Πολλές φορές αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά ή διαισθητικά ορισμένα ζητήματα. Η προσωπική εκτίμηση είναι όμως το πρώτο βήμα. Το επόμενο είναι να διερευνηθεί με επιστημονικό τρόπο, προκειμένου να επιβεβαιωθεί.
Για παράδειγμα, είναι άραγε σωστή η πεποίθηση μας ότι ο βασικότερος λόγος που παρατηρείται το φαινόμενο της αποεπένδυση στην χώρα μας, είναι η αύξηση των φόρων;
Μετρώντας την φορολογική επιβάρυνση μιας επένδυσης
Η τελευταία τριμηνιαία έκθεση του γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους, αναφέρει μια μεθοδολογία όπου αποκαλύπτει σε ποιες χώρες συμφέρει να γίνει μια επένδυση. Συγκεκριμένα μετράει τη φορολογική επιβάρυνση μιας επένδυσης ως ποσοστό του κόστους πραγματοποίησης της.
Πρόκειται για τον Πραγματικό Οριακό Φορολογικό Συντελεστή (EMTR). Ο δείκτης EMTR (Effective Marginal Tax Rate), εξετάζει συγκεκριμένες επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σε μια χώρα, τις πηγές χρηματοδότησης καθώς και τη σχετική φορολογία με την οποία έχουν επιβαρυνθεί σε κάθε στάδιο υλοποίησής τους.
Όσο πιο υψηλή είναι η φορολόγηση των επενδύσεων σε μια χώρα, τόσο λιγότερο ελκυστική θεωρείται η χώρα για την προσέλκυση επενδυτών.
Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου δείκτη, είναι πως διευκολύνει τη σύγκριση του φορολογικού κόστους ανά χώρα, χρησιμεύοντας τόσο σε ακαδημαϊκές έρευνες, όσο και σε επίπεδο οικονομικό-πολιτικής ανάλυσης.
Από την μελέτη του πίνακα προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Ορισμένα μάλιστα προκαλούν έκπληξη:
Πρωταθλητές στην φορολογική επιβάρυνση των επενδύσεων είναι η Ιαπωνία (όπου παραδοσιακά έχουμε ηγεμονία του κρατικού μηχανισμού), η Γαλλία (η τελευταία Σοβιετία, όπως χαρακτηρίζουν οι ίδιοι την χώρα τους), οι ΗΠΑ (!), ενώ ακολουθεί αμέσως μετά η Ισπανία.
Η χώρα μας ενώ δεν συγκαταλέγεται στις χώρες με την μεγαλύτερη επιβάρυνση, παρόλα αυτά είναι πάνω από τον μέσο όρο. Το 2014 είχε βαθμολογία 19,8 ενώ ο μέσος όρος των χωρών που παραθέτονται στον πίνακα είναι 16,8 βαθμοί.
Σε σχέση με τις γειτονικές χώρες που θεωρούνται ανταγωνιστικές, είμαστε αρκετά υψηλότερα.
Βουλγαρία και ΠΓΔΜ είναι στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας, καθώς προσφέρουν τα μεγαλύτερα φορολογικά κίνητρα εδώ και πολλά χρόνια. Κύπρος, Τουρκία και Ρουμανία βρίσκονται υψηλότερα από τις προηγούμενες, αλλά σημαντικά χαμηλότερα από την Ελλάδα. Δεν είναι παράξενο λοιπόν πως πολλές ελληνικές επιχειρήσεις έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν εκεί.
Η Ιταλία έχει μόλις 6,9. Πολύ πιο κάτω από τις προηγούμενες 3 χρονιές. Είναι φανερή η προσπάθεια που καταβάλει, καθώς έχει μειώσει σχεδόν στο 1/3 το κόστος που είχε πριν το 2011.
Σε σχέση με τα υπόλοιπα «γουρουνάκια», με την Πορτογαλία είμαστε σχεδόν στην ίδια θέση στην βαθμολογία. Μεγαλύτερο κόστος φαίνεται να υπάρχει στην Ισπανία και πιο λίγο στην Ιρλανδία. Οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ παρουσιάζουν σχεδόν την μισή επιβάρυνση από ότι η Ελλάδα.
Εντύπωση δημιουργεί πως έχουμε παραπάνω κόστος ακόμα και από τους σκανδιναβούς, αλλά μικρότερο από χώρες που θεωρούνται φορολογικά πιο φιλικές προς τις επιχειρήσεις, όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία.
Το παράδοξο
Με μια προσεκτικότερη ματιά διαπιστώνουμε πως οι πιο εύπορες χώρες, που έχουν προσελκύσει τα περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια, είναι στην κορυφή της λίστας με την μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του κόστους.
Το φαινομενικά παράδοξο αυτό γεγονός, έχει την εξήγηση του στην μεγαλύτερη ανταποδοτικότητα που προσφέρουν αυτές οι χώρες στις επιχειρήσεις:
καλύτερη ποιότητα δημόσιων υποδομών, σταθερότητα φορολογικού συστήματος, διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού.
Η εξασφαλισμένη ζήτηση από ένα εύρωστο και πολυπληθές καταναλωτικό κοινό, καθώς και η εξειδικευμένη εργασία από το μορφωμένο εργατικό δυναμικό, είναι επιπλέον πλεονεκτήματα που σίγουρα συμβάλουν στην διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων.
Όπως σε όλα τα προϊόντα, όταν υπάρχει καλύτερη ποιότητα πολλοί καταναλωτές τα προτιμούν, έστω και αν τα πληρώνουν ακριβότερα. Αντίθετα, όταν ο ανταγωνισμός υπερτερεί στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, το μόνο όπλο που απομένει για την κατάκτηση μεριδίου αγοράς είναι η χαμηλή τιμή.
Έτσι λειτουργούν και τα κράτη. Όσα αδυνατούν να προσφέρουν στις επιχειρήσεις εύρυθμες συνθήκες λειτουργίας, αναγκαστικά κάνουν εκπτώσεις στους φόρους και τους μισθούς, με δυσάρεστες πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επιπλέον δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την φορολογική σταθερότητα, όπου η Ελλάδα που αναδεικνύεται πρωταθλήτρια στις διακυμάνσεις, αποτυπώνοντας με χαρακτηριστικό τρόπο την αστάθεια της φορολογικής νομοθεσίας.
Σε αντίθεση με τις μισές σχεδόν χώρες που έχουν την ίδια τιμή στον δείκτη EMTR την τελευταία δεκαετία.
Συμπέρασμα
Από την έρευνα αποδεικνύεται πως ένα σύγχρονο και ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον, όχι μόνο αντισταθμίζει, αλλά και υπερτερεί του υψηλότερου κόστους επένδυσης.
Όσες χώρες αδυνατούν να προσφέρουν ανταγωνιστικές παροχές, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επιχειρήσεων, αναγκαστικά μειώνουν το κόστος επένδυσης προκειμένου να προσελκύσουν τα απαραίτητα για την ευημερία τους κεφάλαια.
Στις σημερινές οικονομικές συνθήκες, δεν μπορούμε στα σοβαρά να ελπίζουμε ότι θα προσελκύσουμε επενδυτές από το εξωτερικό διατηρώντας υψηλούς φόρους σε συνδυασμό με προβληματικές παροχές. Δεν είναι τυχαίο πως δεν μπορούμε ούτε καν να αποτρέψουμε την έξοδο από την χώρα αυτών που ήδη υπάρχουν.
Είτε θα πρέπει να μειωθούν οι φόροι, είτε να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την επιχειρηματικότητα, με συγκριτικά πλεονεκτήματα που να την διευκολύνουν.
Οτιδήποτε άλλο, απλά δεν είναι ρεαλιστικό.
* Ο Βασίλης Παζόπουλος είναι οικονομολόγος, χρηματιστηριακός αναλυτής, συγγραφέας του βιβλίου Επενδυτές χωρίς Σύνορα (www.ependytes.com).