Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

Ταξίδι στην Αρζεντίνα



 γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα

 


Η πόλη φλεγόταν. Πάνω από 40 βαθμοί Κελσίου, ένας αέρας που θύμιζε του δράκου την αναπνοή, και οι σόλες των παπουτσιών αν σταματούσες πάνω από τρία λεπτά στην άσφαλτο θα έλιωναν.


Η πόλη φλεγόταν. Τα βουνά γύρω της είχαν παραδοθεί στις φλόγες, που στο πέρασμά τους δεν άφηναν τίποτα ζωντανό. Ούτε δέντρο ούτε ζώο ούτε πουλί. Μα το χειρότερο, δεν άφηναν ούτε ελπίδα.


Παρακολουθούσε τις εξελίξεις στα μέτωπα της φωτιάς με εκείνη την αρρωστημένη περιέργεια που προκαλεί η καταστροφή. Κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε σπίτι που παραδινόταν στις φλόγες, την ώρα που προκαλούσε ανείπωτο πόνο γι’ αυτόν που έχανε κάτι -και μάλλον δεν του επιστρεφόταν ποτέ, ούτε στο ελάχιστο- ταυτόχρονα την έκανε να αδημονεί για την επόμενη εικόνα, για την επόμενη πληροφορία. Προσευχόταν όλα να είναι ψέμα, κακό όνειρο. Ενας εφιάλτης που, αν ανοίξεις τα μάτια σου, θα χαθεί. Θα μείνει μόνο ένα χτυποκάρδι από την αγωνία, που σιγά σιγά θα χαθεί κι αυτό. Αλλά όλα ήταν αλήθεια.



Κι ο τρόμος για την αυριανή μέρα. Εκείνη που θα άρχιζε ο απολογισμός της καταστροφής. Που η στάχτη θα είναι το μόνο απομεινάρι της φωτιάς. Τοίχοι, κεραμίδια, έπιπλα, ρούχα, συσκευές δεν θα είναι πια τίποτα. Θα έχουν χαθεί και μαζί τους, εκτός από τους κόπους μιας ζωής, θα έχουν χαθεί σημεία αναφοράς, σημεία της μνήμης, της ατομικής, της οικογενειακής, της συλλογικής. Μαζί με ό,τι «είναι καλό και πράσινο σε αυτόν τον κόσμο»*.


Ενιωθε αδυναμία να κάνει κάτι, να προσφέρει βοήθεια. Μικρή, φτωχή, αδύναμη. Μα πιο πολύ φοβόταν μη συνηθίσει στην καταστροφή. Μην πάρει απόφαση ότι τίποτα δεν αλλάζει και πως κανείς δεν έχει τη δύναμη -κυρίως όμως τη θέληση- να αγωνιστεί για να σωθεί ό,τι μπορεί να σωθεί.


Περπατούσε στην πόλη αργά. Η ζέστη, ο καυτός και υγρός αέρας και η αποπνικτική ατμόσφαιρα δυσκόλευαν την αναπνοή της. Τα τελευταία βράδια δεν κοιμόταν καλά. Επρεπε να κάνει εισπνοές για να μπορέσει να αναπνεύσει σωστά.


Αλλά όταν κοιμόταν, το μυαλό, μαθημένο κι αυτό στα δύσκολα, τη νανούριζε με τραγούδια που μιλούσαν για ταξίδια, για τη μεγάλη και βαθιά γαλάζια θάλασσα, για τη ζωή που φεύγει και σ’ αφήνει αν την αφήσεις κι εσύ.


Το βράδυ, φτάνοντας εξαντλημένη σπίτι, ήπιε μόνο νερό. Δυο μεγάλα ποτήρια κρύο νερό. Πλύθηκε και ξάπλωσε. Δεν άνοιξε την τηλεόραση. Εβαλε ένα μουσικό ραδιόφωνο. Και ω! του θαύματος, αποκοιμήθηκε. Οταν ξύπνησε, διψώντας πάλι, ήταν ακόμη νύχτα. Και από το ραδιόφωνο ακουγόταν η φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή να αποκαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό: «Τα κύματα της θάλασσας μου το ’πανε/ αυτή η νύχτα μένει/ για αύριο ποιος ξέρει».


Χωρίς να το σκεφτεί, και πηγαίνοντας προς το ψυγείο, άρχισε να συνοδεύει εκείνη: «Ελα πουλί μου να πάμε στην Πέραμο/ στην Αρζεντίνα να βρεθούμε/ φωτιές να δουν τα πέλαγα/ πω πω χαρές τ’ αστέρια».


Καταπίνοντας λαίμαργα το κρύο νερό σκέφτηκε ότι η Αρζεντίνα μάλλον ήταν μαγαζί και όχι η χώρα από την οποία πήρε το όνομά της. Αλλά τι σημασία είχε; Και το ίδιο το τραγούδι από αυτήν εδώ τη μικρή και ταπεινή Αρζεντίνα σε άφηνε -για λίγο μόνο- να πας στην άλλη, τη μεγάλη, τη μακρινή, με τους Καλούς Αέρηδες και τα πράσινα λιβάδια. Κι ας ξέρεις πως δεν είναι αλήθεια. Το έλεγε εκείνο καθαρά: «Κι ο ζων νεκρός της μνήμης μας/ μια πτήση στον αιθέρα/ στο χάος και στο όνειρο/ απελπισία χορτάτος»**.


Επιστρέφοντας στο κρεβάτι, σκέφτηκε την απελπισία των ανθρώπων που υπέφεραν τις ώρες εκείνες, που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν στο σπίτι τους, που έκαναν αγώνα για να το σώσουν από τη φωτιά. Εκείνη την ώρα κανένα τραγούδι δεν μπορούσε να τους βοηθήσει, καμιά παρηγοριά να τους ανακουφίσει.


Ευχήθηκε μόνο ένα μεγάλο κύμα να σβήσει τις φλόγες και να σωθεί ό,τι μπορούσε πια να σωθεί. Κυρίως η ελπίδα.


* Φράση από την ταινία «Ο Αρχοντας των Δαχτυλιδιών – Β’ Μέρος – Οι δύο πύργοι».


** «Αρζεντίνα», Στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Αργύρης Μπακιρτζής. 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *