γράφει ο Μανώλης Πιμπλής
Η πανάρχαια πρωταρχική ανάγκη, πέρα από την τροφή, ήταν η προστασία από το κρύο και τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα: τη βροχή, το χιόνι, τον αέρα, τα κύματα. Από όλα αυτά ο άνθρωπος έμαθε σιγά σιγά να προστατεύεται και έμαθε και να τα ξορκίζει με ιστορίες. Η γιαγιά λέει παραμύθια γύρω από το τζάκι και όχι κάτω από το κρύο ντους, τα βιβλία τα διαβάζει κανείς πιο εύκολα σκεπάζοντας τα πόδια με μια κουβέρτα και πίνοντας ένα ζεστό ρόφημα, παρά ξεγυμνωμένος και κάθιδρος στο μπαλκόνι.
Και στη λογοτεχνία, όπως άλλωστε και στο σινεμά, είναι πολύ περισσότερες οι ιστορίες που αντιπαλεύουν τον δύσκολο χειμώνα. Η ίδια η γλώσσα μιλά για σκληρούς χειμώνες, όχι για σκληρά καλοκαίρια. Και μπορεί να υπάρχουν οι καμένες εκτάσεις του Κόρμακ Μακάρθι, ή γενικότερα οι μελλοντολογικές δυστοπίες, αυτές όμως εστιάζουν κυρίως σε πολυπαραγοντικές οικολογικές καταστροφές ή πυρηνικούς ολέθρους και λιγότερο στο καθαυτό ψήσιμο από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Και στην αστυνομική λογοτεχνία ακόμα, θα βρει κανείς πολλά μυθιστορήματα των βόρειων λαών, λ.χ. του Νέσμπο και ακόμα περισσότερο του Ιντρίντασον, που ψάχνουν πτώματα κάτω από τους πάγους, δύσκολα όμως βρίσκει αστυνομικά με θέμα τον καύσωνα. Υπάρχει ένα, αρκετά ενδιαφέρον, του πρόωρα εκλιπόντος Τιερί Ζονκέ. Λέγεται «Ο γέρος μου» και είναι εμπνευσμένο από τον μεγάλο καύσωνα του 2003 στη Γαλλία. Στην Ελλάδα, ο καύσωνας του 1987, της π.αι. (προ αιρκοντίσιον) εποχής άφησε επισήμως 1.300 νεκρούς. Η Ελλάδα βέβαια ήξερε από ζέστη, ενώ ο καύσωνας της κεντροδυτικής Ευρώπης του 2003 (έπληξε Γαλλία, Γερμανία, βόρεια Ιταλία, Ισπανία και ιδιαίτερα την Πορτογαλία), βρήκε τους Γάλλους απροετοίμαστους και οι νεκροί έφτασαν τους 11.500, κατ’ άλλους τους 15.000.
Παρόλο όμως που οι καιροί αλλάζουν (κυριολεκτικά), εμείς εδώ στην Ελλάδα δε θα υποχρεωθούμε να γράφουμε μυθιστορήματα για τους καύσωνες –αυτά θα τα γράφουν άλλοι–, γιατί θα τα ζούμε ως πραγματική ζωή. Τη ζωή που μας επιφύλαξε η ίδια η Ευρώπη και ο εργασιακός καταμερισμός της, με τον ρόλο του ξενοδόχου και του γκαρσονιού, χωρίς πρώτα να έχει φροντίσει να μας εξασφαλίσει από την κλιματική αλλαγή. Έτσι, τον δρόμο τον δείχνει ο προφητικός εργαζόμενος της Ρόδου. Τα επόμενα χρόνια, για να διατηρηθεί η «ανταγωνιστικότητα» του «τουριστικού προϊόντος» εδώ στον καυτό Νότο, θα πρέπει, αφενός να ρίξουμε λίγο τις τιμές, αφετέρου να σερβίρουμε εντός του νερού, για να μην πάθουμε θερμοπληξία όπως ο άτυχος Χαλκιδαίος διανομέας.
Τα βιβλία δεν θα τα χρειαζόμαστε βέβαια, αφού το χαρτί θα αναφλέγεται από μόνο του, στους 451 Φαρενάιτ, όπως επίσης προφητικά είπε ο Ρέι Μπράντμπερι. Και σε μια Ρόδ,ο γεμάτη ξενοδοχεία και άδενδρη, το γνωστό ροδίτικο πήδημα θα γίνει άλμα στο μέλλον. Θα σερβίρουμε κολυμπώντας σε μια θάλασσα περηφάνιας. Το είχε πει, άλλωστε, και ο «εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Εγώ σας έβαλα στην Ευρώπη, εσείς τώρα να μάθετε να κολυμπάτε».
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου