρχεται από το
μέγεθος του κράτους. Ενώ είναι πασιφανές πως το Δημόσιο στην Ελλάδα χρήζει
μείωσης σε κρίσιμους τομείς και επανασχεδιασμό εκ του μηδενός σε άλλους, στην κυβέρνηση
δεν το συζητούν καν. Κορυφαία της στελέχη χαρακτηρίζουν ως στρατηγική επιλογή
να παραμείνει το Δημόσιο στα επίπεδα του 40%-45% του ΑΕΠ, αντί να μειωθεί π.χ.
στα επίπεδα της Βουλγαρίας, όπου δεν ξεπερνά το 30%-35% του ΑΕΠ, ενώ
επικαλούνται και τα παραδείγματα των πιο ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης, όπως
της Γερμανίας ή της Σουηδίας, όπου το ποσοστό του ανέρχεται στο 50%.
Παραγνωρίζουν βέβαια ότι σε κράτη σαν τα παραπάνω, το Δημόσιο λειτουργεί
αποτελεσματικά και κυρίως ανταποδοτικά προς τον πολίτη, οπότε η όποια σύγκριση
με την Ελλάδα, είναι σε εντελώς λάθος βάση, και εντέλει άκυρη.
Το τρίτο μήνυμα καταφτάνει από το
μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων. Την ίδια στιγμή που για να αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη στα μάτια της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας χρειάζεται μια
δυναμική επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, όχι μόνο με ολοκλήρωση
των εκρεμμοτήτων στις παλαιές, αλλά και με ταυτόχρονη προκήρυξη πολλών νέων
διαγωνισμών, το "κλίκ" σε ποοτικό επίπεδο δεν φαίνεται να έχει γίνει.
Κυβερνητικά στελέχη δεν παύουν να
αντιλαμβάνονται το εγκεκριμένο από τους δανειστές πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ ως
υποχρεώση, και όχι ως "ιδιοκτησία", και μιλούν ακόμη με όρους
"εναντίωσης απέναντι στις άκρατες ιδιωτικοποιήσεις". Διαμηνύουν ότι η
μόνη βασική καινούργια ιδιωτικοποίηση για την οποία ο διαγωνισμός θα
προκηρυχθεί άμεσα, είναι εκείνη του ΔΕΣΦΑ, ενώ για όλες τις άλλες αρκούνται
στην ικανοποίηση της τυπικής και μόνο υποχρέωσης από τα προαπαιτούμενα της
αξιολόγησης, δηλαδή την πρόσληψη στρατηγικών συμβούλων. Εχουμε ακόμη δρόμο
μπροστά μας, λένε με νόημα τα στελέχη αυτά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν οι
στρατηγικές μελέτες των συμβούλων καταλήξουν στο συμπέρασμα πως δεν
ενδείκνυνται σε αυτή την φάση αποκρατικοποιήσεις, τότε αυτές θα παραπεμφθούν
στο απώτερο μέλλον, ίσως και να μην γίνουν ποτέ. Παραγνωρίζουν το γεγονός ότι
οι σύμβουλοι που πρόκειται να προσλάβει σύντομα το ΤΑΙΠΕΔ για την
αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ (5%), των ΕΛΠΕ (35%), της ΔΕΠΑ (65%), της ΔΕΗ (17%),
της ΕΥΔΑΠ (11%), της ΕΥΑΘ (23%), και του διεθνή αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος
(30%), αφορούν σε πωλήσεις εγκεκριμένες από τους δανειστές, και οι οποίες
λαμβάνονται υπόψιν τόσο από τον ESM, όσο και
το ΔΝΤ, σε κάθε μελέτη για την απομείωση του ελληνικού χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, τα κυβερνητικά
αυτά στελέχη κάθε φορά που η κουβέντα έρχεται στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων
μιλούν για ένα ανοιχτό ακόμη πεδίο μελέτης όπου το Μαξίμου θα αποφασίσει τι
ακριβώς θα κάνει με βάση τα πορίσματα των συμβούλων. Κάνουν λόγο για την ανάγκη
λελογισμένων ιδιωτικοποιήσεων που πάνω απ’ όλα θα βάζουν το δημόσιο συμφέρον,
με γνώμονα να βρίσκουμε λύσεις οι οποίες θα καλύπτουν παράλληλα και τις
δεσμεύσεις της χώρας. Στην πραγματικότητα μέσα από παρόμοιες τοποθετήσεις,
μοιάζει η κυβέρνηση να θέλει για μια ακόμη φορά απλά και μόνο να κερδίσει χρόνο,
ενώ την ίδια στιγμή θα δίνει την εντύπωση πως σημειώνει πρόοδο με διαδικαστικές
και ίσως επουσιώδεις κινήσεις, όπως οι προσλήψεις συμβούλων.
Εάν τελικά επικρατήσουν οι
παραπάνω φωνές, τότε σύντομα θα αναβιώσει και στις αποκρατικοποιήσεις το γνωστό
από παλιά παιχνίδι "ένα βήμα μπρος- ένα πίσω". Και όσοι πίστεψαν ότι
ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαψεύσει τον εαυτό του, πως η κυβέρνηση θα πατάξει τον
κρατισμό, και θα αρπάξει τις επενδυτικές ευκαιρίες που παρουσιάζονται για την
χώρα αξιοποιώντας τις σε χρόνο- ρεκόρ, θα διαψευσθούν οι ίδιοι, ενώ θα
επιβεβαιωθούν εκείνοι που με κάθε ευκαιρία μιλούν για λάθος μείγμα πολιτικής.
Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί αν επιβεβαιωθούν
οι φόβοι ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια της κυβέρνησης εξαντλείται στα λόγια,
και συνεχίσουν να αγνοούνται βαθιές τομές, που θα απελευθερώσουν αγορές
προϊόντων και υπηρεσιών, θα καταργήσουν ειδικά προνόμια στο Δημόσιο, και θα
κτίσουν σχέσεις εμπιστοσύνης με την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα.
Στην πραγματικότητα, παρ’ ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ και οι απολήξεις του στον κρατικό μηχανισμό διανύουν φάση γενναίας
ιδεολογικής μετάλλαξης, εντούτοις σκιές του παλιού του εαυτού διακρίνει κανείς
ακόμη πολλές σε αρκετά κυβερνητικά στελέχη.
liberal.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου