Του Άρη Κεραμάρη
Υπήρξε κάποτε μια χώρα.
Υπήρξε και ένα ποδόσφαιρο
εξωπραγματικό .
Βασιζόταν σε συστήματα εξισώσεων,
που είχαν να κάνουν με την ταχύτητα της μπάλας και την θέση των παιχτών στο
χώρο. Όσο κι αν φαίνεται τρελό, αν δεν πέρναγες τα τεστ μνήμης του μεγάλου
Βαλερί, δεν έπαιζες και ας ήσουν ο καλύτερος.
Μια απόλυτη μηχανή. Σοσιαλιστική.
Δεν κέντριζε το ενδιαφέρον. Μαγνήτιζε. Ο κάθε παίχτης ήταν απλά, ένα τέλειο
εξάρτημα αυτής της μηχανής. Ίσως για αυτό κανένας τους, δεν έκανε μεγάλη
καριέρα σε συλλόγους, ατομικά.
Ίσως να φταίει ο ίδιος ο
καπιταλισμός και τα δεδομένα του. Ένας παίχτης που έρχεται από άλλο ημισφαίριο
χρειάζεται προσαρμογή, σκέψου να έρχεται από άλλο κόσμο.
Ο Γιούρι Σάβιτσεφ ήταν ένας
χαρισματικός επιθετικός, μέλος πλέον μιας τιμητικής λέσχης που έχουν οι Ρώσοι,
για όσους έχουν ξεπεράσει τα εκατό γκολ.
Ο Γκενάντι Λιτοφτσένκο ήταν ο
κινητήριος μοχλός της υπερομάδας της ΕΣΣΔ του ‘86 και του ‘88. Κορυφαίος
σοβιετικός παίχτης για το 1984.
Ο Όλεγκ Προτασόφ ήταν ο μόνος
σέντερ φορ της εποχής, που τον συγκρίνανε με τον Φαν Μπάστεν .
Ο Όλεγκ Μπλαχίν ήταν το
μεγαλύτερο όνομα του σοβιετικού ποδοσφαίρου μαζί με τον Λεβ Γιασίν. Αριστερό
εξτρέμ, ισάξιο του Κρόιφ για πολλούς.
Ήταν κάποτε μια χώρα. Αλλιώτικη
από τις άλλες. Την βλέπαμε στον χάρτη πιτσιρικάδες και τρομάζαμε από το
μέγεθος.
Οι χάρτες, την είχαν πάντα με
γκρίζα χρώματα και το όνομα ΕΣΣΔ έκρυβε “μυστικά” , που αλλά τα ανακαλύψαμε κι
άλλα τα ζήσαμε σαν θεατές και σαν συνέπεια, τα αριστουργήματα της πένας των
γενειοφόρων παππούδων της, “τα γκρίζα λυπημένα τους παλτό “, τις δέκα μέρες που
συγκλόνισαν τον κόσμο, τον πυρετό του Μαγιακόφσκι, τα σκαλιά του Αϊζενστάιν,
τις ρωγμές της αλληλεγγύης και της άνοιξης της Πράγας, το φιλί του Ταρκόφσκι,
το κομμένο πόδι του Γιασίν, την χαρά για την Λάικα , τις βόλτες του Γκαγκάριν,
την ενόργανη, τον τσάρο των αιθέρων, το δάκρυ του Μίσα, τα πεσμένα αγάλματα,
τις μισές λέξεις που ξέρουμε που τελειώνουν σε _ισμος, την πίτσα του τελευταίου
γραμματέα.
Μια χώρα που αγαπούσε τις τέχνες
και τα γράμματα, αλλά πιο πολύ τους πατερούληδες. Πρώτα εκείνους στο Άγιο όνομα
της και χρόνια μετά, εκείνους στο όνομα του εργάτη και του αγρότη.
