Του Νίκου Κιάου
Σε λίγες μέρες γίνεται το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ – Ενωτικoύ Κοινωνικού Μετώπου. Από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, πρόκειται για σταθμό στη σύγχρονη ιστορία του τόπου. Αφορά και τους φίλους (οπαδούς, μέλη, συμμάχους κ.λπ.) και τους αντιπάλους (εχθρούς, ανταγωνιστές κ.λπ.).
Πρόκειται για την εξέλιξη, μετεξέλιξη, ωρίμανση, μετατροπή (όπως θέλει ας το αισθάνεται κανείς) ενός πολιτικού σχήματος που με τις περσινές εκλογές (Μάιος και κυρίως Ιούνιος) «αποδείχθηκε το πιο πετυχημένο εκλογικό σχήμα της Αριστεράς», κατά την εκτίμηση του Αλ. Τσίπρα. Την ίδια εκτίμηση, είτε φανερά είτε σιωπηρά, παραδέχονται επίσης φίλοι και αντίπαλοι.
Τώρα, συμπληρώνει ο Αλ. Τσίπρας, «οι στόχοι μας και οι ελπίδες των πολιτών μάς υποχρεώνουν να γίνουμε κάτι παραπάνω. Ενα κόμμα ενιαίο και ριζοσπαστικό και κυρίως να γίνουμε ο κορμός για αναγκαία κυβέρνηση για τη σωτηρία του τόπου». Την ίδια ώρα ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού, Ν. Κωνσταντόπουλος, προσθέτει: «Να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ σε εμπνευστή, οργανωτή και εκφραστή αυτού του νέου κινήματος συλλογικής αναδημιουργίας».
Στόχοι μεγαλεπήβολοι, μπορεί να σκεφτεί κανείς. Ανέφικτοι όμως;
Σήμερα η εκλογική επιρροή του, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, είναι λίγο πάνω από το σχεδόν 27% του περσινού Ιουνίου, μετά από ταλαντεύσεις, με δημοσκοπικά κέρδη και ζημίες εν τω μεταξύ. Και με συνεχή πόλεμο από τις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις, από τα δεξιά και από τα αριστερά, ενώ πέρσι είχε πριν από τις εκλογές ενταθεί η εκστρατεία εκφοβισμού από το εξωτερικό και το εσωτερικό με βασικό οργανωτή τα ελληνικά ΜΜΕ. Ο πόλεμος κι η εκστρατεία μπορεί κάπως να λειάνθηκαν, δεν έπαψαν όμως και μπορούν ανέτως να χαρακτηριστούν πρωτοφανείς, ακόμα και στο μέγεθος του αντικομμουνισμού που δεχόταν η ΕΔΑ το 1958, το 1961 και μετά, ώς το 1967.
Βρισκόμαστε μπροστά στο άλμα που επιχειρεί για να γίνει ενιαίο κόμμα. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Τηρουμένων των αναλογιών, η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), που ιδρύθηκε το 1951, μόλις δύο χρόνια μετά την ήττα στον Εμφύλιο, με το ΚΚΕ εκτός νόμου, ως συνασπισμός κομμάτων, έγινε ενιαίο κόμμα το 1956. Τότε συνεργάστηκε εκλογικά με τα κεντρώα κόμματα και το 1958 έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,4% και 78 βουλευτές, ενώ το ΚΚΕ συνέχισε ώς τη διάσπαση του ’68 να επεμβαίνει απ’ έξω και να παρεμβαίνει.
Στο εκλογικό άλμα του ’58 εκδηλώθηκε τρανταχτά η αντίδραση της Δεξιάς, με ενεργοποίηση των ακροδεξιών, παρακρατικών μηχανισμών (Γιοσμάδες, Καρφίτσα, ΕΚΟΦ κ.λπ.), με το Παλάτι, με τους Αμερικανούς και αργότερα προστέθηκε το Κέντρο με τον διμέτωπο αγώνα του.
Αν θελήσουμε να βρούμε αναλογίες σήμερα θα σταθούμε στα πατριδοκαπηλικά της Ν.Δ., στα σχετικά με τη Χρυσή Αυγή, στη στάση του κεντροαριστερού (κυρίως ΠΑΣΟΚ) χώρου, στην πολεμική του ΚΚΕ, στους εταίρους Μέρκελ κ.λπ.
Ωστόσο, τόσο τότε, πριν από 50 χρόνια, το 1963 με τη δολοφονία Λαμπράκη (αποκορύφωμα του αντικομμουνιστικού πολέμου μετά το ‘58) και την αρχή της πτώσης της Δεξιάς, οπότε αναπτύσσεται το κίνημα αμφισβήτησης, καταγγελίας, αλλαγής, με κύριο σύνθημα «δημοκρατία», όσο και τώρα το καίριο ζήτημα είναι η «δημοκρατία».
Σήμερα μπορεί να εκφράζεται περισσότερο ως αίτημα, απαίτηση, να μην εκδηλώνεται ως κίνημα. Δεσπόζει όμως στην πολιτική σκηνή το εμφυλιοπολεμικό παραλήρημα της Δεξιάς, με τον τρόπο διακυβέρνησης (πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, παραγκωνισμός της Βουλής, κατάλυση κοινωνικών και εργασιακών κατακτήσεων, απαξίωση λειτουργίας θεσμών, δικτατορικές επεμβάσεις τύπου ΕΡΤ ως προάγγελος της κατάλυσης στον δημόσιο τομέα κ.λπ.), με την καταπάτηση στοιχείων των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με το φακέλωμα πολιτών διαμαρτυρομένων, με τα βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα ξένων και ημεδαπών, με, με, με…
Σήμερα, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, αξιολογώντας τις λέξεις, μπορούμε να σταθούμε «στον κορμό μιας αναγκαίας κυβέρνησης για τη σωτηρία του τόπου», όπως προσδιορίζει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ο Αλ. Τσίπρας. Το «αναγκαία» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην «αριστερή». Ισως δεν το λέει αλλά δεν φαίνεται να είναι εφικτή «αριστερή κυβέρνηση», δηλαδή δεν μπορεί αυτή η κυβέρνηση να συγκεντρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οπως είναι σήμερα τα πράγματα, πέρα από το εφικτό, το επιθυμητό, προέχει ο φραγμός στην πολιτική του Μνημονίου, στην αντιδημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτό συσπειρώνει δυνάμεις, μπορεί να τις συσπειρώσει, με τις διαφορές τους, αλλά με κοινό στόχο αυτόν της δημοκρατίας. Μαζί και των μεταρρυθμίσεων σαν εργαλείο. Δεν μπορούν να φοβίζουν σήμερα, εν έτει 2013, λέξεις όπως η μεταρρύθμιση, η «ρεφόρμα» και να χαρακτηρίζονται «ρεφορμιστές» οι εκφραστές της πολιτικής αυτής, που αποβλέπει στην ανατροπή, στην αναδόμηση και ανανέωση της πολιτικής ζωής, στην παρέμβαση στο σύστημα και στις βαθιές αλλαγές. Ετσι, δεν έχουν νόημα, είναι πολυτέλεια ή φληναφήματα εκφράσεις και κόντρες για «αριστερή σοσιαλδημοκρατία» ή όχι και τι είναι αυτή. Η δυναμική για την αλλαγή δεν μπορεί να συγχωρέσει «καζουικισμούς», λεπτομέρειες και υπεραπλουστεύσεις. Η δυναμική είναι για τη συγκρότηση του κινήματος και για τη δημοκρατική απαίτηση της διακυβέρνησης. Χρειάζεται όμως ο χώρος, το κόμμα, οργανώσεις, χρειάζεται και καθαρό πολιτικό λόγο, με νέα πνοή, με προοπτική, με πρόγραμμα, χωρίς βερμπαλισμούς και χωρίς την ανάγκη να δίνει «εξηγήσεις». Οι «πεπονόφλουδες» υπάρχουν, δυστυχώς και μπορούν να τις αποφεύγουν.
Πριν από 50 χρόνια, ξέσπασε και φούντωσε το Κίνημα των Λαμπράκηδων. Πρώτα έγινε η Δημοκρατική Κίνηση Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης, μετά με τη Νεολαία της ΕΔΑ έγινε η Νεολαία Λαμπράκη και έμεινε στην Ιστορία το κίνημα για την πολιτική, την κοινωνική, την πολιτιστική δράση, που ήταν το φόβητρο της ακροδεξιάς αντίδρασης.
Δεν έγινε χωρίς εσωτερικές εντάσεις και τριγμούς. Ομως δικαιώθηκε ιστορικά.