Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Το Μακεδονικό βάζει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό και φουντώνει τα σενάρια εκλογών


Την ίδια στιγμή που ο Ζόραν Ζάεφ συνεχίσει την προκλητική προεκλογική του εκστρατεία ενόψει του δημοψηφίσματος σε δύο λιγότερο από δύο εβδομάδες, στην Ελλάδα η πολιτική σύγκρουση ΣΥΡΙΖΑ με ΝΔ θα μοιάζει με νέο… μακεδονικό αγώνα.

Οι παρουσίες των κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη και η χρησιμοποίηση κατά κόρον τη συμφωνίας των Πρεσπών ως κεντρικό προεκλογικό θέμα, δείχνει τις προθέσεις των δύο κομμάτων.

Μπορεί η οικονομία, και κυρίως η υπόθεση των συντάξεων, να καίνε τις τσέπες των ελλήνων πολιτών, ωστόσο φαίνεται ότι για το Μακεδονικό βγήκαν ήδη τα μαχαίρια.

Όχι μόνο μεταξύ των δύο αρχηγών των κομμάτων ή του Πάνου Καμμένου, αλλά και μεταξύ των επικοινωνιακών διαύλων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, κυρίως στο διαδίκτυο.

Αυτό που γίνεται στα social media γύρω από την υπόθεση των Σκοπίων δεν έχει προηγούμενο. Και προβληματίζει όλους εκείνους που θα ήθελαν να επικρατήσει η σύνεση, να υπάρχει πολιτική ψυχραιμία και να μην εκτραπεί η συζήτηση σε πεδία που τελικά θα οδηγήσουν στον απόλυτο διχασμό.

Η μεγάλη αποτυχία για την Ελλάδα ήταν πως συνέβη αυτό που όλοι φοβήθηκαν από την αρχή. Ότι δηλαδή ένα θέμα που αφορά την γειτονική χώρα μετατράπηκε σε ελληνικό εσωτερικό πρόβλημα που προκαλεί εμφύλιο σπαραγμό.

Διαφορετικοί κόσμοι
Και στην περίπτωση του Μακεδονικού Τσίπρας και Μητσοτάκης βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Ο πρώτος αποθεώνει τη συμφωνία των Πρεσπών και την θεωρεί ιστορική ευκαιρία. Ο δεύτερος την καταδικάζει απερίφραστα κι επιμένει ότι δεν θα την ψηφίσει, στέλνοντας μηνύματα τόσο στα Σκόπια όσο και σε ΗΠΑ και Ευρώπη που θέλουν όσο τίποτε να ολοκληρωθεί η «βάφτιση» της γειτονικής χώρας.

Με όλα τα χαρτιά των κομμάτων να έχουν πέσει στο τραπέζι, δεν αποκλείεται να υπάρξουν σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, νωρίτερα από τον Μάιο όπου οι περισσότεροι περιμένουν να στηθούν κάλπες για νέα Βουλή.

Αν και μέχρι πρότινος η πλειοψηφία στοιχημάτιζε σε εκλογές τον Μάιο ή στη λήξη της τετραετίας, τώρα πολλοί δεν αποκλείουν διαφορετικές σκέψεις, ανάλογα με το πότε θα έρθει η συμφωνία για κύρωση στη Βουλή. Σύμφωνα με τον Νίκο Βούτση αυτό θα γίνει Ιανουάριο ή Φεβρουάριο με το Μαξίμου να μετράει από τώρα τα… κουκιά για να δει αν βγαίνουν ώστε να ψηφιστεί η συμφωνία.

Αν υποθέσουμε ότι οι ΑΝΕΛ επιμένουν στη θέση τους και δεν ψηφίσουν, πλην της συνεργαζόμενης Κ. Παπακώστα, η κυβέρνηση αναζητά στήριξη από άλλα κόμματα.

Με την πόλωση για το Μακεδονικό να βρίσκεται στο ζενίθ πολύ δύσκολο θα υπάρξουν βουλευτές άλλων κομμάτων που θα ψηφίσουν τη συμφωνία, κάτι που ενδεχομένως να οδηγήσει σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.

Υπάρχει, πάντως, κι ένα δεύτερο σενάριο, αυτό της ηρωϊκής εξόδου της κυβέρνησης με αφορμή τις συντάξεις. Αν δηλαδή στις αρχές Νοεμβρίου δεν πετύχει συμφωνία με τους δανειστές για ακύρωση ή για μια πολύμηνη αναβολή του μέτρου των περικοπών, τότε θα μπορούσε ο πρωθυπουργός να το κάνει… Κούγκι και να καταγγείλει την τρόικα προκηρύσσοντας εκλογές.

Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν, πάντως, ξεκινήσει προετοιμασίες για κάλπες με τον Πάνο Σκουρλέτη να προσπαθεί να μαζέψει τις διαλυμένες κομματικές οργανώσεις.

Στο Μαξίμου προσπαθούν να φτιάξουν ένα επικοινωνιακό αφήγημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανατρέπει τη διαφορά με τη ΝΔ. Γι’ αυτό και βγήκαν στη δημοσιότητα σειρά δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι κλείνει η ψαλίδα ή ότι ο κόσμος υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τις εξαγγελίες Τσίπρα.

Πυροκροτητής

Σε κάθε περίπτωση, οι συντάξεις ή η αντιπαράθεση για τα οικονομικά μέτρα και το οικονομικό μοντέλο που πρέπει να ακολουθηθεί μπορεί να είναι η πολιτική βόμβα που θα μας ακολουθεί μέχρι τις εκλογές. Όμως, ο πυροκροτητής είναι το Μακεδονικό, ειδικά από τη στιγμή που ο Ζόραν Ζάεφ συνεχίζει να προκαλεί μιλώντας για μακεδονική γλώσσα και ταυτότητα και ξεχνώντας εντελώς τις Πρέσπες και τις υποσχέσεις που έδωσε.

Οι συνεχείς παρεμβάσεις του προκαλούν την οργή μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας ενώ και στο Μαξίμου δεν αισθάνονται άνετα με τα όσα λέει ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας. Στην κυβέρνηση θα ήθελαν να περάσει το δημοψήφισμα και οι επόμενοι μήνες με χαμηλούς τόνους, όμως, η ανάγκη του Ζάεφ να συσπειρώσει τους οπαδούς του «ναι» έχει ανατρέψει όλους τους σχεδιασμούς.

Πάντως, όσο περνούν οι ημέρες και όσο η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ χτυπά κόκκινο, τόσο θα μεγαλώνουν οι πιθανότητες να πάρει φωτιά το πολιτικό σκηνικό και να οδηγηθούμε νωρίτερα από όλους τους σχεδιασμούς σε εθνικές εκλογές.










in.gr

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Μόδα και Reality Show: Ο άνθρωπος ως αισθητικό αντικείμενο




“Το περιεχόμενο είναι μια αμυδρή ματιά, μια αστραπιαία συνάντηση. Ειναι πολύ μικροσκοπικό, πολύ μικροσκοπικό, περιεχόμενο.” Willem De Kooning

Ας μιλήσουμε για αισθητική, εφόσον κανείς δεν μιλάει για ευαισθησία.

Η καντιανή αισθητική ιδεολογία, ισχύει στις μέρες μας, μέσω της εδραίωσης του δέκτη-παρατηρητή, ως το σημείο αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο ετεροκαθορίζεται το ‘ωραίο’ με βάση μια άρχουσα τάξη, σε ανώτερη (ή υψηλή) τέχνη και σε κατώτερη κουλτούρα.

Αυτό το αστικό κοινωνικό στρώμα, προσκείμενο στο ιδεολόγημα του Καντ περί αισθητικής κρίσης του θεατή, θα πλανηθεί όταν ο ευρωπαϊκός Μοντερνισμός, επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια του αισθητικού αντικειμένου, με τον Γάλλο ζωγράφο και γλύπτη Μarchel Duchamp, να εκθέτει, μαζί με τα έργα της “ανώτερης τέχνης” και ένα ουροδοχείο με την υπογραφή του. Εκστασιασμένη η ανώτερη αστική τάξη θα το επαινέσει θριαμβευτικά. Ο Duchamp κατάφερε να μεταβάλει το χρηστικό αντικείμενο, σε έργο τέχνης, βάζοντας απλά την υπογραφή του κι εκθέτοντας το μπροστά στους κριτές-δέκτες της ανώτερης τέχνης.

Ο άνθρωπος καθώς φαίνεται πλανάται εύκολα. Ο άνθρωπος επίσης είναι ο μόνος ζωντανός οργανισμός που καλείται να καλύψει το σώμα του με ρουχισμό. Η αλήθεια είναι ότι το ρούχο είναι ένα χρηστικό αντικείμενο, στο οποίο έχουν αποδοθεί αξιώσεις καλλιτεχνικές αλλά και εννοιολογικές, στις διαστάσεις που κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες αντικατοπτρίζονται στη μόδα της ‘υψηλής ραπτικής’. Ειναι ένα φαινόμενο ιστορικό, καθώς εγκολπώνει την έννοια της μορφής και του περιεχομένου της Ιδέας. Είναι βέβαια και ο όρος ‘υψηλή ραπτική’, πρόδηλος της ιστορικής μεταβολής της χρηστικής ανάγκης του ρουχισμού, στην ανάγκη της αποδοχής και τέρψης των κριτών του ανώτερου πολιτιστικού κοινού. Η  υπογραφή του σχεδιαστή μόδας επικύρωνε το ρούχο ως αισθητικό αντικείμενο.

Στην μεταμοντέρνα εποχή, αρχίζουμε να παρατηρούμε την μετατροπή του ανθρώπου σε αισθητικό αντικείμενο. Η μεταμοντέρνα εποχή της ακραίας εξατομίκευσης, εμπεριέχει το υποκείμενο σε προεκτάσεις που ενώ φαινομενικά, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων των media, καταδεικνύουν οτι το ‘σύμπαν’ διαστέλλεται για να χωρέσει τις νέες διαστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης, τουναντίον συστέλλεται τρομακτικά και μονοδιάστατα στην ύπαρξη του ατόμου. Αυτό γίνεται με έναν εξαιρετικά μυωπικό τρόπο που δεν επιτρέπει στο άτομο την κριτική θεώρηση κι εννοιολόγηση της ύπαρξης του.

Όταν τον 19ο αιώνα, η σκέψη στράφηκε για πρώτη φορά στον άνθρωπο, όταν το σύμπαν πράγματι για πρώτη φορά διαστάληκε για να τον εμπεριέχει, αφήνοντας στην άκρη τις θεοκρατικές θεωρήσεις, ο άνθρωπος κατανόησε τη ζωή για το μεγαλείο της αλλά και το μάταιο κι άφευκτο του θανάτου. Υπήρξε ένα ‘κύμα’ αυτοκτονιών λόγω αυτής της μεγάλης συνειδητοποίησης. Ο άνθρωπος του 19ου αιώνα με στραμμένους τους προβολείς της σκέψης πάνω του αποφάσιζε να εξαφανιστεί. Αντίθετα, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα με στραμμένους τους προβολείς της τηλεθέασης, της κάμερας, της οθόνης, της σκηνής πάνω του, αποφασίζει να διαχυθεί. Να γίνει influencer, γνωστός, διάσημος, brand ambassador, να γίνει ο ίδιος ένα προϊόν που μπορεί να εξάγει. Να συμμετέχει σε ριάλιτι σόου-απάτες μιας υπόσχεσης καριέρας, με κριτική επιτροπή, η οποία συμπεριφέρεται σαν αυθεντία, φορέας της γνώσης, μιας ανώτερης ομορφιάς, μαγειρικής (!) μιας ανώτερης αισθητικής.

Γυναίκες παρατάσσονται να τους δoθεί έγκριση, η υπογραφή ότι πληρούν τα αισθητικά κριτήρια των κριτών. Ένας άνθρωπος σε ένα τόσο ανοίκειο περιβάλλον, μιας γραμμικής πλατφόρμας να μην μπορεί να ακουμπήσει πουθενά, όρθιος σαν σε εκτελεστικό απόσπασμα ή άψυχο γλυπτό σε μουσείο.

Ριάλιτι σόου που αισθητικοποιούν και αποπολιτικοποιούν κάθε πτυχή της ζωής, με αφοριστικούς όρους ‘θετικών ενεργειών’ για την νίκη των συμμετεχόντων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από τους μαζανθρώπους που ζητούν από (απατεώνες) ευεργέτες, την έγκριση τους, και που παίζουν τον σκηνογραφημένο ρόλο που τους έχει δοθεί. Άλλοτε ως απτόητες περσόνες σίγουρες για τη νίκη, κι άλλοτε απολογητικές για την ίδια τους την ύπαρξη.

Σαν τους ιερείς που βάζουν τους πιστούς να λένε μετάνοιες και προσευχές καθημερινά, γιατί 2018 χρόνια ενοχισμού για τα ψυχικά πάθη δεν ήταν αρκετά, τώρα θα εμπεριέχονται και τα σωματικά. Γιατί άνθρωπε, και ιδίως εσύ γυναίκα, δεν είσαι μόνο Ιδέα είσαι και Μορφή, συγκεκριμένα με αυτές τις αναλογίες, ύψος, χρώμα και υφή! Αλλά κυρίως είσαι ένα αισθητικό αντικείμενο, θα σε χωρέσουμε σε πλαίσια και με εσένα θα στολίσουμε ως εικόνα, τους δρόμους, τα σπίτια, τις οθόνες και τα μυαλά σε μια περιπλοκή των ρόλων για το ποιος εν τέλει είναι ο τελικός κριτικός παρατηρητής.


Και πού θα σταματήσει;



Το πρώτο μέρος εδώ: “Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι”  
~~~~~

“Ολαρία ολαρά, γύρω – γύρω τα παιδιά,
ο μαρκήσιος Ντε Σαντ μ’ ένα χίππυ,
ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά”
Δ. Σαββόπουλος

“We’re just two lost souls swimming in a fish bowl”
Wish you were here, Pink Floyd

~~~~~~~~~~

Ήρθε από πίσω μας και μ’ άγγιξε στον ώμο. Την ίδια στιγμή μίλησε στη γριά.

“Τράβα μέσα και βγάλε τον σκασμό, μωρή στρίγγλα.
Και σε μένα: “Μην της δίνεις σημασία. Προχώρα και μην την ακούς.”

Η γριά δεν φάνηκε ν’ αποθαρρύνεται.
“Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι”, του είπε. “Τα ίδια μυαλά έχεις κι εσύ με τον…”

Αλλά δεν ακούσαμε το όνομα, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσε ένα αγροτικό, ενώ εμείς απομακρυνόμασταν. Εμείς; Γύρισα να δω τον άντρα δίπλα μου.

Ήταν στην ηλικία του Πέτρου, λίγες γκρίζες τρίχες στα μαλλιά και στο μούσι. Ψηλός και γαλανομάτης. Ωραίος. Ναι, δεν θα κρυφτώ, αυτό σκέφτηκα σαν τον είδα: Ωραίος άντρας. Αμαρτία ομολογημένη, αμαρτία ουκ εστί.

Συστήθηκε και μας συνόδευσε. Τον έλεγαν Ιάσονα (“τι πρωτότυπο για το Πήλιο, ε;” είπε) κι ήταν εγγονός του κυρ Βασίλη, που είχε το παντοπωλείο.

Του είχε πει ο γέρος ότι περάσαμε από ‘κεί και ο Ιάσονας έτρεξε να μας βρει -και να μας σώσει απ’ τη γριά τελικά.

Ήταν παιδικός φίλος του Πέτρου, συνομήλικος του. Παίζανε μαζί στο χωριό, κάθε καλοκαίρι, για πολλά χρόνια. Μετά ο Πέτρος σταμάτησε να πηγαίνει στο Ανήλιο (γιατί;).
Ο Ιάσονας σπούδασε στην Αθήνα κι είχαν πάνω από είκοσι χρόνια να βρεθούν. Αφού σκοτώθηκε σίγουρα δεν θα ξαναβρίσκονταν.

“Δεν μου ‘χε μιλήσει για σένα”, του είπα.
“Το περίμενα.” Έδειξε τον Μαρίνο. “Του μοιάζει.”
“Το ξέρω.”
“Ειδικά τα μάτια.”
“Ναι, ειδικά τα μάτια.”

“Δεν ξέρω τι σου ‘χε πει ο Πέτρος για το χωριό”, είπε κι έφτιαξε λίγο τα μαλλιά του.

Είχε πυκνά μαλλιά, σε αντίθεση με του Πέτρου, που τα ξύριζε για να μη φαίνεται η αραίωση. Ωραίος άντρας.

“Ότι περνούσε υπέροχα εδώ σαν παιδί”, του είπα.
“Ναι, ε; Μόνο αυτό;”
“Τι εννοείς;”
“Ναι, εντάξει, δε λέω, περνούσαμε καλά, όλη μέρα στο δρόμο ήμασταν, αλλά… Δεν σου ‘χε πει τίποτα άλλο, ε;”
“Τίποτα”, του είπα ξερά. Δεν μου είχε αναφέρει κάτι “άλλο” και δεν μπορούσα να καταλάβω τι προσπαθούσε να πει ο Ιάσονας. Και γιατί δυσκολευόταν τόσο πολύ.

Φτάσαμε σε μια διασταύρωση. Μια χειροποίητη πινακίδα έδειχνε αριστερά, 2 χιλιόμετρα, η Πηγή της Αγιά Μαρίνας.

“Θέλετε να πάμε από δω;” μου είπε. “Στην Αγιά Μαρίνα; Είναι ωραία.”
“Το όνομα μου”, είπε ο Μαρίνος, “απ’ αυτή το πήρα.”

Είχα πολύ δύσκολο τοκετό. Είπα στην Αγιά Μαρίνα να με βοηθήσει να γεννήσω. Ο Πέτρος με κορόιδευε, αλλά σε παιδί και σε άγιο μην τάξεις.

Στρίψαμε προς τα ‘κει.

“Ο Πέτρος ήταν ηγετική φυσιογνωμία παιδί”, είπε ο Ιάσονας.
“Ο μπαμπάς;” έκανε ο μικρός.
“Συνέχισε να είναι και μετά”, του είπα. “Είναι κακό αυτό;”
“Αυτό δεν είναι”, είπε ο Ιάσονας και κοίταξε τον Μαρίνο. Ανάμεσα στις λέξεις που ξεστόμισε υπήρχε και κάτι που ήταν κρυμμένο, κάτι που δεν έπρεπε ν’ ακούσει το παιδί.

Φτάσαμε στην Πηγή της Αγιά Μαρίνας. Ήταν ένα ξέφωτο μ’ έναν αιωνόβιο πλάτανο στη μέση και μια μικρή εκκλησιά στην εμπασιά. Μέσα απ’ το δέντρο έτρεχε νερό.

“Εκεί πέρα θα βρεις σαλτιμπάγκους”, είπε ο Ιάσονας στον Μαρίνο.
“Σαλτιπάκους;”
“Σαλτιμπάγκους. Δεν τους ξέρεις; Είναι σαν λιβελούλες, αλλά με σκούρα φτερά, συνήθως μπλε. Κι έχουν μια βασική διαφορά απ’ τις λιβελούλες. Εκείνες κάθονται μ’ ανοιχτά φτερά. Οι σαλτιμπάγκοι κάθονται με κλειστά. Για πήγαινε να δεις, θα βρεις κανέναν;”

Ο Μαρίνος κοίταξε εμένα, για να πάρει την άδεια. Του την έδωσα, γιατί ο Ιάσονας ήθελε να μείνουμε μόνοι. Όχι με ρομαντικούς σκοπούς. Σαν έφυγε το παιδί ξεκίνησε να μου εξηγεί γιατί ο Πέτρος δεν ξαναγύρισε στο Ανήλιο τόσα χρόνια.

~~

Ο Πέτρος ήταν ο αρχηγός της λυκοπαρέας στο χωριό. Δεν αρκούσε που ήταν πρωτευουσιάνος, αυτό συνήθως ήταν μειονέκτημα, γιατί τα παιδιά της πόλης ήταν πολύ μαλθακά.

Όμως εκείνος ήταν ο πιο σκληρός, έτσι ήθελε να φαίνεται. Δεν φοβόταν τίποτα, δεν δίσταζε ποτέ. Χρίστηκε αρχηγός με τη θυσία μιας γάτας.

Την είχαν πιάσει με καλοπιάσματα τα χωριατόπαιδα και την είχαν θάψει σε μια τρύπα, μόνο το κεφάλι απέξω. Διασκέδαζαν με τα ουρλιαχτά της, αλλά είχαν σκοπό να την αφήσουν να φύγει στο τέλος της μέρας.

Ο Πέτρος είχε γελάσει με την αδυναμία τους. Τους είπε να μην κάνουν τίποτα. Έτρεξε στο χωριό και βρήκε ένα επαγγελματικό χορτοκοπτικό. Το βούτηξε και το πήγε στο χωράφι όπου ήταν θαμμένη η γάτα. Κι ενώ τ’ άλλα παιδιά κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα, ο Πέτρος έβαλε μπρος και πέρασε πάνω απ’ τη γάτα αποκεφαλίζοντας ‘την.

~

“Μου το ‘χε πει αυτό”, είπα στον Ιάσονα. “Αλλά μου το είχε αναφέρει ως τρέλα των παιδιών. Όχι ότι το έκανε ο ίδιος. Σαν να ήταν θεατής πιο πολύ. Ή έστω συνεργός.”
“Ναι, μάλλον είναι δύσκολο να ομολογήσεις στη γυναίκα σου ότι αποκεφάλιζες γάτες.”
“Γάτες;”
“Το ξανάκανε. Άλλη μια φορά.”
“Δεν το πιστεύω.”

Ο Ιάσονας κοίταξε αν ο Μαρίνος ήταν αρκετά μακριά.
“Τότε, αν δεν πιστεύεις αυτό, τότε… Θα δυσκολευτείς να πιστέψεις και το άλλο.”

~~{}~~

Γνωρίζεις έναν άνθρωπο, τον αγαπάς, ζεις μαζί του. Πιστεύεις ότι τον ξέρεις. Αλλά, έτσι νομίζω, όλοι κάτι κρύβουν βαθιά μέσα τους, κάτι που τους λερώνει, κάτι που δεν θέλουν να το ομολογήσουν.

Τώρα, αφού άκουσα όσα μου διηγήθηκε ο Ιάσονας, θυμάμαι απ’ τον Πέτρο ξαφνικούς εφιάλτες, μισόλογα που του ξέφευγαν σαν βατράχια, περιστατικά αταίριαστα που μου έκαναν εντύπωση, ακόμα και δάκρυα -σε μια σκηνή ταινίας που δεν ήταν καθόλου συγκινητική.

Τότε δεν μπορούσα να τα εξηγήσω. Κι ο Πέτρος απέφευγε να μιλήσει. Μάλλον απέφευγε να θυμηθεί.

Αυτό που δεν ήθελε να θυμάται έγινε καλοκαίρι, όταν ήταν δεκάξι χρονών, αυτός κι ο Ιάσονας.

Μαζεύτηκαν στην παιδική χαρά να παίξουν μπάλα. Ενώ στήναν τα τέρματα είδαν ένα πιτσιρικά να κάθεται στη μέση του γηπέδου και να παίζει μ’ ένα πλαστικό φορτηγό. Ένας εξάχρονος, ο γιος της Αργυρώς. Ο Ιάσονας δεν θυμόταν πια το όνομα του. Μάλλον κανείς δεν το θυμάται πια.

“Μικρέ, κάντην”, του είπε ο Ιάσονας.

Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Συνέχιζε να παίζει.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Έριξαν και το κέρμα, ποιος θα ‘παιζε στο πάνω τέρμα, που είχε ανηφόρα. Ο μικρός συνέχιζε να παίζει.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Ανέλαβε ο Πέτρος, ο αρχηγός των παιδιών, ο άρχοντας των μυγών.

“Τράβα αλλού, μικρέ”, του είπε.
“Η μαμά μου είπε να παίξω στην παιδική.”
“Στ’ αρχίδια μου η μαμά σου. Προχώρα.”

Και τον κλώτσησε σιγανά. Τα μικρότερα παιδιά της ομάδας χασκογέλασαν με την απαγορευμένη λέξη. Όμως το παιδί δεν κουνήθηκε -ούτε που απάντησε.

“Μ’ ακούς που σου μιλάω; Πάνε!” φώναξε ο Πέτρος.

Το παιδί έπαιζε και μουρμούριζε.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

“Χαζός είσαι; Δεν ακούς;” Γύρισε προς τ’ άλλα παιδιά. “Αυτό είναι ντιπ για ντιπ βλαμμένο.”

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

Ο Πέτρος τρελάθηκε.
“Σήκω, γαμώ την Παναγία σου!”

Τα παιδιά κοκάλωσαν. Αυτό απαγορευόταν να το λένε κι οι μεγάλοι. Η εκκλησία του χωριού ήταν η Παναγιά η Ελευθερώτρια. Σ’ όλα τα σπίτια υπήρχε στο εικονοστάσι.

Το μικρό δεν σηκώθηκε. Μόνο γύρισε και του είπε, τόσο ήρεμα που θα ζήλευε κι ο Γκάντι: “Δεν σε φοβάμαι.”

Τότε ο Πέτρος του ‘ριξε μπουνιά. Ο μικρός έπιασε το φρύδι του, αλλά δεν έκλαψε.

“Τώρα με φοβάσαι, αρχιδάκι;”
“Όχι.”

Άρχισε να τον ξυλοφορτώνει, αλλά το πιτσιρίκι έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα. Είχε διπλωθεί, αλλά δεν φώναζε ούτε βογκούσε.

Τότε ξεκίνησε να κλαίει. Όχι ο μικρός. Ξεκίνησε να κλαίει ο Πέτρος απ’ τον θυμό του. Και χτυπούσε πιο δυνατά. Κανένα απ’ τα παιδιά δεν μπλέχτηκε. Αλλά κλονίστηκε η πίστη τους στον αρχηγό. Ο Πέτρος το ένιωσε κι εξαγριώθηκε περισσότερο.

Άρπαξε το φορτηγό απ’ τα χέρια του μικρού και το πέταξε μακριά. Το παιχνίδι έπεσε έξω απ’ τη μάντρα της παιδικής, στο ρέμα που ήταν από κάτω.

“Γιατί το ‘κανες αυτό;” είπε ο μικρός και σηκώθηκε. “Εσύ είσαι χαζός.”

Ο Πέτρος έπιασε τον μικρό και τον έσυρε μέχρι τη μάντρα. Τον ανέβασε εκεί και του έδειξε τον γκρεμό από κάτω.

“Τώρα φοβάσαι, αρχιδάκι; Τώρα φοβάσαι;”
“Πέτρο, μαλάκα, χαλάρωσε”, είπε ο Ιάσονας και πλησίασε.
“Τώρα φοβάσαι, ε; Τώρα φοβάσαι;”
“Εσύ φοβάσαι”, έκανε ο μικρός.

Μετά… Μετά δεν είναι βέβαιο τι έγινε. Ίσως να του γλίστρησε απ’ τα χέρια. Ίσως να τον πέταξε. Ο μικρός έπεσε κάτω χωρίς να κάνει ήχο, χωρίς να φωνάξει. Ο Ιάσονας είπε ότι ήταν σαν να έπεφτε ένα πράγμα.

Τα παιδιά τρέξανε στη μάντρα και κοιτάξανε. Ο μικρός ήταν εκεί κάτω, μ’ ανοιχτά μάτια, σαν να τους κοίταζε κι εκείνος. Αλλά το πρόσωπο του ήταν στην πλάτη του. Μ’ ανοιχτά μάτια, αλλά νεκρά. Και δίπλα του το φορτηγό.

Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού θα σταματήσει;

~~~

Έγινε χαμός στο χωριό. Πήγαν οι γείτονες, πήγαν απ’ το καφενείο, πήγε η Αργυρώ, η μάνα του νεκρού, πήγαν όλοι, πήγε η αστυνομία.

Και κάτι που ίσως να μην έχει σημασία, ίσως και να ‘χει. Η Αργυρώ δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Έπιασε τον μοναχογιό της στα σαράντα έξι. Θαύμα το είπανε. Και τον είδε νεκρό στο ρέμα, έξι χρόνια μετά.

Η αστυνομία το έγραψε ως δυστύχημα. Αλλά τη μέρα της κηδείας η Αργυρώ έφυγε απ’ τα μνήματα και πήγε στο σπίτι του Πέτρου. Ο παππούς του τη συλλυπήθηκε, μα δεν την άφησε να μπει στην αυλή. Εκείνη είδε τον Πέτρο να κοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα.

“Κατάρα”, του φώναξε από μακριά. “Την κατάρα μου να ‘χεις, διαολόπαιδο. Κι αν με ακούει η Παναγιά, που σκοτώσαν και το δικό της το παιδί, αν μ’ ακούει να δώσει να γίνει αλήθεια η κατάρα μου. Αν δεν το κάνει αυτή να το κάνει ο διάβολος, κι εγώ του δίνω την ψυχή μου. Την κατάρα μου να ‘χεις. Να μην προλάβεις να δεις το παιδί σου να γίνεται έξι χρονών.”

~~

Δάγκωσα τα χείλη μου τόσο πολύ που μάτωσαν, σαν άκουσα την κατάρα. Ο Ιάσονας κατάλαβε, ίσως να μην το είχε σκεφτεί ως τότε.

“Πόσων χρονών είναι ο μικρός;” μου είπε.
“Θα γίνει έξι στις δεκαεφτά του μήνα.”
“Της Αγιά Μαρίνας”, είπε κι έδειξε με το κεφάλι το ‘κκλησάκι.

Κοίταξα τον Μαρίνο που έψαχνε για σαλτιμπάγκους. Κι άρχισα να κλαίω. Νόμιζα ότι δεν είχα άλλα δάκρυα. Όμως ποτέ δεν στερεύουν τα δάκρυα κι ο πόνος για τους ανθρώπους.

Εκείνα δεν ήταν μόνο δάκρυα πόνου, μα και χαράς μαζί. Ναι, χαράς. Γιατί σκέφτηκα ότι η Άγια Μαρίνα, η προστάτιδα των παιδιών, μας βοήθησε. Η κατάρα δεν έπεσε πάνω στο παιδί μου, αλλά πάνω στον άντρα μου. Σκοτώθηκε εκείνος πριν τα έξι χρόνια του παιδιού του -του παιδιού μου.

Κι όσο κι αν τον αγάπησα τον Πέτρο, κι αυτό είναι πολλή αγάπη, δεν θα μπορούσα να τη συγκρίνω με την αγάπη μου για τον Μαρίνο. Κανέναν δεν αγαπάω πιο πολύ απ’ το παιδί μου, ούτε τον εαυτό μου, ούτε τον θεό τον ίδιο.

Τότε ένιωσα να μου ξεριζώνει την ψυχή ο πόνος της Αργυρώς. Εκείνης της μάνας που είδε το μοναχοπαίδι της, το θαύμα της, γκρεμοτσακισμένο.

Άφησα τον Ιάσονα σύξυλο και μπήκα στο ‘κκλησάκι. Προσευχήθηκα κλαίγοντας. Για τον Πέτρο, για την Αργυρώ, για κείνο το παιδί, για το παιδί μου.

Προσευχήθηκα μέχρι που ένιωσα ότι κάποιος στεκόταν πίσω μου. Φοβήθηκα ότι θα γυρίσω και θα δω την Αργυρώ, να με καταριέται. Ή το παιδάκι. Γύρισα. Στην πόρτα στεκόταν ο Μαρίνος.

“Πρέπει να φύγουμε”, μου είπε.

Είδα το παντελόνι του βρεγμένο. Όχι στα μπατζάκια, ψηλά. Είχε κατουρηθεί πάλι. Τον πήρα απ’ το χέρι.

“Δεν ξέρω τι τον έπιασε”, είπε ο Ιάσονας που μας ακολουθούσε στο δρόμο του γυρισμού. “Ήταν εκεί, κοιτούσε τα έντομα κι έτρεχε πέρα δώθε. Και μετά… Σαν να πάγωσε. Καθόταν εκεί και… Τραγουδούσε.”
“Ένα παιδικό τραγούδι;”
“Ναι, κάτι τέτοιο.”
“Τρέχει τρέχει τρέχει το αυτοκινητάκι και πού”
“Θα σταματήσει;” Τέλειωσε τη φράση ο Ιάσονας.

Σταμάτησε να μας ακολουθεί. Έμεινε πίσω.

“Από πότε έχεις ν’ ακούσεις αυτό το τραγουδάκι;” τον ρώτησα και συνέχισα προς το σπίτι.

Δεν μας ακολούθησε. Ωραίος άντρας, αλλά χέστης.

~~

Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να βάλω τον Μαρίνο στο μπάνιο για να τον πλύνω. Τον στέγνωσα και τον έντυσα. Πηγαινοερχόμουν σαν τρελή. Το κατάλαβε.

“Δεν υπάρχει κάτι να φοβάσαι”, μου είπε.
“Εσύ να μη φοβάσαι.”
“Δεν φοβάμαι.”

Σκέφτηκα τα λόγια του μικρού που είχε σκοτώσει ο Πέτρος. “Δεν σε φοβάμαι.” Τον άφησα στην τηλεόραση και πήγα στο υπνοδωμάτιο για να σκεφτώ. Κοιτούσα τριγύρω. Όλα ήταν τόσο άψογα φτιαγμένα. Και τώρα τι έπρεπε να κάνω; Να φύγω; Πάλι;

Η κατάρα είχε τελειώσει, δεν είχε τελειώσει; Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Ένας πέθανε τότε, ένας πέθανε τώρα. Τι παραπάνω ήθελε από μας;

Γύρισα στην κουζίνα. Η τηλεόραση έπαιζε σιγά. Ο Μαρίνος δεν ήταν εκεί. Δεν τον φώναξα, δεν έψαξα. Πήγα στο παράθυρο και κοίταξα την παιδική χαρά. Τον είδα και μου ‘φυγε η ψυχή.

Ήταν σκαρφαλωμένος, όρθιος στη μάντρα, σ’ εκείνη πάνω απ’ το ρέμα. Φαινόταν να κουνάει το κεφάλι, σαν να μιλούσε με κάποιον. Δεν ούρλιαξα. Φοβήθηκα ότι αν τον τρόμαζα μπορεί να τον έριχνα.

Βγήκα έξω και πήδηξα απ’ την αυλή στην παιδική χαρά. Ήταν ψηλά, δυο τρία μέτρα. Χτύπησα τα γόνατα μου, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε που το κατάλαβα. Πήγα σιγά σιγά από πίσω του.

“Κι εγώ”, είπε ο Μαρίνος κοιτώντας κάτω.

Τον γράπωσα. Κανείς δεν μπορούσε να τον πάρει από μένα πια. Τρόμαξε. Τρόμαξε που τον έπιασα, αλλά το πρόσωπο του ήταν ήρεμο.

“Μαμά, πρέπει να φύγουμε τώρα”, μου είπε.
Τον αγκάλιασα.
“Σε ποιον μιλάς;” τον ρώτησα και κοίταξα κάτω, πιστεύοντας ότι θα δω το παιδάκι με τον σπασμένο λαιμό να με κοιτάει.
Δεν ήταν κανένας.

“Έφυγαν”, είπε ο Μαρίνος.
“Ποιοι; Ποιοι έφυγαν;”
“Μου είπαν ότι πρέπει να φύγουμε κι εμείς. Σήμερα.”
“Ποιοι, ποιοι, Μαρίνο;”
“Ήταν το παιδάκι με το φορτηγό. Κι ο μπαμπάς το κρατούσε απ’ το χέρι.”

Άρχισα πάλι να βουρκώνω. Δεν θα σταματήσει ποτέ αυτό;

“Ο μπαμπάς; Είδες τον μπαμπά;”
“Μου είπε ότι μας αγαπάει. Για πάντα.”

Κοίταξα πάλι στο ρέμα. Μήπως και τον έβλεπα για μια φορά ακόμα.
“Κι εγώ, Πέτρο, κι εγώ”, είπα στον αέρα.
“Πρέπει να φύγουμε, μαμά”, ξαναείπε ο Μαρίνος.

Τον κατέβασα απ’ τη μάντρα. Δεν πήρα καν δεύτερη αλλαξιά ρούχα. Μόνο τα κλειδιά του αυτοκινήτου, το κινητό και το πορτοφόλι. Φύγαμε σαν τρελοί.

Καθώς περνούσαμε έξω απ’ το σπίτι της τυφλής γριας την είδα να μας κοιτάει -έτσι όπως κοιτάζουν οι νεκροί. Το δέντρο πίσω της κουνιόταν. Είχε αρχίσει να φυσάει.

~~

Ήρθαμε στην Αθήνα. Έπιασα δωμάτιο στο Ακροπόλ, το μόνο που είχαν, κάτι σαν σουίτα είναι.

Ο Μαρίνος με ρώτησε αν θα πάμε στο Αττικό Πάρκο. Του είπα ότι δεν μπορώ να βλέπω ζώα σε κλουβιά. Συμφώνησε. Χάζεψε στην τηλεόραση και κοιμήθηκε πριν σκοτεινιάσει.

Ήπια τρία ποτά απ’ το ψυγείο του δωματίου για να καταφέρω να κοιμηθώ κι εγώ.

Σήμερα το πρωί με ξύπνησε η τηλεόραση. Την είχε ανοίξει ο Μαρίνος για να δει κινούμενα σχέδια. Αλλά παντού είχαν ειδήσεις.

Έλεγαν ότι είχε πιάσει φωτιά στο Πήλιο, αργά το βράδυ. Φυσούσε πολύ, οκτώ μποφόρ και πάνω. Οι φλόγες πέρασαν μέσα από ένα χωριό. Το Ανήλιο. Κάηκαν άνθρωποι. Στην οθόνη έδειχνε τη λίστα νεκρών και των αγνοούμενων.

“Κοίτα, μαμά”, είπε ο Μαρίνος. “Γράφει κι εμάς.”

Ένιωσα νεκρή. Μόνο που είδα τα ονόματα μας ένιωσα νεκρή.

Πήρα το τηλέφωνο που περνούσε από κάτω. Ο άνθρωπος με ρώτησε το όνομα μου κι αν είμαι καλά, πού βρίσκομαι. Του είπα ότι έβλεπα τον Παρθενώνα απ’ το παράθυρο.

“Κι ο γιος σας, ο Μαρίνος Αϋφαντής, είναι μαζί σας;”

Όσο χαζό και ν’ ακούγεται, γύρισα να τον κοιτάξω πριν απαντήσω.

“Εδώ είναι.”
“Τυχεροί είστε”, είπε ο πυροσβέστης.

Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς, έτσι ακριβώς μου είπε, ολοσχερώς, το σπίτι μας στο Ανήλιο. Πέρασε μέσα απ’ το ρέμα, σαν ποτάμι φωτιάς, άναψε το σπίτι και συνέχισε.

“Δεν έμεινε τίποτα. Μόνο οι τοίχοι.”
“Δεν πειράζει”, του απάντησα και μάλλον είχε κάτι η φωνή μου που τον ξάφνιασε και του άρεσε. Ίσως είχε κουραστεί ν’ ακούει κλάματα.
“Άγιο είχατε”, μου είπε. “Αν ήσασταν μέσα δύσκολα θα γλιτώνατε.”
“Είχαμε”, του είπα, “είχαμε.”

Με ενημέρωσε ότι έπρεπε να πάω σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα, με την ταυτότητα μου, για να επιβεβαιώσω ότι ήμουν ζωντανή, εγώ και το παιδί μου. Ώστε να μας βγάλουν, επίσημα, απ’ τους αγνοούμενους. Του είπα ότι θα το κάνω, τον ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο.

Πήγα κι έκατσα στο κρεβάτι δίπλα στον Μαρίνο. Του χάιδεψα τα μαλλιά, τον φίλησα, τον αγκάλιασα.

“Είσαι καλά;” τον ρώτησα.
“Ναι. Εσύ;”
“Είμαι. Είμαι.”
“Πού θα πάμε τώρα, μαμά;”
“Δεν ξέρω. Θες να μείνουμε εδώ για λίγο; Σ’ αρέσει εδώ;”
“Μ’ αρέσει. Αλλά να μην πάμε να δούμε τα ζώα.”
“Δεν θα πάμε. Αλλά μπορούμε να πάμε να δούμε τ’ αγάλματα. Θέλεις;”

Χάρηκε. Χάρηκα κι εγώ. Μπήκα να κάνω μπάνιο. Όταν βγήκα τον βρήκα να κοιτάει απ’ το παράθυρο. Φοβήθηκα μην αρχίσει να τραγουδάει πάλι.

“Τι κοιτάς;”
“Τον ουρανό. Ο μπαμπάς με το παιδάκι δεν είναι εκεί, ε;”
“Δεν ξέρω πού είναι.”
“Αλλά κάπου είναι.”
“Μάλλον.”

Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για να πάμε στο μουσείο, με μια μικρή στάση στην αστυνομία. Ο ήλιος έλαμπε. Κατακαλόκαιρο.

“Θα είμαστε καλά εδώ”, του είπα.
“Το ξέρω, μαμά. Αλλά δεν πήραμε ομπρέλα.”
“Τι να την κάνουμε;”
“Θα βρέξει.”

Κοίταξα τον ουρανό. Ήταν πιο γαλάζιος κι από βάφτιση αγοριού.

“Αποκλείεται”, του είπα. “Πώς σου ήρθε αυτό;”
“Μου το ‘πε η κυρία με το καπέλο.”

Δεν ήθελα να ρωτήσω, δεν ήθελα να μάθω ποια ήταν η κυρία με το καπέλο, όχι εκείνη τη στιγμή.

Λίγες ώρες αργότερα ξεκίνησε να βρέχει.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

           

Από μικρό και από την… Καϊλή μαθαίνεις τη νεοφιλελεύθερη αλήθεια


Άθελα της (;) η ευρωβουλευτής ανέδειξε το πραγματικό πρόβλημα με τα πάλαι ποτέ «συστημικά» κόμματα.



Έκανε τον γύρο της δημοσιότητας η δήλωση της ευρωβουλευτού Εύας Καϊλή ότι «Τα επιδόματα δίνονται σε τεμπέληδες που φυτοζωούν χωρίς να θέλουν να εργαστούν».

Και δικαιολογημένα αφού ήταν από εκείνες τις στιγμές που με ειλικρίνεια και αφτιασίδωτα αποτυπώνεται ο σκληρός πυρήνας του νεοφιλελευθερισμού.

Είναι η θέση ότι φτωχός δεν είναι κάποιος που οι κοινωνικές συνθήκες τον έφεραν σε αυτή τη θέση, αλλά κάποιος που ήταν τεμπέλης και δεν ήθελε να εργαστεί.

Είναι η λογική που λέει ότι ο μισθός, η στέγη, η τροφή και η ένδυση δεν είναι στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα που ανήκουν σε όλες και όλους, αλλά τρόπαια για όποιον καταφέρει να αντέξει στα hunger games του σύγχρονου καπιταλισμού.

Είναι η αντίληψη που θέλει κάθε μορφή αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας, πρόνοιας να είναι μια περιττή και επικίνδυνη στρέβλωση της αγοράς.

Είναι η πολιτική που πιστεύει ότι πρέπει να ιδιωτικοποιήσουμε τα πάντα, να καταργήσουμε κάθε κοινωνική προστασία και να υποβιβάσουμε το κράτος σε ένα μηχανισμό αστυνόμευσης.

Είναι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε σε ακραία μορφή στη Χιλή από τα διαβόητα Chicago Boys του Πινοσέτ, σε παραλλαγές στην Αμερική του Ρίγκαν και την Βρετανία της Θάτσερ, αλλά και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά των προγραμμάτων «διαρθρωτικών αλλαγών» του ΔΝΤ που με τη σειρά τους αποτέλεσαν το πρότυπο για τα περιεχόμενα των μνημονίων.

Είναι η κυβερνητική διαχείριση που άφησε τις αγορές ανεξέλεγκτες και ως αποτέλεσμα είχαμε τη μεγάλη κατάρρευση της περιόδου 2007-2008, τις συνέπειες της οποίας ακόμη και σήμερα βιώνουμε.

Αυτή την πολιτική στην Ελλάδα, λίγο πολύ εκπροσωπούσαν για χρόνια τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, έστω και σε παραλλαγές.

Σημαντικές πλευρές της αποδέχτηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ στη διάρκεια της «μνημονιακής προσαρμογής» του.

Σήμερα είμαστε στην έναρξη μια μακράς προεκλογικής περιόδου.

Τα προηγούμενα κόμματα εξουσίας επενδύουν πάρα πολύ στη μεγάλη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ για να ανέβουν στην εξουσία.

Όμως, κάνουν ένα λάθος: πιστεύουν ότι το γεγονός ότι ο κόσμος γυρίζει την πλάτη του στον Τσίπρα και την παρέα του, ισοδυναμεί με πλήρη αποδοχή της κυνικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής που μπορεί να πρεσβεύουν.

Όμως, η κοινωνία δεν αποδοκιμάζει το κακό για να πέσει στο χειρότερο.

Αυτό που ψάχνει μετά από αρκετά χρόνια «μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού» δεν είναι περισσότερη ανισότητα, περισσότερη αχαλίνωτη αγορά, περισσότερο ατομικισμό και κυνισμό.

Δεν θέλει ούτε να δώσει συγχωροχάρτι στη συνθηκολόγηση του Τσίπρα, ούτε να προσφέρει άφεση αμαρτιών στα παλαιά κόμματα εξουσίας.

Ούτε πείθεται ­ –ευτυχώς…– στο σύνολό της, από τον ρατσιστικό κανιβαλισμό που προτείνει σαν λύση η ακροδεξιά Χρυσή Αυγή.

Αυτό που αναζητά είναι η χαμένη αξιοπρέπεια της και μια δικαιοσύνη προς το παρόν ανεύρετη.
         

Τα πάνω κάτω φέρνει στον νόμο Κατσέλη η άρση του τραπεζικού απορρήτου



Τραπεζικές καταθέσεις, εμβάσματα και μεταφορές κεφαλαίων ανοίγουν το επόμενο διάστημα καθώς αίρεται το τραπεζικό απόρρητο για όσους έχουν κάνει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη.

Πλέον παρελθόν αποτελεί το τραπεζικό απόρρητο για 150.768 δανειολήπτες που κατέφυγαν στο νόμο Κατσέλη (3869/2010) για να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και να προστατέψουν την πρώτη κατοικία τους από τον πλειστηριασμό.

Τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν πως αυτό το στοκ των 150.000 και πλέον αιτήσεων θα περιοριστεί κατά 40.000 υποθέσεις περίπου, αφού βάσει υπολογισμών ένα ποσοστό της τάξεως του 25% που αντιστοιχεί σε στρατηγικούς κακοπληρωτές θα προτιμήσει να εγκαταλείψει το λεγόμενο «οχυρό», φοβούμενο την άρση του τραπεζικού απορρήτου.

Υπενθυμίζεται πως ο νόμος, που επιτρέπει για πρώτη φορά στην Ελλάδα άρση του τραπεζικού απορρήτου, ψηφίστηκε στις 15 Ιουνίου (συμπεριλαμβανόταν στο πολυνομοσχέδιο με τα μέτρα της 4ης αξιολόγησης). Στο πλαίσιο αυτού, υπήρχε η πρόβλεψη με την πάροδο 3 μηνών από την ψήφιση, το συγκεκριμένο μέτρο να ενεργοποιηθεί αυτόματα.

Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, υπολογίζεται ότι 13,1 δισ. ευρώ είναι η αξία των δανείων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, για την οποία εκκρεμεί η έκδοση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.

Μάλιστα, από αυτά περίπου 7 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των τραπεζών, το επόμενο διάστημα θα γίνουν μαζικές προτάσεις διευθέτησης των δανείων που βρίσκονται υπό την προστασία του νόμου Κατσέλη, προκειμένου οι υποθέσεις να κλείσουν χωρίς η υπόθεση να φτάσει στην εκδίκαση.

Οι προτάσεις θα περιλαμβάνουν τη ρύθμιση στην οποία θα κατέληγε το δικαστήριο και θα προβλέπουν κουρέματα δανείων έως και 50%, εφόσον βέβαια κάτι τέτοιο δικαιολογείται από την πραγματική οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη.







in.gr


Πόσα επιδόματα λαμβάνει η κυρία Καϊλή;


του Νίκου Μπογιόπουλου      


Η κυρία Καϊλή έχει άποψη για όσους λαμβάνουν επιδόματα. Τους θεωρεί «τεμπέληδες» που «φυτοζωούν χωρίς να θέλουν εργαστούν» και στους οποίους «δίνουμε επιδόματα». Μάλιστα, όταν πάει το μυαλουδάκι της σε αυτούς, τις θυμίζουν «τύπους όπως τον Καρανίκα» (σύμβουλος του κ.Τσίπρα).   



Κατ’ αρχάς να τονίσουμε ότι αφενός δηλώνουμε άγνοια για τα χαρακτηριστικά του κ.Καρανίκα στο «επίπεδο» της ενασχόλησης της Καϊλή μαζί του, αφετέρου στα παλιά μας τα παπούτσια η άποψη της κυρίας Καϊλή για τον κ.Καρανίκα ή του Καρανίκα για την Καϊλή.
Καθόλου, όμως, δεν μας είναι αδιάφορο ένα πολιτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ να μιλά γενικώς για «τεμπέληδες» που «φυτοζωούν χωρίς να θέλουν εργαστούν» όταν πρόκειται για τους φτωχούς και τους άνεργους ανθρώπους που παίρνουν επιδόματα. Γιατί αυτοί, οι φτωχοί, οι άνεργοι, οι ανήμποροι, είναι που λαμβάνουν – όταν τα λαμβάνουν – τα ψίχουλα, που οι πολιτικές σαν αυτή που υπηρετεί και η κυρία Καϊλή τα βαφτίζουν «επιδόματα».
Δεύτερον, δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι η κυρία Καϊλή είναι εργατική. Δεν «φυτοζωεί», δεν «παρασιτεί», δεν «κοπριτεύει», δεν «τεμπελχανεύει» και δεν είναι «χαραμοφάγα». Είναι δραστήρια και εξαιρετικά χρήσιμη.
Αυτή η δραστηριότητα και η εξαιρετική χρησιμότητα λαμβάνεται υπόψη στο Ευρωκοινοβούλιο – όχι μόνο για την κ.Καιλή αλλά για όλους τους ευρωβουλευτές, όπως η ίδια. Το γεγονός αποτυπώνεται στην μισθολογική και επιδοματική πολιτική που ακολουθεί η ευρωβουλή για τα μέλη της.
Σύμφωνα με την επίσημη σελίδα του Ευρωκοινοβουλίου (http://www.europarl.europa.eu/news/el) σας παρουσιάζουμε μια συνοπτική παρουσίαση των μισθών και επιδομάτων που λαμβάνουν οι ευρωβουλευτές σαν την κυρία Καϊλή.
Μισθοί – Συντάξεις

– 8.611,31 ευρώ προ φόρων, καθαρός μηνιαίος μισθός 6.710,67 ευρώ.

– Σύνταξη γήρατος από την ηλικία των 63 ετών που φτάνει μέχρι το 70% επί του μισθού για κάθε πλήρες έτος άσκησης της θητείας τους.

Επιδόματα

– 4.416 ευρώ το μήνα ως «αποζημίωση γενικών εξόδων» για κάλυψη του κόστους των δραστηριοτήτων τους στις εκλογικές περιφέρειες όπως μισθώματα γραφείων, λογαριασμοί τηλεφώνου, υπολογιστές κοκ.

– 4.264 ευρώ ετησίως για «έξοδα μετακίνησης» για εισιτήρια, διόδια, επιβάρυνση για υπέρβαρες αποσκευές ή τέλη κρατήσεων, έξοδα ταξιδιών και στέγασης εκτός κράτους εκλογής τους κοκ.

– 313 ευρω την ημέρα ως «αποζημίωση διαμονής» για την κάλυψη των εξόδων που αφορούν ξενοδοχείο, γεύματα κοκ για κάθε ημέρα που είναι παρόντες στις συνεδριάσεις σε Βρυξέλλες ή Στρασβούργο.

– 156 ευρώ την ημέρα για συναντήσεις εκτός της ΕΕ (εδώ προστίθενται τα έξοδα για λογαριασμούς ξενοδοχείων που επιστρέφονται χωριστά).

– Επιστροφή του 2/3 των ιατρικών εξόδων τους.

– Αποζημίωση στο τέλος της περιόδου της θητείας τους («μεταβατική» και λόγω «λήξης θητείας» όπως την ονομάζουν) ίση με τον μισθό τους, για έναν μήνα κάθε έτους της θητείας τους, με διάρκεια καταβολής αυτής της αποζημίωσης έως και για δύο χρόνια, εφόσον δεν έχουν αναλάβει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή δεν ασκούν δημόσιο αξίωμα (αν ο ευρωβουλευτής δικαιούται ταυτόχρονα σύνταξη λόγω γήρατος ή σύνταξη αναπηρίας, επιλέγει μεταξύ των δύο).

Σημείωση 1η: Τα παραπάνω παρέχονται στους ευρωβουλευτές ταυτόχρονα με το γεγονός ότι το ευρωκοινοβούλιο εξασφαλίζει στους ευρωβουλευτές εξοπλισμένα γραφεία τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Στρασβούργο ενώ οι ευρωβουλευτές μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τα επίσημα οχήματα του ευρωκοινοβουλίου κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων όταν βρίσκονται σε μία εκ των δύο πόλεων.

Σημείωση 2η: Σε προ διετίας έρευνα (https://www.athinorama.gr/tv/article/ta_epidomata_ton_eurobouleuton_sto_mikroskopio-2518270.html ) προέκυψε τα ποσά που υπό μορφή επιδομάτων λαμβάνουν οι ευρωβουλευτές, σαν την κυρία Καιλή, ξεπερνούν τα 350 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο.


Σημείωση 3η: Δεν γνωρίζουμε η κυρία Καϊλή, που έχει άποψη για τα επιδόματα των άλλων, των φτωχών και των άνεργων, ποια και πόσα από αυτά τα επιδόματα λαμβάνει. Βάσει του έργου και της προσφοράς της στον τόπο – όχι σαν κάτι τεμπελχανάδες – ελπίζουμε να τα λαμβάνει όλα.    

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *