Γράφει η Μάρθα Κίσκιλα
Ο εθισμός θεωρήθηκε κάποτε ως μια
«ασθένεια» που σχετιζόταν κυρίως με ουσίες, όπως το αλκοόλ και τα οπιούχα.
Ωστόσο, σήμερα η έννοια του εθισμού
σχετίζεται με πολλά διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα, από τη ζάχαρη και τα
ψώνια, μέχρι τον τζόγο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ηλεκτρονικά
παιχνίδια. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν τέτοιου είδους
καταναγκαστικές συμπεριφορές με το θέμα να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις.
Μάλιστα φέτος για πρώτη φορά ανοίγει η πρώτη κλινική για τον εθισμό στο διαδίκτυο
του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) συμπεριέλαβε
τη «διαταραχή παιχνιδιών» στη λίστα με τις επίσημες διαγνώσεις εθισμού. Αλλά τι
οδηγεί τους ανθρώπους στον εθισμό και τι μπορεί να γίνει;
Η πρώτη χρήση του όρου με τη νέα
του «έννοια» έγινε το 1992, όταν οι εφημερίδες ανέφεραν ότι ο Michael Douglas
κρατήθηκε σε κέντρο σεξουαλικής απεξάρτησης στην Αριζόνα, παρόλο που ο ίδιος
αρνήθηκε ότι έπασχε από κάτι τέτοιο. Η νευροεπιστήμη έχει πλέον αποδείξει σε
μεγάλο βαθμό ότι η χημική ουσία του εγκεφάλου, ντοπαμίνη, οδηγεί σε αυτές τις
ασυγκράτητες επιθυμίες, που οδηγούν στον εθισμό. Επιπλέον, ο κόσμος σήμερα
βομβαρδίζετα καθημερινά από τη διαφήμιση και μαθαίνει σε ένα υπερκαταναλωτικό
τρόπο ζωής. «Ο αριθμός των ατόμων που είναι εθισμένοι σε κάτι έχει αυξηθεί»,
επιβεβαιώνει ο Michael Lynskey, καθηγητής στο King's College του Λονδίνου στον
Guardian. «Στη γενιά των γονιών μου υπήρχε μόνο το τσιγάρο και το αλκοόλ. Τώρα
υπάρχουν περισσότερα, που σε συνάρτηση με την υπερκατανάλωση ενθαρρύνουν την
παρατεταμένη χρήση διαφορετικών πραγμάτων».
Πολλά από αυτά τα είδη εθισμού
θεωρούνται συμπεριφορικά και όχι σωματικά, αφού πρόκειται για εξαρτήσεις που
δεν έχουν σχέση με κάποια ουσία. Παρόλο αυτά, οι συνέπειες τους μπορεί να είναι
εξίσου καταστροφικές. Ο τζόγος είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου
εθισμού κι έχει αναγνωριστεί ιατρικά από το 2013. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι
τα ποσοστά αυτοκτονίας των τζογαδόρων είναι υψηλότερα σε σχέση με όσους είναι εθισμένοι
σε κάποια ουσία. «Υπάρχουν φοιτητές που παρατούν τις σπουδές τους επειδή
εθίζονται σε κάποιο τυχερό παιχνίδι και υπάρχουν και οικογένειες που
αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα επειδή κάποιος εθίζεται στα ψώνια, ενώ τα
χρέη τρέχουν», ανέφερε η Henrietta Bowden-Jones, ψυχίατρος σε κλινική για την
εξάρτηση από το διαδίκτυο.
Ορισμένες φορές, οι καταναγκασμοί
συμβαίνουν για να καλύψει το άτομο κάποιο άλλο πρόβλημα ή για να βρει
«καταφύγιο» από οικογενειακά προβλήματα. Είναι όμως δύσκολο να παραβλέψουμε το
γεγονός ότι πολλές από αυτές τις συμπεριφορές εθισμού γίνονται με το πάτημα
ενός κουμπιού, του γνωστού «like». Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον
Οκτώβριο του 2018, διαπιστώθηκε ότι οι γονείς ανησυχούν δύο φορές περισσότερο
για τον εθισμό των παιδιών τους στο διαδίκτυο παρά στα ναρκωτικά και στα τυχερά
παιχνίδια.
Φυσικά δεν συμφωνούν όλοι με τον
ορισμό αυτών των νέων διαταραχών ως εθισμών. Αυτός είναι και ο λόγος που μόνο ο
τζόγος και τα παιχνίδια είναι από τον WHO στη λίστα των εθισμών. Ωστόσο, με τα
χρόνια τείνει να αλλάζει αυτή η κατάσταση. Πάρτε για παράδειγμα την σεξομανία.
Πολλές φορές στο παρελθόν δεν αντιμετωπιζόταν σαν πρόβλημα, αλλά σαν μα
φυσιολογική κατάσταση. Παρόλο αυτά, οι νευροεπιστήμονες που είχαν τη δυνατότητα
να μελετήσουν τον εγκέφαλο ανθρώπων με τέτοιες τάσεις παρατήρησαν ότι είχαν
πολλές ομοιότητες με τους τοξικομανείς. Σύμφωνα με τον Lynskey, όλοι όσοι
εθίζονται έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως παραμέληση των
ευθυνών, αδυναμία διακοπής και σύνδρομο στέρησης.
Ο Terry Robinson, καθηγητής
ψυχολογίας και νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν - μαζί με τον
συνάδελφό του, Kent Berridge - προσδιόρισε την ντοπαμίνη ως το νευροχημικό
υπεύθυνο για την επιθυμία. «Είτε πρόκειται για ναρκωτικά, ερωτική επαφή, τυχερά
παιχνίδια ή οτιδήποτε άλλο, υπάρχουν σίγουρα ομοιότητες όσον αφορά τους
ψυχολογικούς και νευροβιολογικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται», ανέφερε
χαρακτηριστικά. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν μάλιστα ότι δεν χρειάζεται να αρέσει
σε κάποιον κάτι για να το θέλει, μια πολύ σημαντική ανακάλυψη για τον εθισμό.
Στα μυαλά των εξαρτημένων, η λαχτάρα είναι αφόρητη ακόμα και όταν δεν τους
αρέσει πλέον το αντικείμενο της επιθυμίας τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι
έντονες απολαύσεις της ζωής είναι λιγότερο συχνές και λιγότερο διαρκείς από τις
έντονες επιθυμίες της ζωής.
«Αυτό που συμβαίνει σε αυτούς
τους εθισμούς, είναι ότι το σύστημα ντοπαμίνης γίνεται υπερευαίσθητο. Έχουμε
εντοπίσει τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί εθιζόμαστε»,
αναφέρει ο Robinson. Ο πρώτος παράγοντας είναι ότι το σύγχρονο περιβάλλον μας
είναι γεμάτο με ερεθίσματα που προκαλούν λαχτάρα. Οι άνθρωποι δεν εκτιμούν αυτά
που έχουν και θέλουν συνεχώς περισσότερα, από τα τρόφιμα και την σεξουαλική
επαφή, μέχρι τα ναρκωτικά και τον τζόγο. Ο Lynskey συμφωνεί, προσθέτοντας ότι
«μερικά από τα μηχανήματα τυχερών παιχνιδιών είναι φτιαγμένα έτσι ώστε να
προσελκύουν χρήστες και να ενισχύουν την ντοπαμίνη. Το κουμπί «like» στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο στον οργανισμό.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η
δοσολογία. Στα ναρκωτικά για παράδειγμα ύπαρχε μεγάλη διαφορά στο να μασάει
κάποιος φύλλα κόκας στις Άνδεις και στο να καπνίζει κρακ. Η φαρμακολογία είναι
διαφορετική και αυτό μπορεί επίσης να αυξήσει την τάση προς τον εθισμό. Ο
τελευταίος παράγοντας είναι απλά η πρόσβαση. «Η διατροφή, η εξάρτηση από το
πορνό, τα τυχερά παιχνίδια και τα ναρκωτικά είναι πολύ πιο διαθέσιμα σήμερα σε
σχέση με το παρελθόν. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, συνδυάζονται με σύνθετους
τρόπους και παίζουν σημαντικό ρόλο στους εθισμούς μας», πρόσθεσε ο Robinson. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να
παίξουν ρόλο στον εθισμό είναι η στέρηση και τα παιδικά τραύματα.
