Το πρώτο μέρος εδώ “Κάθε ευχή
είναι και κατάρα”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο πατέρας γύρισε σπίτι χαρούμενος
που είχε λύσει το πρόβλημα. Όμως η γυναίκα του είχε άλλη γνώμη.
“Άφησες το παιδί μου στον μάγο;”
“Εσύ μου ‘πες να το κάνω.”
“Σου ‘πα να πάτε να το δει. Όχι,
να το κρατήσει.”
Και ξεκίνησε να θρηνεί. Ήξερε πως
δεν μπορούσε να πάει να το πάρει πίσω. Ό,τι δίνεται σε μάγο χάνεται για πάντα.
Γι’ αυτό έκλαιγε το χαμένο της παιδί.
“Τι κλαις;” της είπε ο πατέρας.
“Και να ‘μενε εδώ τι θα ‘κανε; Ντιπ χαζός ήταν, πιο χαζός κι απ’ αυτό.”
Και χτύπησε την άδεια κανάτα που
‘χαν πάνω στο τραπέζι.
“Αυτό γεμίζει”, είπε η μάνα,
διακόπτοντας για λίγο τον θρήνο.
Χωρίς να το ξέρουν είχαν μαντέψει
κι οι δυο σωστά. Έτσι πήρε την απόφαση ο μάγος να κρατήσει τον Γκιέν. Επειδή
ήταν άδειος.
Οι χωριανοί έβλεπαν στον Γκιέν
την κενότητα. Ο μάγος είδε τη δυνατότητα.
Οι άνθρωποι, απ’ τη στιγμή που
γεννιούνται, αρχίζουν να γεμίζουν. Θρησκείες και δόξες, πατρίδες και εχθρούς,
γνώσεις και βεβαιότητες, πόθους κι απαγορεύσεις.
Όταν φτάνουν σε ηλικία γάμου
ξέρουν όλα όσα επιτρέπονται και τίποτα διαφορετικό δεν χωράει ο νους τους. Το
δοχείο είναι γεμάτο. Κάθε σταγόνα για να χωρέσει πρέπει να χυθεί μια άλλη. Κι
άμα το δοχείο είναι γεμάτο λάδι, πώς να βάλεις μέσα κρασί;
Ο Γκιέν ήταν άδειος, σαν να είχε
μια τρύπα στο κεφάλι του. Όσα του είχαν πει είχαν αδειάσει ξανά. Κι αν δεν είχε
πάει στον μάγο θα έμενε πάντα έτσι, κενός κι αθώος, πιο αθώος κι από δέντρο.
Όμως η κενότητα ήταν δυνατότητα.
Γιατί οι μάγοι γνωρίζουν πολλά και παράξενα, που δεν μπορούν ν’ ανακατευτούν με
τίποτα άλλο.
~~
Για να καταφέρει να τον διδάξει,
για να του μείνουν στο κεφάλι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο μάγος ήταν ένα ξόρκι
επιδιόρθωσης, έτσι ώστε να κλείσει η τρύπα.
Αλλά πριν τον διδάξει οτιδήποτε
του έκανε μια τελευταία ερώτηση. Τον ρώτησε τι ήταν το πρώτο πράγμα που
θυμόταν. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι ο μικρός δεν είχε αναμνήσεις από παλιότερες
ζωές. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο που τον τρόμαζε, γι’ αυτό ήθελε να ξέρει.
“Τι ‘ναι το πρώτο πράγμα πού
θυμάσαι;” τον ρώτησε.
“Τη Μορμώ και το φίδι”, απάντησε
ο Γκιέν.
Ο μάγος τραβήχτηκε πίσω.
“Η Μορμώ! Τ’ αρχαίο φάσμα;” Και
ξεκίνησε να κάνει με τα δάκτυλα του την επίκληση της προστασίας.
“Η Μορμώ η κατσίκα”, είπε ο
μικρός. “Και μια δεντρογαλιά.”
Του εξήγησε. Είχαν τρεις κατσίκες
στο σπίτι. Τη Μορμώ, τη Μόρφω, και τη Μαρία. Eκείνος βύζαινε απ’ την Μορμώ,
γιατί η μάνα του δεν είχε γάλα.
Μια μέρα οι μεγάλοι είχαν αφήσει
το μωρό στ’ αμπέλι να βυζαίνει απ’ την κατσίκα. Όπως έπινε κατέβηκε και μια
δεντρογαλιά και πιάστηκε στ’ άλλο μαστάρι. Τα φίδια βυζαίνουν γλυκά, χωρίς να
ταράζουν τις γίδες. Έτσι σαν άνοιξε τα μάτια το μωρό, είδε δίπλα του να πίνει
κι ένα πράσινο φίδι. Αλλά τότε δεν καταλάβαινε σε τι διαφέρουν τα φίδια απ’
τους ανθρώπους. Κι αντί να φοβηθεί συνέχισε να βυζαίνει.
Αυτό θυμόταν. Τη Μορμώ και το
φίδι.
Μετά, έτσι του είχαν πει, τους
είδε η μάνα κι όρμηξε και σκότωσε το φίδι.
“Κι εσύ τι έκανες;” ρώτησε ο
μάγος.
“Δεν θυμάμαι”, είπε ο Γκιέν.
“Μπορεί να κοιμήθηκα. Μ’ αρέσει να κοιμάμαι και να βλέπω όνειρα.”
Ο μάγος ανακουφίστηκε. Δεν του το
είπε εκείνη τη βραδιά, πέρασαν χρόνια πριν του διηγηθεί την ιστορία, αλλά την
τελευταία φορά που είχε μαθητή, μαθήτρια συγκεκριμένα, όταν τη ρώτησε τι ‘ναι
το πρώτο πράγμα που θυμόταν, εκείνη του ‘χε πει: “Τη φωτιά και τον τρόμο”.
Τότε δεν είχε καταλάβει ότι
κάποια δοχεία είναι προτιμότερο να μένουν άδεια από μαγεία. Γιατί το ελάχιστο
κατακάθι μπορεί να κάνει το φως σκοτάδι.
~~
Η ιστορία του φαγωμένου
κοριτσιού, όπως ο Γκιέν την άκουσε χρόνια μετά, ειπώθηκε κάπως έτσι.
Ο μάγος, πριν γίνει μάγος, ήταν
ομφαλόψυχος. Άνηκε σ’ ένα τάγμα ησυχαστών μονοφυσιτών μοναχών που
ομφαλοσκοπούσαν για να φτάσουν στον θεό. Η πρακτική τους ήταν απλή.
Κάθονταν ώρες ατελείωτες και
κοιτούσαν τον ομφαλό τους, επαναλαμβάνοντας: “Ένας είναι ο θεός και πρώτος
προφήτης ο Χριστός”. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν καταφέρει να δουν το φως που
περιέβαλλε τον Ιησού όταν αναλήφθηκε.
Ο μάγος, που τότε λεγόταν μοναχός
Δαμιανός, είχε φτάσει ν’ ακολουθήσει το φως ως την Παράδεισο, αλλά γύρισε πίσω
οικειοθελώς, για να δείξει και στους άλλους τον δρόμο.
Μα όταν γύρισε πίσω, όταν συνήλθε
απ’ την έκσταση, δεν θυμόταν τίποτα απολύτως, ούτε καν το όνομα του. Είχε
μείνει άδειος.
Ο ηγούμενος τον έδιωξε απ’ το
μοναστήρι κι ο ανώνυμος έφτιαξε τη σκήτη του σε μια σπηλιά λίγο πιο βόρεια απ’
το Όρος, εκεί όπου τα ποτάμια κατέβαζαν χρυσάφι. Έμεινε μόνος χρόνια πολλά κι
έγινε μάγος με την καθοδήγηση μιας γυναίκας θρακιώτισσας.
Έτσι τον έμαθαν οι άνθρωποι
τριγύρω, έτσι και τον αποκαλούσαν. Χωρίς όνομα, μόνο “ο μάγος”.
~~
Κάποια εποχή είχαν φτάσει στην
περιοχή τσιγγάνοι. Πουλούσαν μαντείες, έφτιαχναν τα σίδερα κι έπαιζαν μουσική
στα πανηγύρια.
Οι ντόπιοι δεν τους συμπαθούσαν,
γιατί ήταν ξένοι, ήταν παράξενοι.
Μια νύχτα κάποιοι πήγαν σε μία
απ’ τις άμαξες κι άρπαξαν ένα κορίτσι που δεν ήταν καν πέντε χρονών. Το βίασαν,
το μακέλεψαν κι ύστερα το ‘ριξαν στη φωτιά για να κάψουν τα ίχνη τους.
Το κορίτσι όμως δεν πέθανε. Το
βρήκαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες μετά οι τσιγγάνοι. Ανέπνεε σαν τζιτζίκι.
Είχε καεί το μισό της πρόσωπο ολοσχερώς και το ένα της χέρι είχε γίνει
κούτσουρο. Αλλά ανέπνεε ακόμα, έστω και σαν τζιτζίκι.
Οι ντόπιοι είπαν ότι το είχαν
κάνει τσιγγάνοι και ξεσηκώθηκαν να τους διώξουν. Οι τσιγγάνοι είπαν ότι το
είχαν κάνει ντόπιοι. Και ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν.
Οι γονείς του πήγαν το
μισοπεθαμένο κορίτσι στον μάγο, γιατί μόνο εκείνος είχε τη δύναμη να το σώσει.
Δέχτηκε να βοηθήσει, αλλά τους ζήτησε μεγάλο αντάλλαγμα: Να του αφήσουν το
παιδί και να φύγουν απ’ την περιοχή για πάντα.
Είτε πέθαινε είτε ζούσε, το
κορίτσι θα ήταν δικό του.
Η μάνα δέχτηκε. Προτιμούσε να
ζήσει το παιδί της, ακόμα κι αν δεν το ξανάβλεπε ποτέ. Κι είπε στον μάγο:
“Αν χαθεί να την κάψεις. Αν σωθεί
να την αγαπήσεις. Και να την πεις Τιερού, αυτό θα είναι το όνομα της.”
Τιερού στη γλώσσα τους σήμαινε:
“Η φαγωμένη”.
Ύστερα φύγανε, όλοι τους, αφού
έριξαν κατάρα στους ντόπιους και στον χρυσό που έκρυβε η γη.
~~
Ο μάγος έβαλε όλες του τις
δυνάμεις, μέχρι που κόντεψε να χαθεί κι αυτός -ξανά. Αλλά έσωσε το κορίτσι, την
Τιερού. Και αποφάσισε να την κάνει μαθήτρια του στις μαγικές τέχνες. Πέρα από
κόρη που θα την είχε.
Κι όταν τη ρώτησε τι
πρωτοθυμάται, κι όταν άκουσε τι του είπε, καθόλου δεν πήγε ο νους του σ’ αυτό
που θα συνέβαινε.
συνεχίζεται
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός