“Ολαρία ολαρά, μαύρο τύμπανο
χτυπά,
τα παιδιά που αγαπούν τα
στρατιωτάκια,
τ’ αλογάκια και τα ξύλινα σπαθιά,
βρικολάκιασαν σε τούτα τα
στιχάκια,
στην σκεπή μας κάποιος ξαγρυπνά.”
Δ. Σαββόπουλος
“Finally I understand
The feelings of the few
Ashes and diamonds, foe and friend
We were all equal in the end”
Two suns in the sunset, Pink Floyd
~~~~~~~~~~~~
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό
από την παιδική χαρά. Τίποτα πιο απειλητικό από το παιδικό τραγουδάκι. Κάποτε
θα μου φαινόταν αστείο κάτι τέτοιο. Τώρα δεν μπορώ να γελάσω. Μόνο ένα πράγμα
σκέφτομαι: Να σώσω το παιδί μου.
Όλα ξεκίνησαν με τον θάνατο του άντρα
μου. Όχι! Για μένα ξεκίνησαν τότε, όμως το κακό είχε γεννηθεί πριν πολύ καιρό.
~
Δεν υπήρχε κανένας λόγος για να
σκοτωθεί ο Πέτρος. Δεν ήταν στρατιωτικός ή πυροσβέστης ή αστυνομικός ή δεν ξέρω
τι, κάτι επικίνδυνο. Όχι πως τότε θα το δεχόμουν αδιαμαρτύρητα, αλλά όπως και
να το κάνεις το ‘χεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου.
Οι πιλότοι πολεμικής αεροπορίας
σκοτώνονται σε ώρα καθήκοντος, συμβαίνει. Αλλά οι πολιτικοί μηχανικοί;
Ο Πέτρος ήταν υπεύθυνος της
τρύπας του μετρό στην Καλαμαριά, που ολημερίς χτιζόταν το βράδυ γκρεμιζόταν.
Παλιά έθαβαν ζώα στα θεμέλια. Πιο παλιά ανθρώπους, έτσι έχω διαβάσει. Έτυχε να
θυσιαστεί ο άντρας μου.
Τυχαίο ήταν, τυχαίο κι άδικο,
όμως ποιος είπε ότι η ζωή είναι δίκαιη; Κανείς. Γιατί δεν είναι.
Ένας κωλόγερος οδηγούσε το
φορτηγό της εταιρείας. Πώς τον έβαλαν στη δουλειά ρωτήστε τον υπουργό που είχε
βύσμα. Του ‘φυγε το αυτοκίνητο κι έπεσε στον γερανό. Κανονικά, αν τηρούνταν οι
κανόνες ασφαλείας, τίποτα δεν θα ‘χε γίνει. Αλλά δεν συνέβη στο Τόκυο, συνέβη
στη Θεσσαλονίκη,
Το ένα πόδι του γερανού πατούσε
δυο μέτρα απ’ την τρύπα. Το χτύπησε το αυτοκίνητο, το έσπρωξε, όχι πολύ, ίσως
ένα μέτρο ή ενάμιση. Το έδαφος υποχώρησε.
Σαν τα πουλιά, τους γερανούς,
έμεινε για μια στιγμή να ισορροπεί στο ένα, να αεροβατεί, έκανε έναν χορό ερωτοτροπίας,
σαν τα πουλιά, τους γερανούς. Μετά έπεσε. Όπως συνηθίζουν να κάνουν τα
πράγματα. Είκοσι τόνοι ατσάλι.
Τραυματίστηκαν τρεις, σκοτώθηκε
ακαριαία ένας, ο Πέτρος μου.
~~
Όταν με πήραν τηλέφωνο
“Η κυρία Αϋφαντή;”
γέλασα γιατί δεν έχω το επίθετο
του Πέτρου
“Έγινε ένα ατύχημα στο μετρό…”
κι όταν με φωνάζαν έτσι μου
φαινότανε αστείο
“…είναι στο Παπαγεωργίου…”
και συνέχισα να γελάω, νευρικά
“…δυστυχώς απεβίωσε.”
γελούσα μέχρι που λιποθύμησα.
Στην κηδεία δεν πήγα. Ήμουν στο
νοσοκομείο, γαλοπούλα γεμιστή με ηρεμιστικά. Όταν συνερχόμουν δαγκωνόμουν και
προσπαθούσα να πηδήξω απ’ το παράθυρο. Με δέσανε για να μου βάλουν κι άλλη
γέμιση.
Συνήλθα για το παιδί μου. Αν δεν
ήταν ο Μαρίνος θα πέθαινα. Αλλά έπρεπε να ζήσω για κείνον.
~~
Γυρίσαμε στο σπίτι. Η εταιρεία με
καλόπιασε με μια κολοσσιαία αποζημίωση, σχεδόν είκοσι τόνους, για να μην τους
κάνω μήνυση. Δεν το ‘χα σκοπό, αλλά τα λεφτά τα πήρα.
Ο θάνατος του Πέτρου εξασφάλισε
τη ζωή μου και τη ζωή του Μαρίνου. Ίσως και τη ζωή των παιδιών του Μαρίνου.
Αλλά δεν ήθελα να μένω στην
Καλαμαριά. Δεν το άντεχα το σπίτι μας. Το σπίτι μας, ΜΑΣ. Είχαμε ζήσει τόσα με
τον Πέτρο εκεί. Ήταν το πρώτο ΜΑΣ σπίτι, χρόνια πριν παντρευτούμε, όταν ήμασταν
μόνο οι δυο ΜΑΣ.
Σε κάθε δωμάτιο, κάθε γωνιά, κάθε
καρέκλα, πίσω απ’ τις κουρτίνες κι ανάμεσα στα πλακάκια του μπάνιου, στα
κάγκελα του μπαλκονιού, στο κοντρόλ της τηλεόρασης, στις καμμένες λάμπες,
παντού έβρισκα κομμάτια του.
Έκλαψα πολύ. Δεν το ήξερα. Δεν
ήξερα ότι μπορεί ο άνθρωπος να κλάψει τόσο πολύ, τόσες πολλές μέρες, τόσα πολλά
δάκρυα, δεν το ήξερα.
Όμως έπρεπε να σταματήσω να θρηνώ
και να ζήσω. Όταν ζεις δεν έχεις άλλη επιλογή. Ή ζεις ή πηδάς απ’ το μπαλκόνι.
Διαλέγεις. Κι αν έχεις παιδί πρέπει να διαλέξεις γρήγορα.
Να φύγουμε, να φύγουμε.
~~
Βεβαιώθηκα γι’ αυτό, αναγκάστηκα
σ’ αυτό, όταν άρχισε το τραγουδάκι.
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Καθόμουν στην καρέκλα της
κουζίνας και κοιτούσα τα χέρια μου. Το ‘κανα για πολλές ώρες την ημέρα.
Κοιτούσα τις παλάμες μου, τις γραμμές της ζωής -και τη βέρα.
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Σηκώθηκα κι ακολούθησα τον ήχο.
Ερχόταν απ’ το δωμάτιο του Μαρίνου, αλλά δεν έμοιαζε με τη φωνή του.
Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι
και πού θα σταματήσει;
Ο Μαρίνος καθόταν στο πάτωμα.
Πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Κρατούσε κάτι στο χέρι του και το ‘βαζε να τρέχει
κάτω.
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Του μίλησα.
“Μαρινούλη;”
Γύρισε απότομα.
“Μαμά.”
“Τι τραγουδάς;”
“Δεν τραγουδάω εγώ, μαμά.”
“Ποιος τραγουδάει, Μαρινούλη;”
“Το παιδάκι.”
Κοίταξε πάλι μπροστά. Έγειρε το
κεφάλι αριστερά, σαν σκύλος που ακούει τ’ όνομα του. Μετά γύρισε πάλι σε μένα.
“Έφυγε τώρα”, μου είπε.
“Τι κρατάς στο χέρι σου;”
Μου έδειξε. Ήταν ένα φορτηγάκι, ο
Μπάρμπας, απ’ την ταινία του Κεραυνού Μακουίν.
“Είναι τ’ αυτοκίνητο που σκότωσε
τον μπαμπά”, μου είπε.
Έπεσα στα γόνατα και τον
αγκάλιασα. Ναι, έπρεπε να φύγουμε.
~~
Θα μπορούσαμε να πάμε παντού,
λεφτά είχαμε. Αλλά αποφάσισα να πάμε στο Πήλιο. Τότε νόμιζα ότι ήθελα να
κρατήσω κάτι απ’ τον Πέτρο. Μάλλον ήταν το αίμα που με καλούσε.
Είχε ένα ερειπωμένο σπίτι στο
Ανήλιο, στο ανατολικό Πήλιο. Ήταν του παππού του, είχε περάσει τα παιδικά του
χρόνια εκεί, τα καλοκαίρια. Όταν πέθανε κι αυτός και η γιαγιά κανείς δεν
ξαναπάτησε. Είκοσι χρόνια παρατημένο.
Ο Πέτρος το ‘χε όνειρο να το
αναπαλαιώσει, σαν χρέος στον παππού του, που τον στήριξε για να σπουδάσει. Δεν
υπήρχαν λεφτά για να το κάνει, μέχρι που σκοτώθηκε.
Δεν πήγα καν να το δω. Το ανέθεσα
στον Σωτήρη, τον καλύτερο φίλο του Πέτρου απ’ τη σχολή, να το φτιάξει, χωρίς να
με νοιάζει πόσο θα κοστίσει.
Το έβλεπα σαν δίκαιη λύση για
όλους -όσο δίκαιη μπορεί να είναι μια λύση που περιλαμβάνει κι έναν θάνατο. Το
όνειρο του Πέτρου θα γινόταν πραγματικότητα. Εγώ θα έφευγα απ’ το σπίτι ΜΑΣ. Κι
ο Μαρίνος θα μεγάλωνε στην εξοχή.
Μακάρι να ‘χα αγοράσει ένα
υπόγειο στην πλατεία Αττικής.
~~
Τέλειωσε σε τρεις μήνες. Όταν
έχεις λεφτά να διαθέσεις όλα γίνονται. Μέχρι και διακοσμητή έβαλα, να μας το
φτιάξει όπως ήθελε εκείνος και να το ετοιμάσει για κατοίκηση.
Το σπίτι ΜΑΣ στην Καλαμαριά το
πούλησα. Τζάμπα το έδωσα, αλλά δεν με ένοιαζε. Έπρεπε να ξεφορτωθώ τα ΜΑΣ για
να αντέξω.
Μετακομίσαμε στο Ανήλιο τον
Ιούλιο. Χωρίς έπιπλα. Λίγες κούτες, με τ’ απαραίτητα και τα ρούχα, τις είχε
πάει η μεταφορική. Εμείς πήγαμε άδειοι.
Σαν ανεβήκαμε το βουνό και
βγήκαμε στην άλλη μεριά, εκεί που φαινόταν το Αιγαίο, ο Μαρίνος ενθουσιάστηκε.
Κι εγώ. Η θάλασσα φαινόταν έτοιμη να μας ξεπλύνει. Το ίδιο πίστευε κι ο Αιγέας,
μέχρι που είδε τα μαύρα πανιά.
Το σπίτι ήταν υπέροχο. Μικρό,
αλλά μεγάλο -για δύο ανθρώπους. Όλο πετρόχτιστο, με κεραμίδια στο χρώμα της
πέτρας. Είχε μια τεράστια αυλή που έμοιαζε με μπαλκόνι. Μπαλκόνι, γιατί το
Ανήλιο είναι χτισμένο σε γκρεμό, οπότε όλα είναι κατηφορικά -ή ανηφορικά,
εξαρτάται προς τα πού πας.
Κάτω απ’ την αυλή υπήρχε η
παιδική χαρά του χωριού. Την έβλεπες σαν να παρακολουθείς όπερα απ’ το θεωρείο.
“Εδώ θα παίζεις με τα παιδάκια
του χωριού”, είπα στον Μαρίνο. “Κι εγώ θα κάθομαι στην αυλή να πίνω τσάι και να
σε προσέχω.”
Ο Μαρίνος κοίταξε την παιδική
χαρά.
“Δεν έχει παιδάκια”, μου είπε.
“Θα έρθουν. Τώρα έχουν πάει για
μπάνιο.”
Αλλά δεν ήρθε ποτέ κανένα. Πέρα
από ‘κείνο.
~~
Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν
ακόμη πιο όμορφο. Για φωτογράφηση σε περιοδικό τύπου Aegean Houses.
Αλλά συνήθως σ’ αυτές τις
φωτογραφήσεις βάζουν και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Τα ροδομάγουλα παιδάκια, η
καλλίγραμη μαμά, ο τρυφερός -και γυμνασμένος- μπαμπάς. Όλοι να χαμογελάνε και
να τρώνε μεσογειακό πρωινό. Το σπίτι υπήρχε, αλλά έλειπαν τ’ άλλα.
Τα λεφτά δεν αγοράζουν την
ευτυχία, έτσι λένε. Ίσως να μην το πιστεύετε. Εγώ το ξέρω.
~~
Πέσαμε να κοιμηθούμε στο διπλό
κρεβάτι. Μαζί βεβαίως. Απ’ τη μέρα που έπεσε ο γερανός, κι αφού βγήκα απ’ το
νοσοκομείο, κοιμόμασταν πάντα μαζί. Η ψυχίατρος δεν συμφωνούσε. Μου έλεγε ότι
προσπαθούσα να αντικαταστήσω τον άντρα μου με τον γιο μου. Της έλεγα ότι είναι
ηλίθια.
Ξαπλώσαμε. Απέξω, απ’ την παιδική
χαρά, ακουγόταν η κούνια να τρίζει, σαν κάποιος να κουνιόταν. Ο Μαρίνος
κατουρήθηκε. Τον σήκωσα και τον έβαλα για λίγο στον καναπέ της κουζίνας. Άλλαζα
σεντόνια όταν τον άκουσα.
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Πήγα στην κουζίνα και βρήκα τον
Μαρίνο όρθιο, να κοιτάζει έξω απ’ το τζάμι της πόρτας.
“Πού το ξέρεις αυτό το
τραγουδάκι;” του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.
“Το παιδάκι μου το ‘πε.”
“Και το παιδάκι πού το ξέρει;”
“Του το ‘πε ο μπαμπάς.”
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Δεν ήθελα να ρωτήσω, φοβόμουν τι
θ’ ακούσω, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, ρώτησα.
“Κι ο μπαμπάς που το ξέρει;”
Ο Μαρίνος με κοίταξε με τα γαλανά
του μάτια, που τόσο έμοιαζαν του Πέτρου. Με κοίταξε και είπε:
“Του το ‘παν οι πεθαμένοι.”
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Απέξω ακουγόταν η κούνια να
τρίζει. Για να μη βλέπω άλλο τον Μαρίνο
(τα μάτια του, τα μάτια του)
άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην
αυλή.
Κοίταξα στην παιδική χαρά. Θα
ήταν ωραία αν ένα παιδί έκανε κούνια -στις δύο το πρωί; Ή αν η κούνια κουνιόταν
μόνη της, απ’ τον αέρα. Αλλά ήταν ακίνητη, τα πάντα ήταν ακίνητα, κι ακουγόταν
μόνο το τρίξιμο, σαν να ‘ρχεται απ’ το τίποτα -ή από κάτι που τέλειωσε.
Μπήκα ξανά στο σπίτι, τρέμοντας.
Κι ο Μαρίνος έλειπε. Τον φώναξα. Τρελάθηκα. Πήγα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ήταν
στο κρεβάτι. Σκεπασμένος με το σεντόνι ως το κεφάλι. Το τράβηξα πιστεύοντας ότι
θα τον βρω με τον λαιμό κομμένο.
Ο λαιμός του ήταν μια χαρά.
Κοιμόταν. Κοιμόταν σαν μικρό παιδί που εξαντλήθηκε απ’ το πολύ παιχνίδι. Έπεσα
δίπλα του, νομίζοντας ότι δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Κοιμήθηκα σαν πέτρα στο
βυθό σιωπηλών θαλασσών.
~~
Το επόμενο πρωί με ξυπνήσανε
φωνές παιδιών που παίζανε. Ο Μαρίνος έλειπε απ’ το κρεβάτι. Άνοιξα το παράθυρο
της κάμαρας και κοίταξα έξω. Η παιδική χαρά ήταν άδεια. Ακούγονταν φωνές και
γέλια. Ο Μαρίνος έλειπε. Μετά μια διαφήμιση. “Θετική ενέργεια δυνατά. Θετική
ενέργεια άψογα.”
Πήγα στην κουζίνα. Τον βρήκα στο
τραπέζι να τρώει δαχτυλιδάκια μελιού ξερά και να ‘χει την τηλεόραση στη
διαπασών. “Θετική ενέργεια άπειρη.”
“Τι κάνεις;” τον ρώτησα.
“Δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το γάλα”,
είπε.
Έκλεισα την τηλεόραση.
“Γιατί το ‘χεις τόσο δυνατά; Δεν
ξέρεις ότι κοιμάμαι;”
“Δεν ήθελα ν’ ακούω το παιδάκι”,
μου είπε.
“Ποιο παιδάκι;”
“Το παιδάκι στην παιδική χαρά.”
Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω έξω.
Ήξερα ότι δεν ήταν κανείς εκεί.
“Μου ‘λεγε να πάω να παίξω. Μου
‘λεγε κι άλλα.”
“Τι σου ‘λεγε;”
“Πώς σκοτώθηκε.”
Τρέχει τρέχει τρέχει το
αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι
έπρεπε να φύγουμε. Ξανά. Να μπούμε στο αμάξι, όπως ήμασταν, με τις πιτζάμες,
και να φύγουμε.
Θυμήθηκα τη συχωρεμένη τη μάνα
μου. Όταν με έβλεπε αγχωμένη ή στεναχωρημένη, ειδικά στην εφηβεία που βαρούσαν
καμπανάκια στο κεφάλι μου χωρίς λόγο, μου έλεγε: “Όταν πας να τρελαθείς φάε μια
μεγάλη ΙΟΝ αμυγδάλου.”
Και πάντα έπιανε η συμβουλή της
-ακόμα και στην Αγγλία που δεν είχαν ΙΟΝ.
“Πάμε να πάρουμε μια σοκολάτα;”
είπα στον Μαρίνο.
“Επιτρέπεται;” είπε αυτός.
Τον προσέχαμε τον Μαρίνο μας.
Σπάνια γλυκό, ποτέ πατατάκια και λουκάνικα κι αηδίες. Γι’ αυτό του φάνηκε
παράξενο.
“Σήμερα επιβάλλεται”, του είπα.
Δεν ντυθήκαμε. Βγήκαμε με τις παντόφλες.
Στο χωριό ήμασταν, αυτή είναι μια πολυτέλεια που δεν σου επιτρέπεται στην πόλη.
Κατεβήκαμε στην πλατεία και
μπήκαμε στο παντοπωλείο του κυρ-Βασίλη. Ο Πέτρος μου είχε πει γι’ αυτό, ήταν
ένα μαγικό μέρος της παιδικής του ηλικίας. Και δεν είχε αλλάξει. Ο Μαρίνος
γοητεύτηκε με την πρώτη ματιά. Κι εγώ έμεινα άναυδη.
Δεν υπήρχε η ψυχαναγκαστική τάξη
του σούπερ μάρκετ, όμοια προϊόντα ίσια βαλμένα στα σωστά ράφια.
Το παντοπωλείο ήταν σαν να το
είχε φτιάξει ένας τρελός, ένας άναρχος νους. Δυο κονσέρβες τούλιπ και δίπλα
σερβιέτες. Απορρυπαντικό ρολ για πλύσιμο στο χέρι μαζί με το ρύζι. Και
μπαταρίες ΑΑ δίπλα.
Τα προϊόντα στο σούπερ τα
χαρτογραφείς με την πρώτη επίσκεψη. Εκεί μέσα, στο παντοπωλείο, μπορούσες να
τριγυρνάς όλη σου τη ζωή και ποτέ να μη μάθεις που έχει τα λουκούμια.
Αυτή ήταν η μαγεία που δεν
μπορούσε να εξηγήσει ο Πέτρος. Γιατί κι η ζωή είναι κάπως έτσι, μαγική. Δεν
είναι όλα βαλμένα σωστά. Ο θεός δεν είναι υπάλληλος σούπερ μάρκετ. Είναι ένας
γέρος παντοπώλης που αραδιάζει τα προϊόντα όπου τύχει. Κι ίσως ποτέ να μη
μάθεις που είναι τα λουκούμια.
“Έχει σοκολάτες εδώ;” ρώτησε ο
Μαρίνος.
“Κάπου θα ‘χει”, του είπα.
“Παντού έχει σοκολάτες.”
Ακόμα και στην Κόλαση. Αλλά είναι
λίγο λιωμένες.
Κι ενώ κοιτούσαμε τριγύρω μπήκε ο
κυρ-Βασίλης. Ήταν το ίδιο γέρος όπως μου τον είχε περιγράψει ο Πέτρος.
“Ποιανού είσ’ εσύ;” ρώτησε τον
Μαρίνο.
“Της μαμάς μου”.
Ο κυρ-Βασίλης γέλασε. Η μασέλα
του ήταν λίγο πιο λευκή από κουφέτο.
“Τον πατέρα σου πώς τον λένε;”
είπε μετά.
“Δεν τον λένε.”
“Γιατί;”
“Γιατί ‘ναι πεθαμένος.”
Ο παντοπώλης στράφηκε σε μένα.
“Είσαι η χήρα του Αϋφαντή.
Συλλυπητήρια.”
“Σας ευχαριστώ.”
Η οικογένεια του Πέτρου ήταν
γνωστή στο χωριό -όπως είναι όλες οι οικογένειες εκεί. Θα είχαν μάθει τα νέα
απ’ την τηλεόραση, και θα τα ‘χαν συζητήσει το χειμώνα. Όλα τα κανάλια είχαν
πρώτο θέμα τον τυχαίο θάνατο ενός μηχανικού. Κι ο χωριάτες έβλεπαν πολλή
τηλεόραση.
Ο Μαρίνος τον σκούντηξε και τον
ρώτησε αν έχει σοκολάτες.
“Έχω σοκολάτες από τότε που ήταν
πρωθυπουργός ο Βενιζέλος”, είπε ο κυρ-Βασίλης.
“ΙΟΝ έχετε;” του είπε ο Μαρίνος.
“Ξέρει να διαλέγει ο μικρός.”
Γύρισε αργά, χωρίς καθόλου να το
σκεφτεί. Ήξερε ακριβώς πού ήταν, ανάμεσα στις φρυγανιές και τη μουστάρδα. Για
εκείνον δεν υπήρχε χάος, μόνο κάποια ανορθόδοξη τάξη.
Μας τις έδωσε χωρίς να δεχτεί
χρήματα. Πήραμε δυο σοκολάτες και βγήκαμε. Τις ανοίξαμε στον δρόμο, ο καθένας
τη δικιά του. Του είπα να περπατήσουμε στα καλντερίμια. Συμφώνησε. Μετά δεν
μιλήσαμε ξανά, μόνο τρώγαμε.
Και για λίγο ένιωσα φυσιολογική,
κανονική, ολόκληρη, σχεδόν χαρούμενη. Κάτι ήξερε η γιαγιά.
~~
Μισή σοκολάτα παρακάτω, ήταν στην
αυλή της μια σκεβρωμένη γρια που πότιζε τα γεράνια της. Φορούσε ένα από εκείνα
τα φορέματα-κουρτίνες κι η καμπούρα της φούσκωνε σαν σκεπασμένη πολυθρόνα.
Όταν πλησιάσαμε στράφηκε προς το
μέρος μας. Όχι για να μας δει, δεν μπορούσε. Ήταν τυφλή. Έμοιαζε να μυρίζει τον
αέρα και ν’ αφουγκράζεται την περπατησιά για να μας αναγνωρίσει.
“Ποιοι είστ’ εσείς;” είπε σαν
φτάσαμε κοντά. Η φωνή της ίδια με κρώξιμο καρακάξας. “Ξένοι είστε;”
“Ναι”, είπα εγώ.
“Όχι”, είπε ο Μαρίνος.
Η γρια καρακάξα, σαν μυρίστηκε
πτώμα, πλησίασε στα κάγκελα.
“Πού κάθεστε;” ρώτησε μυρίζοντας
τον αέρα μας.
“Στο σπίτι του Αϋφαντή”, της
είπα, περιμένοντας τα συλλυπητήρια.
Η γρια έκανε πίσω κι έφτυσε κάτω.
“Η χήρα του είσαι;”
“Αυτοπροσώπως.”
“Και τι γυρεύεις εδώ; Δεν σου
‘φτασαν όσα έκαμε ο άντρας σου;”
“Τι εννοείτε;”
Είχε εκνευριστεί κι ο Μαρίνος το
κατάλαβε.
“Πάμε μαμά, πάμε”, είπε και με
τράβηξε.
“Κι έφερες και το μωρό μαζί”,
συνέχισε η γρια. “Τι σου φταίει το μωρό;”
“Δεν σας καταλαβαίνω”, είπα πιο
έντονα. “Τι πρόβλημα έχετε μ’ εμένα και το παιδί μου;”
“Πάμε μαμά, πάμε.”
“Με τον άντρα σου έχω”, είπε η
γρια.
“Ο άντρας μου… Ο άντρας μου είναι
νεκρός, αν δεν το γνωρίζετε”, της φώναξα.
“Μαμά, μαμά, πάμε, πάμε.”
“Πήρε αυτό που του έπρεπε”, είπε
η γρια.
Έμεινα άφωνη απ’ την οργή. Έσφιξα
τη σοκολάτα τόσο που έλιωσε κι έσταξε στον δρόμο. Ίσως και να τη χτυπούσα,
χωρίς να με νοιάζει αν ήταν γρια, τυφλή, καμπούρα. Θα το έκανα σίγουρα, αλλά με
πρόλαβε ο Ιάσονας.
~~~~~~~~
Συνεχίζεται: “Και πού θα
σταματήσει;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~