Εγινε και αυτό, ανήμερα Αγίου
Νικολάου, στο ελληνικό Facebook. Και δεν
φταίει η βιασύνη ή η αφηρημάδα, αλλά η άγνοια και η όλο και μεγαλύτερη
αδιαφορία με την οποία την αντιμετωπίζουμε: όχι μόνο δεν προσπαθούμε να την
εξαλείψουμε, αλλά και δεν ντρεπόμαστε να την εκθέτουμε
γράφει ο Κοσμάς Βίδος
Τις τελευταίες ώρες
αναδημοσιεύτηκε πολλάκις στο Διαδίκτυο η ανάρτηση σε προφίλ του Facebook αφιερωμένου στον Νίκο
Καζαντζάκη, σύμφωνα με την οποία: «Καλοί μας φίλοι όλοι θα γνωρίζετε πια ότι ο
αγαπημένος μας Νίκος Καζαντζάκης δεν ζει πια και ο ρόλος της σελίδας μας είναι
απλώς να τιμήσει το έργο του. Πάντως ευχαριστούμε για τα χρόνια πολλά που
στέλνετε ,το λαμβάνουμε σαν να εύχεστε στην σελίδα μας χρόνια πολλά…». Oσο απίστευτο και αν ακούγεται, υπήρξαν άνθρωποι
που μπήκαν στο λογαριασμό για να ευχηθούν, τη μέρα που γιόρταζε ο Αγιος
Νικόλαος, στον Καζαντζάκη. O οποίος…
παραμένει πεθαμένος από το 1957.
«Πλάκα κάνουμε, ε;», ρωτάνε
διάφοροι τους δημιουργούς του προφίλ: «Κι όμως, υπήρξαν πολλά κρούσματα», απαντούν
εκείνοι. Και αρχίζει, δικαίως, η καζούρα: «Προσέχετε λίγο τι γράφετε δημόσια,
θα είναι καφρίλα να το μάθουν οι δικοί του από εδώ πρώτα» γράφει ο ένας, «Τη
Γαλάτεια ποιος τη σκέφτεται, βρε αλήτες;», αναρωτιέται ο άλλος (αναφερόμενος
στην ποιήτρια και συγγραφέα, πρώτη σύζυγό του Καζαντζάκη, πεθαμένη και αυτή από
το 1962), «Πήρα κι εγώ να ευχηθώ και με έβγαζε τηλεφωνητή, λογικό, μετά την
προβολή της ταινίας θα τρέχει ο άνθρωπος, πολυάσχολος», σχολιάζει ο τρίτος,
βάζοντας και την πρόσφατη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή στο παιχνίδι.
Meeting of the Parliamentary Group of Movement of Change, in
Athens on Dec.6 , 2017 / Συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής
Ομάδας του Κίνηματος Αλλαγής, Αθήνα, 6 Δεκεμβρίου, 2017
Θυμήθηκα «Το λιβάδι με τους
μαργαρίτες» και «Το περιβόλι με τους μαργαρίτες», τα δύο βιβλία στα οποία ο
λαογράφος Θανάσης Φωτιάδης είχε συγκεντρώσει δεκάδες γλωσσικούς βαρβαρισμούς
και κοτσάνες που είχε αλιεύσει από τον Τύπο, ανατρέχοντας σε σχολικά τετράδια,
σε γραπτά εξετάσεων, σε σχολικά βιβλία, αλλά και από τον προφορικό λόγο.
Επρόκειτο για τον «καθρέφτη» μιας κοινωνίας ημιμαθούς ή και αμόρφωτης που στην
προσπάθειά της να κρύψει την άγνοιά της, ή αρνούμενη να την παραδεχτεί και να
προσπαθήσει να τη διορθώσει, έκανε τραγικά στην πραγματικότητα, απολαυστικά όταν
τα διάβαζες για να ψυχαγωγηθείς, λάθη: «Η ιθαγένεια είναι ο βιασμός του
προσώπου προς το κράτος», «Τα λουτρά της Ικαρίας είναι πολύ ραδιούργα»,
«Παρευρέθησαν πολλοί επίσημοι εις τα εγκαίνια της περιτομής», «Και τώρα περνούν
εκείνοι που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»…
Το να εύχεσαι χρόνια πολλά στον
Καζαντζάκη ακόμα και αν δεν σε κατατάσσει στην ακραία κατηγορία εκείνων που δεν
ξεχωρίζουν την προτομή από την περιτομή, σε κατατάσσει στην κατηγορία των
αστοιχείωτων. Εκτός αν πολλοί έπεσαν θύματα της ταχύτητας με την οποία κάνουμε
σήμερα τα πάντα, ακόμα και τις αναρτήσεις μας στο Facebook: Να είχαν, άραγε, «κατεβάσει»
όλους τους Νίκους που κυκλοφορούν στην πιάτσα και χωρίς να βλέπουν ποιος ήταν
ποιος εύχονταν αδιακρίτως (με τη μέθοδο copy paste) «χρόνια πολλά!»;
Ας μην ψάχνουμε άλλοθι, δεν
φταίει η βιασύνη ή η αφηρημάδα, αλλά η άγνοια. Για την ακρίβεια, η όλο και
μεγαλύτερη αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουμε την άγνοιά μας: όχι μόνο δεν
προσπαθούμε να την εξαλείψουμε, αλλά και δεν ντρεπόμαστε να την εκθέτουμε,
ειδικά μέσα από το Internet. Την
προβάλλουμε σχεδόν υπερήφανοι που την κατακτήσαμε. Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε
(παιδιά ενός εκπαιδευτικού συστήματος που δεν σε μαθαίνει να αγαπάς και να
απολαμβάνεις τη διαδικασία της γνώσης και μιας κοινωνίας που περισσότερο
θαυμάζει και επιβραβεύει τον καπάτσο και τον μάγκα παρά τον άνθρωπο του
πνεύματος ή τον διαβασμένο) πόσο ντροπιαστική είναι.
Τα παραδείγματα πολλά, ξεκινώντας
από τα ανορθόγραφα «τιτιβίσματα» των πολιτικών μας (Αλέξης Τσίπρας: «Ανύποτη
τραγωδία», Πάνος Καμμένος: «Διετάχθει ΕΔΕ», «your country need you», «we
wait you back» κλπ.) και φτάνοντας ως τις κοτσάνες της
εθνικής μας παρουσιάστριας Ελένης Μενεγάκη και τα (δεν μπορεί, επίτηδες το
κάνει) διαδικτυακά χτυπήματα του Λάκη Γαβαλά που στέλνοντας «Συνχαριτηρια…»,
θέλοντας να χρωματίσει «αυτό το γκρίζω» και κάνοντας «ανακαινηση», κάνει και
εμάς να ξεχνάμε και τα λίγα που ξέρουμε. Με αυτά και με τούτα, ο Καζαντζάκης
ζει. Να τον χαιρόμαστε!
protagon.gr