γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Οι νύχτες ήταν ζεστές. Τόσο που το μόνο που ήθελες ήταν ένα χάδι από τον αέρα για να σβήσει τον ιδρώτα που έτρεχε στον λαιμό, πίσω από τα αυτιά και στη ράχη σου. Μάταιη ελπίδα.
Το μπαλκόνι είχε στεγνώσει μετά το πότισμα. Παρ’ όλο που έριξες μπόλικο νερό ποτίζοντας τα φυτά -κάθιδρα και αυτά-, δεν πρόλαβες καν να το σκουπίσεις. Χάθηκε, εξαερώθηκε και μαζί έφερε στην επιφάνεια όλη τη ζέστη που είχαν μαζέψει όλη την ημέρα τα μωσαϊκά και οι τοίχοι.
Κάθεσαι στην πολυθρόνα, κλείνεις τα μάτια και σκέφτεσαι πώς θα ήταν αν… τα ξυπόλυτα πέλματά σου πατούσαν τώρα στη βρεγμένη άμμο. Αν… αντί για τη βαμβακερή νυχτικιά σου φορούσες μαγιό και μέσα στο ημίφως, σ’ αυτό το ζεστό σούρουπο, μπορούσες να κάνεις μια βουτιά κάθε φορά που το λαχταρούσες. Μα νιώθεις σαν να βρίσκεσαι στην καυτή έρημο.
Κι ύστερα σκέφτεσαι ότι όλα είναι μια ιδέα. Η ζέστη θα περάσει, αν δεν το πολυσκεφτείς μπορεί και να μη σε ενοχλεί τόσο. Υστερα, εσύ δεν είσαι που λες πόσο ενοχλητικός είναι ο κλιματισμός; Οτι σου φέρνει φτερνίσματα και σου στεγνώνει τα μάτια και δεν μπορείς να αναπνεύσεις σωστά;
Ενα κουνούπι βουίζει δίπλα στο αυτί σου. Παίρνεις τον αναπτήρα και ανάβεις ένα κερί σιτρονέλας. Αυτό μου έλειπε, λες. Να με τσιμπήσουν και τα κουνούπια. Καταλαβαίνεις ότι γκρινιάζεις - πιθανώς κάπως παράλογα, κάπως υπερβολικά. Δεν μπορείς ούτε να διαβάσεις. Ο καύσωνας έχει στεγνώσει και όση ενέργεια σου είχε απομείνει μετά τη δουλειά και την ταλαιπωρία με τα μέσα μεταφοράς. Δεν έφτανε η κούραση, δεν έφτανε η ζέστη, χάλασε και ο συρμός και σας κατέβασαν με σχεδόν 40 βαθμούς σε έναν σταθμό πέντε στάσεις πριν από τον προορισμό σου για να περιμένετε τον επόμενο.
Κοιτάζεις τα πόδια σου. Εχουν πρηστεί και σε πονάνε. Τόση ώρα μέσα στα νερά και ακόμη δεν ανακουφίστηκαν. Τα ακουμπάς σε ένα σκαμπό, κάπως ψηλά, μπας και κυκλοφορήσει το αίμα καλύτερα.
Σιγά σιγά χαλαρώνεις. Κλείνεις και τα μάτια, τα ανοίγεις ξανά και μυρίζεις την ατμόσφαιρα. Ζέστη και βρεγμένο χώμα στις γλάστρες. Πικρή μυρωδιά από το κόκκινο γεράνι. Από κάπου, κάπως πιο μακριά, μυρίζει ένα γιασεμί. Σκέφτεσαι τις μικρές κόκκινες καμπανούλες -ή μήπως είναι φλόγες- σε κείνο το φυτό -δεν ξέρεις καν το όνομά του- στη μεγάλη πήλινη γλάστρα, που πάντα σου θυμίζει καλοκαίρι και παιδικές διακοπές. Τι πείσμα είχε. Παρά τη σχετική ανικανότητά σου στην κηπουρική, όχι μόνο επιβίωσε και μεγάλωσε, αλλά πολλαπλασιάστηκε κιόλας. Εριξε ένα κλαδάκι στη διπλανή, ορφανή γλάστρα, έβγαλε ρίζες και έγινε διπλό.
Και μετά το ροζ γεράνι, που κάνοντας παρέα με το κόκκινο απέκτησαν ρόδινες καρδιές τα λουλούδια του. Αυτό κι αν ταλαιπωρήθηκε για να επιζήσει, αλλά τα κατάφερε. Λίγο νερό, λίγος καφές για λίπασμα και το θαύμα έγινε.
Η σκέψη των λουλουδιών σε ηρεμεί. Αρχίζεις να νυστάζεις. Μπορεί να έχει δροσίσει και λιγάκι. Ετσι σου φαίνεται. Οι δρόμοι γύρω από το σπίτι είναι μάλλον ήσυχοι. Πότε πότε ακούς καμιά κουβέντα: ένα ζευγάρι που περπατάει και συζητάει, κάποιος που μιλάει στο τηλέφωνο στην απέναντι πολυκατοικία, ένα αυτοκίνητο που κατεβαίνει βαριεστημένα τον δρόμο, ένα ταξί που αφήνει την κούρσα του στη γωνία. Ενα σκυλί που γαβγίζει. Μια άλλη μέρα, τίποτα από όλα αυτά δεν θα παρατηρούσες. Θα είχε τόσο θόρυβο που θα ήταν πολύ δύσκολο.
Αλλά είναι βράδυ, είναι καλοκαίρι και έχει καύσωνα. Και αν αφεθείς, αν επιτρέψεις στο σώμα σου να χαλαρώσει, μπορεί και να αποκοιμηθείς εκεί, στην υφασμάτινη πολυθρόνα με τα ριγέ μαξιλάρια.
Νυστάζεις. Το καταλαβαίνεις περισσότερο όσο πέφτει η νύχτα. H ατμόσφαιρα είναι πιο ευχάριστη, αλλά πώς να την απολαύσεις. Αναζητάς ένα νανούρισμα για να σε πάει για ύπνο. Ανοίγεις το ραδιόφωνο. Και, ω του θαύματος, η Αρλέτα ψιθυρίζει το τρυφερό τραγούδι της ερήμου που σε ακολουθεί.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου