Με όλη τη μελαγχολία ενός
καλοκαιριού που τελείωσε, κι ας μην τελείωσε. Την ώρα που κλείνει η μπουκαπόρτα
του καραβιού τελειώνει. Και είσαι πια στη θάλασσα. Ενώ πριν, είχες την έστω
ψευδαίσθηση, ότι σε περιφρουρεί θάλασσα...
γράφει η Ρέα Βιτάλη
Με όλη τη μελαγχολία του
καλοκαιριού που τελείωσε, κι ας μην τελείωσε. Την ώρα που κλείνω την πόρτα στο
νησί, τελειώνει. Οι καρέκλες του σκηνοθέτη μέσα, τα τραπέζια, το ένα πάνω στο
άλλο σαν θλιβερός επιτάφιος που επιτέλεσε την τελετουργία του, ένα καπέλο που
θα μείνει να με περιμένει, ένα σκουριασμένο παιδικό ποδηλατάκι που δεν θα το
πετάξω ούτε φέτος γιατί αντικρίζω επάνω του τα βλέμματα τους όταν φώναξαν
«Κοίτα μαμά! Μόνος μου! Μόνη μου!». Το φετινό βιβλίο της παραλίας, το
«Αγαπημένη μου Ουρανία», που μου έδωσε στοιχεία που ούτε φανταζόμουν για το
νησί και έχει ακόμα μέσα άμμο. Και το άλλο, το αιώνια αγαπημένο μου η «Φόνισσα»
του Παπαδιαμάντη που το ξαναδιάβασα, γιατί λάτρεψα το καφέ-Βιβλιοπωλείο
«Αντίλαλος» που πουλάει παλιά βιβλία και τα ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη. Τι τα
κάνεις; Τ’ αφήνεις ή τα παίρνεις μαζί σου;
Με όλη τη μελαγχολία ενός
καλοκαιριού που τελείωσε, κι ας μην τελείωσε. Την ώρα που κλείνει η μπουκαπόρτα
του καραβιού τελειώνει. Και είσαι πια στη θάλασσα. Ενώ πριν, είχες την έστω
ψευδαίσθηση, ότι σε περιφρουρεί θάλασσα. Και μοιάζουν τ΄ άσπρα κύματα σαν τ’
άσπρα του έρωτα τα τσαλακωμένα σεντόνια. Δεν σε μελαγχολεί «τέλος». Σε
μελαγχολεί, το πόσο ωραία πέρασες.
Με όλη τη μελαγχολία του
καλοκαιριού που τελείωσε, κι ας μην τελείωσε, θα στείλω στους σημαντικούς μου
τις στιγμές μας. Όπως παλιά, στις αφιερώσεις στα ραδιόφωνα, τότε που ο
εκφωνητής έλεγε «Ο Γιάννης στέλνει στην Μαρία, που ξέρει αυτή». Και έτσι ένας
Γιάννης, από τους εκατομμύρια των Γιάννηδων, ενωνόταν με μια Μαρία, από τα
δισεκατομμύρια των Μαρίων, αλλά ήξεραν «αυτοί».
Σας φιλώ για εκείνο το μακρύ
τραπέζι που γεμίζει φωνές, γέλια, διαξιφισμούς και πιάτα. Για τα
μικροκαβγαδάκια σας, μ’ αρέσει όταν τσακώνεστε, για την οχλαγωγία σας, για το
ότι ζηλεύεστε γλυκά. Και κοιτάτε, ποιον θα δικαιώσω. Άρα «παίζουμε» για λίγο,
άλλες ηλικίες όλοι.
Σας φιλώ για εκείνο το απόγευμα
που έπεφτε ο ήλιος και ήμασταν στη θάλασσα και είπατε και είπα και είπατε και
είπα και βγήκαν βγήκαν βγήκαν όλα έξω μας. Όταν μιλάνε οι άνθρωποι, τι να σε
φοβίσει στη ζωή; Σας φιλώ για όταν φτάνετε αλλά και για όταν φεύγετε. Γιατί
νοιώθω ότι σπίθα-αγαπιόμαστε.
Σε φιλώ για το χέρι σου στον ώμο
μου, όταν η Φωτεινή Βελεσιώτου τραγουδούσε «Είσαι εσύ ο άνθρωπός μου». Και
τρεμόσβηναν στην πλάτη της σκηνής τα φωτάκια του χωριού Κουμάρος και ο πλάτανος
έκανε μαύρη σκιά στην μαύρη νύχτα και η Νότα η γειτόνισσα, επίσης Τηνιακιά εξ
έρωτος, αφού τραγούδησε από ψυχής, φώναξε στην τραγουδίστρια από ψυχής «Σας
ευχαριστούμε»… Τον άνθρωπο που ξέρει να λέει «ευχαριστώ»… Τον άνθρωπο που ξέρει
να λέει «Συγγνώμη» και «Σ’ αγαπώ»… Μπορεί και δυο τρεις λέξεις να είναι όλο κι
όλο, της ζωής το λεξιλόγιο. Άννα μου και Αθηνούλα μου και Δημητρούλα μου… Μα,
ν’ ακούσω και τη Φωτεινή «μας» στο νησί!… «Με τυραννούν οι ομορφιές». Θυμάστε;
Μα, να χαρώ και την Πρωτοψάλτη στα Λουτρά; Όμορφα που μεγαλώνει αυτή η γυναίκα!
Τι βραδιά κι αυτή, δώρο, των «Φίλων της Τήνου»!
Σε φιλώ γιατί κάθεσαι στο τιμόνι,
σοβαρός σοβαρός, και βεβαίως δεν φτάνουν τα πόδια σου στα πεντάλ αλλά λες με το
στόμα «Βουμ βουμ βουμ» και νομίζεις, ότι με πας βόλτα αλλά και ‘γω νομίζω, ότι
με πας. Με πας Μαξιμάκο βόλτα. Σε φιλώ γιατί έβαζες το ίδιο και το ίδιο
τραγούδι και χόρευες, αλλά ντρεπόσουν όταν σε βλέπαμε- ενώ ήθελες και να σε
βλέπουμε, και ‘γω φώναξα «Αμάν πια, άλλαξε τραγούδι, δεν αντέχω. Θα ξεράσω!».
Αλλά σήμερα που έφυγα, μ’ έπιασα να τραγουδάω το τραγούδι σου Εριεττάκι, αυτό
που δεν άντεχα. Είδες τι έκανες στη γιαγιά;
Σε φιλώ για το τόσο δα μουστάκι
σου και το μπόι σου που θέριεψε και γιατί απομονώνεσαι και οργανώνεσαι, να
είσαι κοντά μας και να μην είσαι. Μεγάλωσες, μωρέ Κώστα! Σε φιλώ για την
κουβέντα σου καθώς μου περιέγραφες τις διακοπές σου «Κάποτε παιδί μου,
κοιτάζαμε να τα έχουμε καλά με τον σερβιτόρο, τώρα πια μας νοιάζει ο
ναυαγοσώστης». Σοφό μου Βεττάκι. Άδικο το γήρας. Αλλά ζωή, Βεττάκι μου.
Σε φιλώ για τον αέρα όπως χτυπάει
τα παντζούρια και τη γαλήνη που διαδέχεται την αγριάδα του και σπεύδουμε να
προλάβουμε ανάσα μέχρι τον επόμενο αέρα. Σε φιλώ για την δική μας θάλασσα.
Φαντάζεσαι τη ζωή μας χωρίς θάλασσα; Σε φιλώ γιατί μ΄ έμαθες να μην φοβάμαι να
φεύγει το μυαλό και να χωράω τον λόγο μου και πέρα από τις καθορισμένες λέξεις.
Σε φιλώ γιατί σε άκουσα να λες
«Αν λοιπόν αυτά τα κατσάβραχα ήτανε εν δυνάμει έργα τέχνης και δεν το έχουμε
αντιληφθεί, τότε δεν είναι αλήθεια πως εμείς ζούμε αποκομμένοι από τη σύγχρονη
τέχνη, δεν είμαστε χωριάτες, αμόρφωτοι, που δεν μπήκαμε ποτέ σε Μουσεία.
Αντίθετα ζούμε μέσα σε κολοσσιαία Μουσεία….» και είδα αλλιώς.
Σας φιλώ έναν, έναν, κι ήσασταν
και φέτος πολλοί, που κουρδίσαμε μαζί το μυαλό με σκέψεις και συζητήσεις και με
ρακί. Σας φιλώ κ. Στέφανε Μάνο γιατί γνωρίζω κι έναν, άντε δυο, άντε τρεις,
τέσσερις, βία έξι, έντιμους – ξεκάθαρους στην πολιτική. Σε φιλώ για τη δική σου
γλώσσα «Μεγάλη υπόθεση στη ζωή να ‘χεις δέστρα και ν’ αγαντάρει κάργα».
Αξιώθηκα ωραία, ενδιαφέροντα φιλαράκια! «Δέστρες που αγαντάρουν κάργα».
Σας φιλώ όσους μας σερβίρατε και
φέτος με αγάπη. Μαρίνο της Μαραθιάς, Ευριπίδη και Μαριγώ, Μεταξύ μας (όλα θα
περάσουν), Αντωνία και Άρη, Γκιών, Τερέζα. Σε φιλώ εσένα που σφίγγομαι πάνω σου
στη μηχανή όταν σ’ αγαπάω. Άρα, ξέρεις και πώς στέκομαι όταν δεν σ’ αγαπάω.
Δυσκολεύομαι να υποκρίνομαι ότι δεν….
Με τη μελαγχολία λοιπόν του
καλοκαιριού που τελείωσε κι ας μην τελείωσε. Από ένα καράβι της επιστροφής.
Γράφω, γράφω… Με τον τρόπο των αφιερώσεων του ραδιοφώνου, ενός κάποτε… Σας φιλώ
εσάς, που «ξέρετε εσείς». Εις μνήμην των στιγμών μας. Πάμε γερά!
protagon.gr