Μια άλλη θεωρία για το τι οδηγεί
στη διαφοροποίηση των συμπεριφορών εθισμού προέρχεται από μια σειρά πειραμάτων
που διεξήχθησαν στον Καναδά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, γνωστά ως Rat
Park. Ο ψυχολόγος Bruce Alexander πίστευε ότι ο εθισμός είναι μια ηθική
αποτυχία που προκαλείται από την ακόρεστη δίψα για ηδονή και στην
πραγματικότητα ισχυρίζεται ότι ο εθισμός είναι προσαρμογή. Διαπίστωσε ότι οι
αρουραίοι του εργαστηρίου, ενώ απομονώνονται σε άδεια κλουβιά και είχαν την
επιλογή να πιουν καθαρό νερό ή νερό με ουσίες, εύκολα εθίζονταν στο δεύτερο.
Έπειτα τα αφαίρεσε από τα μοναχικά κλουβιά τους και τα έβαλε στο Πάρκο των
Ποντικών. Ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δει αν υπάρχει επιστροφή από τον εθισμό ή
αν τα ναρκωτικά καταλαμβάνουν σε τόσο μεγάλο βαθμό το μυαλό, ώστε να μην
υπάρχει δυνατότητα επαναφοράς. Τα αποτελέσματα τον δικαίωσαν. Έπειτα από μερικά
συμπτώματα στέρησης, τα πρώην μοναχικά ποντίκια σταμάτησαν την βαριά χρήση και
επέστρεψαν στις κανονικές ποντικίσιες ζωές τους.
Ο Bowden-Jones λέει ότι ο
καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την κατάσταση είναι η γνωσιακή
συμπεριφορική θεραπεία (CBT), μια μορφή ψυχοθεραπείας στην οποία ο θεραπευτής
και ο ασθενής συνεργάζονται ως ομάδα για τον εντοπισμό και την επίλυση
προβλημάτων. Οι θεραπευτές χρησιμοποιούν το γνωσιακό μοντέλο για να βοηθήσουν
τους πελάτες τους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες τους με την αλλαγή στις σκέψεις,
στη συμπεριφορά, και στις συναισθηματικές αντιδράσεις τους. Η βοήθεια μπορεί
επίσης να έχει τη μορφή «εργαλείων ελέγχου» και αυτοσυγκράτησης. Υπάρχουν διάφορα εμπόδια που μπορεί να
χρησιμοποιήσει κανείς για να σταματήσει να βλέπει πορνό, να τζογάρει ή να κάνει
χρήση ουσιών. Ο διαλογισμός μπορεί επίσης να
συμβάλει στη μείωση της κατάχρησης ουσιών.
Η νέα μας πρόκληση είναι να
επικεντρωθούμε στην αντιμετώπιση του εθισμού μας στην τεχνολογία. Το διαδίκτυο
και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας,
ενώ το κινητό τηλέφωνο η προέκταση του χεριού μας. «Οι νεότερες γενιές θα
αποκοπούν κοινωνικά και θα περνούν περισσότερες ώρες στην εικονική παρά στην
πραγματική ζωή», λέει ο Bowden-Jones. Πολλοί από εμάς είμαστε σκλάβοι των
τηλεφώνων μας και θα θα πρέπει να βάλουμε ένα μέτρο. Άλλωστε μάλλον η ντοπαμίνη
στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν φέρνει κάποια ουσιώδη ευχαρίστηση.