γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Η φτωχή και αδύναμη Ελλάδα του 1922 άντεξε ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Η σημερινή μπορεί να «βουλιάξει» με απείρως λιγότερους.
Πριν από σχεδόν έναν αιώνα η Ελλάδα, που ήταν τότε η μισή της σημερινής, δέχθηκε ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες (Μικρασιατική Καταστροφή). Πώς είναι δυνατό να έχει πέσει σήμερα τόσος πανικός, επειδή η διπλάσια και πλουσιότερη Ελλάδα (δεν) μπορεί να δεχθεί μερικές χιλιάδες, ακόμα και 150 χιλιάδες που είπε ο αρμόδιος υπουργός;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι μονοδιάστατη. Εντάξει, κάποιος θα πει εξαρχής ότι τότε οι πρόσφυγες ήταν Ελληνες της Μικράς Ασίας, ενώ σήμερα έρχονται άνθρωποι κάθε εθνικότητας, θρησκείας κτλ. Ομως, αυτό ξεπερνιέται από το γεγονός ότι η υποδοχή τους είναι υποχρεωτική κι ας μην υπογράψαμε καμιά συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών, όπως τότε. Εδώ και μήνες ξέραμε ότι θα συνεχίσουν να έρχονται. Η πρόβλεψη ότι τα σύνορα κάποια στιγμή θα κλείσουν και κάποιοι, ίσως πολλές χιλιάδες, θα εγκλωβιστούν εδώ, έχει διατυπωθεί από καιρό.
Και τι κάναμε πέρα από τη συνεχή προβολή του «ανθρωπισμού των Ελλήνων» και του αιτήματος να δοθεί το Νόμπελ στις γιαγιάδες της Λέσβου; Τι κάναμε πέρα από τον καταγγελτικό λόγο και τις ανούσιες κινήσεις εντυπωσιασμού (πχ ανάκληση του πρεσβευτή μας στην Αυστρία); Ποια ήταν η προετοιμασία της χώρας για το ενδεχόμενο-να που ήρθε- εγκλωβισμού μερικών χιλιάδων ανθρώπων εδώ;
Πολύ λίγα ή και τίποτα. Το μαρτυρούν οι εικόνες από την Ειδομένη. Κι ας πούμε ότι εκεί υπάρχει η δικαιολογία ότι έφτασαν ξαφνικά 10 χιλιάδες άνθρωποι και ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν στοιχειωδώς καλά μέσα σε λίγες μέρες. Τι γίνεται, όμως στο κέντρο της Αθήνας; Η πλατεία Βικτωρίας δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Το ήξεραν το κεντρικό κράτος, ο Δήμος, η Αστυνομία.
Ξέρουν ότι πιθανότατα θα ζήσουμε με το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα για πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Ας απαιτήσουν επιτακτικά ευρωπαϊκή βοήθεια (λεφτά, εφόδια, τεχνογνωσία). Ας δράσουν για μια φορά γρήγορα και συντονισμένα.
Αφού άνθρωποι παραμένουν εκεί, γιατί όλες οι αρχές άφησαν το χώρο να βρωμίσει; Γιατί δεν στήθηκαν πολλές χημικές τουαλέτες; Γιατί η Αστυνομία δεν είναι παρούσα για να αποτρέπει τα παντός είδους παράνομα νταραβέρια; Είναι δυνατόν τα πάντα να έχουν εναποτεθεί στους εθελοντές και στους επαγγελματίες φιλάνθρωπους, οι οποίοι βλέπουν πρώτα την τηλεοπτική κάμερα και μετά αγκαλιάζουν το προσφυγόπουλο;
Πού είναι το οργανωμένο κράτος να μοιράσει τρόφιμα; Ποιος θα κινητοποιήσει τους Ιατρικούς και Φαρμακευτικούς Συλλόγους, τις βιομηχανίες τροφίμων; Ποιος θα οργανώσει αποκλειστικά μια πτέρυγα νοσοκομείου για όσους από αυτούς τους ανθρώπους αρρωσταίνουν; Ποιος θα ψάξει να βρει χώρους φιλοξενίας σε όλη τη χώρα, ποιος θα συνεννοηθεί με τις τοπικές αρχές, ώστε η αποδοχή να είναι ομαλή; Ποιοι -και πότε- θα τα κάνουν όλα αυτά; Μήπως κάποια έπρεπε να έχουν ήδη γίνει;
Εντάξει, η Ελλάδα δεν έχει κράτος που να μπορεί να κινείται τόσο έγκαιρα και συντονισμένα. Αλλά τα στοιχειώδη θα έπρεπε να έχουν ήδη γίνει. Αυτό, όμως, προϋπέθετε πολλή δουλειά και σοβαρότητα. Πώς να γίνει αυτό, όταν υπουργός είναι ο Καμμένος, που τη μια έλεγε ότι δεν θα επιτρέψει να γίνουν hot spots στα νησιά και την άλλη έτρεχε να τα φτιάξει; Πώς να γίνει, όταν ο Πρωθυπουργός, εκτός από το να σουλατσάρει με ευρωπαίους αξιωματούχους στα νησιά, δεν ήξερε ότι έπρεπε να έχει από κοντά τους υπουργούς, ώστε να έχουν ετοιμαστεί οι βασικές υποδομές, αντί ο καθένας να κάνει ό,τι σκεφτεί και όλοι μαζί να πελαγοδρομούν;
Αν είχαν απαντηθεί έστω τα μισά από αυτά τα ερωτήματα, δεν θα είχαμε αυτή τη στιγμή τις εικόνες της Ειδομένης, του Ελληνικού, της πλατείας Βικτωρίας. Εστω και τώρα, όμως, πρέπει να γίνουν τα στοιχειωδώς αναγκαία. Ερχεται το καλοκαίρι, οι υψηλές θερμοκρασίες και οι επιδημίες ελλοχεύουν.
Ξέρουν ότι πιθανότατα θα ζήσουμε με το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα για πολύ καιρό, ίσως και χρόνια. Ας απαιτήσουν επιτακτικά ευρωπαϊκή βοήθεια (λεφτά, εφόδια, τεχνογνωσία). Ας δράσουν για μια φορά γρήγορα και συντονισμένα.
Αλλιώς το αρχικό ερώτημα θα απαντηθεί ως εξής. Ναι, η φτωχή και αδύναμη Ελλάδα του 1922 άντεξε ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Η σημερινή Ελλάδα μπορεί να «βουλιάξει» με πολύ-πολύ λιγότερους.
Κι αν φαίνεται λίγο κινδυνολογία, δεν πειράζει. Ας φροντίσουν να προλάβουν τους πραγματικούς κινδύνους.