Πράξη «διπλωματικού βανδαλισμού»
χαρακτήρισαν οι Financial Times την απόφαση Τραμπ για αναγνώριση της Ιερουσαλήμ
ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. «Ανάβει το φιτίλι της Ιερουσαλήμ», έγραψε στο κύριο
άρθρο της η Le Monde. Δυσοίωνες ήταν και οι εκτιμήσεις του Τζον Μπρέναν, πρώην
διοικητή της CIA, ο οποίος είδε στην επιλογή τού Αμερικανού προέδρου μια
«ανεύθυνη πράξη, γκάφα ιστορικών διαστάσεων».
Αν ο Τραμπ ήθελε να ενώσει όλο
τον κόσμο εναντίον του –πλην, φυσικά, της ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου– το
πέτυχε στην εντέλεια. Από την περασμένη Τετάρτη, οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα που
αναγνωρίζει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Ποδοπατώντας τις αποφάσεις
του ΟΗΕ και ακυρώνοντας την πολιτική όλων των προκατόχων του, ταυτίστηκε
απολύτως με το Ισραήλ στο πιο φορτισμένο, συναισθηματικά και ιστορικά, ζήτημα
της αραβοϊσραηλινής διαμάχης.
Οι διαδηλώσεις οργής στα
παλαιστινιακά εδάφη, όπου ο ισραηλινός στρατός τραυμάτισε και σκότωσε με
πραγματικά πυρά διαδηλωτές ενώ η ισραηλινή αεροπορία βομβάρδισε θέσεις στη
Γάζα, έδωσαν μια πρόγευση. Οι διαδηλώσεις απλώθηκαν από το Αμμάν της Ιορδανίας
μέχρι το Ισλαμαμπάντ του Πακιστάν. Με τον Παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς
τραγικά αποδυναμωμένο από την ίδια την αμερικανική πολιτική, οι εκκλήσεις της
Χαμάς και της Χεζμπολάχ για μια τρίτη Ιντιφάντα δεν αποκλείεται να βρουν ευήκοα
ώτα. Γάλλοι, Γερμανοί, Βρετανοί, Ρώσοι, Κινέζοι, ο Πάπας Φραγκίσκος, ο Γενικός
Γραμματέας του ΟΗΕ και βέβαια το σύνολο των μουσουλμανικών κρατών καταδίκασαν
την επιλογή Τραμπ.
Και Ισραηλινοί
Είναι αξιοσημείωτο ότι τη στροφή
των ΗΠΑ καταδίκασε και μεγάλο μέρος των Ισραηλινών. Είκοσι πέντε πρώην
πρεσβευτές και πανεπιστημιακοί έστειλαν επείγουσα επιστολή, ενώ η φιλελεύθερη
εφημερίδα Haaretz προειδοποιούσε για τους κινδύνους που εγκυμονεί η επιλογή
Τραμπ για την ασφάλεια της χώρας τους. Επικριτική στάση κράτησαν η φιλελεύθερη
πτέρυγα του ισραηλινού λόμπι J Street, όπως και το Εβραϊκό Κίνημα Μεταρρύθμισης,
η μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα του ιουδαϊσμού στις ΗΠΑ.
Ασφαλώς, ο Τραμπ είχε δίκιο όταν
υπενθύμιζε ότι το αμερικανικό Κογκρέσο είχε αποφασίσει, με δικομματική
συναίνεση, από το 1995 τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ.
Είχε, επίσης, δίκιο ότι όλοι οι προκάτοχοί του, συμπεριλαμβανομένου του Ομπάμα,
δεσμεύονταν ότι θα υλοποιήσουν αυτή την απόφαση στην προεκλογική περίοδο για να
εξασφαλίσουν τη στήριξη του ισραηλινού λόμπι, αλλά στη συνέχεια έκαναν πίσω. Το
ερώτημα είναι γιατί, μόνο αυτός, αποφάσισε να πράξει διαφορετικά.
Ενας προφανής λόγος είναι ότι
πασχίζει να ικανοποιήσει τους φιλοϊσραηλινούς Ευαγγελιστές, που αποτελούν τμήμα
του σκληρού εκλογικού του πυρήνα και από τους οποίους προέρχονται μεγαλόσχημοι
χρηματοδότες. Η αντιμουσουλμανική του ψύχωση παίζει επίσης τον ρόλο της.
Θα ήταν, όμως, αφέλεια να
αποδώσει κανείς μια τόσο σημαντική στροφή μόνο σε αυτούς τους παράγοντες.
Αλλωστε, ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να λάβει αυτή την απόφαση μόνος του, αν δεν
απηχούσε ισχυρά τμήματα του αμερικανικού κατεστημένου. Οι New York Times
έγραψαν ότι, αν και οι υπουργοί Εξωτερικών και Αμυνας προσπαθούσαν να τον
συγκρατήσουν, ο αντιπρόεδρος Πενς και ο διευθυντής της CIA Πομπέο τον
ενθάρρυναν.
Καθοριστικό ρόλο στις επιλογές
αυτού του στρατοπέδου φαίνεται να παίζει η εμμονή με το Ιράν, τη Νέμεση της
Αμερικής για τον μοιραίο πόλεμο της κυβέρνησης Μπους στο Ιράκ. Οπως και ο
Ομπάμα, έτσι και ο Τραμπ θέλει να αποδεσμευθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα από τη
Μέση Ανατολή, αλλά δεν θέλει να αφήσει πίσω του ένα πολύ ισχυρό Ιράν.
Η «ανίερη συμμαχία»
Υπό αυτό το πρίσμα, επενδύει στην
επωαζόμενη «ανίερη συμμαχία» της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ εναντίον του
κοινού εχθρού, του Ιράν. Η κρυφή σχέση των δύο αρχίζει να βγαίνει στο φως της
ημέρας. Στα μέσα Νοεμβρίου, ο αρχηγός των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων Γκάντι
Αϊζενκοτ έδωσε συνέντευξη στη σαουδαραβική ιστοσελίδα Elaph, κάτι μέχρι χθες
αδιανόητο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Μοχάμεντ Αμπντελκαρίμ, πρώην υπουργός
Δικαιοσύνης της Σαουδικής Αραβίας, επισκέφθηκε τη Μεγάλη Συναγωγή του Παρισιού
και ο πρίγκιπας Τουρκί Φεϊζάλ, πρώην αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών του
βασιλείου συμμετείχε σε δημόσια συζήτηση με τον πρώην διοικητή της ισραηλινής
Μοσάντ, σε συναγωγή της Νέας Υόρκης.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο
πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν κάλεσε πρόσφατα
στο Ριάντ τον Αμπάς και του παρουσίασε σχέδιο για το Παλαιστινιακό, το οποίο
είχε συζητήσει με τον γαμπρό του Τραμπ και ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για το
Μεσανατολικό, Τζάρεντ Κούσνερ. Το σχέδιο ήταν τόσο ταπεινωτικό, λέει η αμερικανική
εφημερίδα, που ουδείς Παλαιστίνιος ηγέτης θα αποτολμούσε ποτέ να αποδεχθεί.
Δεν αποκλείεται, όμως, ο
Αμερικανός πρόεδρος και όσοι τον στηρίζουν να υποτίμησαν τη δυναμική των
πραγμάτων. Το προσεχές μέλλον θα το δείξει. Το βέβαιο είναι ότι η Αμερική έχασε
σε μια νύχτα τον ρόλο του (υποτιθέμενου) «έντιμου μεσολαβητή» στη Μέση Ανατολή.
Ευρωπαίοι και Ρώσοι μπορούν να μιλούν με όλες τις πλευρές, η Αμερική όχι.
Γενικότερα, η Αμερική του Τραμπ εμφανίζεται ως χωλαίνουσα υπερδύναμη, που
εγκαταλείπει κάθε ιδέα οικοδόμησης της διεθνούς τάξης και αρκείται στη
διαχείριση του χάους για το οποίο είναι η ίδια, σε μεγάλο βαθμό, υπόλογη.
Καθημερινή