γράφει ο Μανώλης Κουφάκης*
Θυµάµαι τον εαυτό µου στην πρώτη
µου νεότητα να εντυπωσιάζεται από την εισβολή της τεχνολογίας στη ζωή της
επαρχίας όπου ζούσα, και τη συνακόλουθη αλλαγή επί τα βελτίω της ζωής µας.
Περισσότερα αυτοκίνητα, οικιακές
συσκευές που έλυναν πρακτικά προβλήµατα, κάποια πρώτα αεροπορικά ταξίδια και
αργότερα η τηλεόραση, µου έδειχναν ότι, χωρίς αµφιβολία, η πορεία µας προς το
µέλλον σαν άτοµα, σαν κοινωνία, σαν χώρα περνάει µέσα από την τεχνολογία.
Κάπως έτσι στο νεανικό µου µυαλό
-χωρίς σκέψη, απλά θεωρώντας το νοµοτελειακό- µου δηµιουργήθηκε η πεποίθηση ότι
κάποια στιγµή, όσο θα δυναµώνει η χώρα µου, θα φθάσει να κατασκευάζει οικιακές
συσκευές και τηλεοράσεις και αυτοκίνητα και αεροπλάνα. ∆ηλαδή να παράγει.
Τι ροµαντική αφέλεια! Στα χρόνια
που ακολούθησαν είδα τις θνησιγενείς προσπάθειες της OPEL και της NISSAN να
παράγουν αυτοκίνητα στην Ελλάδα, είδα την αγωνιώδη (αλλά χωρίς αίσιο τέλος)
προσπάθεια της ελληνικής εταιρείας NAMCO µε το θρυλικό και πολύ επιτυχηµένο
Pony, να κρατηθεί στη ζωή, είδα πάµπολλες ελληνικές βιοµηχανίες να µετακοµίζουν
στη Βουλγαρία, Ρουµανία και αλλού, είδα τις ιστορικές βιοµηχανίες Izola και
Pitsos να παράγουν σήµερα όχι στην Ελλάδα, αλλά η πρώτη στην Πολωνία και η
δεύτερη στην Τουρκία.
Γιατί όλα αυτά (και άλλα παρόµοια
βεβαίως); Τι συµβαίνει µε ‘µας και αποστρεφόµαστε την παραγωγική διαδικασία που
µπορεί να δηµιουργήσει µια στέρεα οικονοµική βάση για τη χώρα; Γιατί διώξαµε
τις βιοµηχανίες από την Ελλάδα και στη συνέχεια γίναµε αντιπρόσωποι των
προϊόντων τους στον τόπο µας; Γιατί προτιµήσαµε να γίνουµε µεταπράτες και
εκπρόσωποι ξένων συµφερόντων αντί παραγωγοί; Έχει σχέση αυτό µε το πώς βλέπουµε
τους εαυτούς µας σε σχέση µε τους ξένους; Ήταν αυτό πάντα έτσι;
Όχι, δεν ήταν πάντα έτσι, λέει ο
καθηγητής Χρήστος Γιανναράς στη σχετική µελέτη του, την οποία περιλαµβάνει στο
πολύ αξιόλογο βιβλίο του «Πολιτιστική ∆ιπλωµατία», εκδόσεις Ίκαρος, 2003: «
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες έµποροι και ναυτικοί διέπρεπαν στις
αγορές των µεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων και στη ναυτιλία της Μεσογείου, της Μαύρης
Θάλασσας, της Μέσης Ανατολής. Το Οικουµενικό Πατριαρχείο ασκούσε ευρύτατη και
δυναµική διεθνή πολιτική, συχνά επί ίσοις όροις µε τις µεγάλες Ευρωπαϊκές
∆υνάµεις. Ελληνικές παροικίες ανθούσαν στις ευρωπαϊκές µεγαλουπόλεις, Έλληνες
λόγιοι εκαλούντο ως σύµβουλοι σε ανακτορικές Αυλές ή τους τιµούσαν
επιστηµονικές ακαδηµίες και πανεπιστήµια της Ευρώπης. …Τα θέατρα των Ελλήνων
της Σµύρνης, της Τραπεζούντας, της Οδυσσού συναγωνίζονταν την όπερα του
Παρισιού και της Βιέννης. Αυτός ο πολύπτυχος, οργανικός και αβίαστος
εξευρωπαϊσµός δεν έθιγε στο παραµικρό την ελληνικότητα του φρονήµατος, της
παιδείας, των λαϊκών παραδόσεων, της εκκλησιαστικής πνευµατικότητας, των
κοινωνικών και κοινοτικών θεσµών. Ο κοσµοπολιτισµός ήταν η φυσική ανάσα και
απλοχωριά του Ελληνισµού όσο οι Έλληνες πίστευαν όχι στην αρχαία των προγόνων
τους αλλά στη ζωντανή δική τους πολιτιστική ιδιαιτερότητα και δυναµική».
Μέσα σ’ αυτό το κλίµα και το
πνεύµα που διαµόρφωναν τα παραπάνω, ερχόταν σαν φυσικό ο Ρήγας Φεραίος να
οραµατιστεί την απελευθέρωση των Ελλήνων και όλων των υπόδουλων λαών της
Βαλκανικής από την Οθωµανική κυριαρχία. Τη δηµιουργία µιας ελεύθερης,
δηµοκρατικής και δίκαιης πολιτείας, όπου οι πολίτες, ανεξάρτητα από θρησκεία ή
καταγωγή, θα είχαν ίσα δικαιώµατα.
Ο Ρήγας Φεραίος, στο όραµά του
για µια ελεύθερη και ενωµένη βαλκανική πολιτεία, είχε «ονειρευτεί» ως
πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Τη θεωρούσε φυσικό κέντρο, όχι µόνο για τους
Έλληνες, αλλά για όλους τους λαούς της Βαλκανικής, λόγω: της ιστορικής και
πολιτιστικής της κληρονοµιάς (Βυζάντιο – Ρωµανία), της γεωγραφικής της θέσης,
στο σταυροδρόµι Ανατολής και ∆ύσης, και του συµβολισµού της ως πόλης που ένωνε
θρησκείες και λαούς. ∆εν την έβλεπε απλώς ως έδρα ενός ελληνικού βασιλείου,
αλλά ως πρωτεύουσα µιας δηµοκρατικής οµοσπονδίας λαών.
Μιλώντας για το ίδιο θέµα ο
Οδυσσέας Ελύτης λέει: «Να µπορούσαν και τη σηµασία των λαών να την µετράνε [τα
οργανωµένα κράτη] όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για µακέλεµα, όπως
συµβαίνει στις µέρες µας, αλλά απ’ το πόση ευγένεια παράγουν, ακόµα και κάτω από
τις πιο δυσµενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός µας ο λαός στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, όπου το παραµικρό κεντητό πουκάµισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το
πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέµπλο, το κιούπι, το χράµι, όλα τους αποπνέανε µιάν
αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων. Τι σταµάτησε αυτά τα κινήµατα ψυχής
που αξιώθηκαν κι έφτασαν ως τις κοινότητες; Ποιος καπάκωσε µια τέτοιου είδους
αρετή, που µπορούσε µια µέρα να µας οδηγήσει σ’ ένα ιδιότυπο, κοµµένο στα µέτρα
της χώρας πολίτευµα;»
Αυτά φαίνεται να χάθηκαν αµέσως
µετά την Επανάσταση, µε την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους. Η οργανωτική του
δοµή, οι πολιτικές και κοινωνικές του λειτουργίες συγκροτήθηκαν µε τη συνειδητή
επιδίωξη, όχι να είναι πρωτίστως ελληνικό, αλλά ένα συνεπές αντίγραφο των πεφωτισµένων
κρατών της Ευρώπης. Τη θεωρητική υποστήριξη της προοπτικής αυτής του νέου
Ελληνικού κράτους την είχε προετοιµάσει ο Αδαµάντιος Κοραής, την ενστερνίστηκαν
οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι του 18ου και 19ου αιώνα, την υιοθέτησε ο
Καποδίστριας, την προώθησε τα µέγιστα η Βαυαροκρατία και την σκυτάλη πήραν
έκτοτε οι Έλληνες πολιτικοί µέχρι σήµερα. «Έτσι, ο µιµητικός εξευρωπαϊσµός της
χώρας αποτέλεσε από την πρώτη στιγµή την επίσηµη κρατική ιδεολογία και
πρακτική.», γράφει ο Χρ. Γιανναράς. Η εξέλιξη αυτή είχε δύο πολύ σηµαντικές
-δυστυχώς αρνητικές- συνέπειες για το νέο Ελληνικό κράτος και τους Νεοέλληνες:
Όταν µια ολόκληρη κρατική δοµή αποβλέπει όχι πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των
αναγκών της κοινωνίας της, αλλά στη µίµηση άλλων ιδεών και καταστάσεων που συµβαίνουν
αλλού, τότε είναι βέβαιον ότι, όσο πετυχηµένα κι αν το κάνει, πάντοτε θα
υπολείπεται του αυθεντικού πρωτοτύπου και ο µόνος ρόλος που της µένει είναι
αυτός του µεταπράτη· ρόλος που την καταδικάζει σε µόνιµη υπανάπτυξη, ιστορική
καθυστέρηση και αβάσταχτο αίσθηµα µειονεξίας. Αφ’ ετέρου, αυτό ακριβώς το
βασανιστικό αίσθηµα µειονεξίας που γεννά ο µεταπρατισµός, και που µας
κατατρύχει τόσο ως ατοµικό όσο και ως συλλογικό βίωµα, ζητά µια «καθ’ υπερβολήν
αναπλήρωση». Και αυτή τη βρήκαµε µε την καταφυγή στην καύχηση για το αρχαίο
κλασικό παρελθόν της χώρας µας και τα κατορθώµατα των απώτερων ενδόξων προγόνων
µας.
Εδώ, είµαι σίγουρος, θα
εντοπίζετε µια αντίφαση που αντικατοπτρίζει την αντιφατική φύση του Νεοέλληνα
και του νέου Ελληνικού κράτους: Από τη µία προβάλλουµε την «ελληνικότητά»
αξιώνοντας σεβασµό και από την άλλη καταβάλλουµε αγωνιώδη προσπάθεια να
µιµηθούµε τους Ευρωπαίους και να αποβάλουµε κάθε τι το ελληνικό!
Η σύγχυση αυτή στο µυαλό και τα
αισθήµατά µας, η οποία συνεχίζει να υπάρχει και στις µέρες µας, φαίνεται να
προέρχεται σε µεγάλο βαθµό από τη θέση που πήραµε για τη σχέση του νεότερου
Ελληνισµού µε τον βυζαντινό και µεταβυζαντινό Ελληνισµό. Τόσον ο Κοραής, οι
ιδέες του οποίου επικράτησαν, όσον βέβαια και οι Βαυαροί, είχαν άγνοια και
έτρεφαν απροκάλυπτη περιφρόνηση για το βυζαντινό και µεταβυζαντινό παρελθόν,
δηλαδή για οτιδήποτε το ελληνικό στην εποχή τους. Αυτή η σχολή σκέψης
επικράτησε και ήταν µάλλον αναπόφευκτο και οι πολιτικοί µας, µέχρι και στις
µέρες µας, να σκέφτονται κατά τον ίδιο τρόπο. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής
∆ηµοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, σε συνέντευξή του σε µεγάλη Γαλλική
εφηµερίδα, καυχιόταν ότι πνευµατική του πατρίδα ήταν η Χαϊδελβέργη και το
Παρίσι. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, επίσης ως Πρόεδρος της
Ελληνικής ∆ηµοκρατίας δήλωνε σε δηµόσιο λόγο του ότι «εµείς οι Έλληνες ήµασταν
για αιώνες σκλάβοι: πρώτα στους Ρωµαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και µετά
στους Τούρκους»!
Κάναµε λοιπόν ένα τεράστιο
ιστορικό, νοητικό και ψυχολογικό άλµα παραγραφής είκοσι πέντε αιώνων, για να
αντλήσουµε τον αυτοσεβασµό µας και να απαιτήσουµε τον σεβασµό των άλλων από την
αρχαία, την κλασική Ελλάδα. Ένα άλµα είκοσι πέντε αιώνων που µας αποδυνάµωσε,
µας απογύµνωσε από την «ελληνικότητά» µας και που, ως φαίνεται, αποδεικνύεται
ως ένα άλµα στο κενό. Αυτόν τον άνευρο και ανούσιο µεταπρατικό χαρακτήρα και
την επίκληση της αρχαίας Ελλάδας από τον Νεοέλληνα, σχολίαζε σαρκαστικά ο
ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης µε τη φράση: «Είµαστε όλοι µας φιλέλληνες»!
*O Μανώλης Κουφάκης είναι δρ µηχανικός π. δ/ντής ∆Ε∆∆ΗΕ Α.Ε.


0 comments :
Δημοσίευση σχολίου