Μια χώρα με ψυχή διαφορετική και
μονολιθική περηφάνια. Περηφάνια για τους αγώνες, τις θυσίες, τα επιτεύγματα και
για το τι αντιπροσώπευε για τον μισό πλανήτη και για τον άλλον μισό, μιας και
λειτουργούσε σαν αντίπαλο δέος. Μια χώρα που πέθανε με τα καλά της και τις
αμαρτίες της κι ας κρατήσει ο καθένας, ότι θέλει από δαύτη.
Όταν πεθαίνει κάτι, τα όρνια
έρχονται πρώτα.
Έτσι και με την Σοβιετική Ένωση.
Τα όρνια έτρεξαν πρώτα. Λεηλατήθηκαν τα πάντα. Έδαφος και υπέδαφος, υποδομές,
εγκαταστάσεις, δίκτυα, διαστημική τεχνολογία , ο πανίσχυρος στόλος της μαύρης
θάλασσας, το έρμο το ποδόσφαιρο θα γλύτωνε το πλιάτσικο;
Οι τέσσερις κακοντυμένοι τύποι,
με το νοσταλγικό, έτοιμο να κλάψει βλέμμα που έχουν οι Σλάβοι και πίνουν sprite
με το καλαμάκι, δεν είναι σκηνή από ταινία του Καορισμάκι.
Είναι οι Σάβιτσεφ, Λιτοφτσένκο,
Προτασόφ, Μπλαχίν.
Η μοίρα και το πλιάτσικο το
έφερε, αυτοί οι τέσσερις να βρεθούν για τρία χρόνια στον Ολυμπιακό. Λεφτά, σιγά
μην πήραν από τον Σαλιαρέλη (τρία χρόνια μετά την άφιξη τους, με δικηγόρο τον
Κούγια, έκαναν προσφυγή και πήραν στα χέρια τους μια επιταγή ενός εμπόρου
όπλων) και τα πρωταθλήματα τα έπαιρναν άλλοι και ας τους έβαζαν ετούτοι, τρία
στο ημίχρονο.
Φοβισμένα τριαντάχρονα παιδιά, ο
νόμος που ίσχυε για το ανατολικό μπλοκ έλεγε πως ο παίχτης δικαιούται μεταγραφή
στο εξωτερικό, μετά τα 28 χρόνια, ήρθαν σε μια ομάδα που ο πρόεδρος έδερνε
κάμεραμαν στο κέντρο του γηπέδου και ήταν υπόδικος για την φυγάδευση του
Κοσκωτά, συν τον μισό ποινικό κώδικα.
Ο κόσμος φώναζε στο γήπεδο
“Αργύρη δώσε το πορτοφόλι”, κάθε φορά που χανόταν κάτι και πήγαινε στου Ρέντη
για να δείρει ή να πετάξει κορνέδες.
Κομμάτι από τα πέτρινα χρόνια
μας.
Ανήκω σε μια γενιά που έμαθε την
μπάλα αλλιώς. Είδαμε θαυματοποιούς και μύστες να διαστέλλουν , να συστέλλουν,
να παγώνουν τον χρόνο και τον χώρο… με μια κίνηση και να αντιστρέφουν την
πραγματικότητα. Περιμέναμε την Κυριακή από την Δευτέρα και περνάγαμε την
Κυριακή, με το τρανζιστορακι στο αυτί.
Προλάβαμε και είδαμε παιχταράδες
με προσωπικότητα και λόγο, λαϊκούς ήρωες με πάθος και όχι τυποποιημένους
τρεχαλατζήδες, σφραγισμένους με μπαρκόντ. Μάθαμε μόνοι μας το τόπι και είχαμε
αντιπαραθέσεις, με επιχειρήματα, στα καφενεία και όχι στα «τσοντοσάιτ».
Διπλώσαμε την αθλητική εφημερίδα στην μασχάλη.
Η μπάλα είναι πάθος, είναι
φιγούρες βγαλμένες από τα παιδικά σου χρόνια, που θέλοντας και μη, σε συνδέουν
ακόμα μ αυτά. Είναι τόπος ελευθερίας, μικρής αγωνίας, αλλιώτικης γης. Και τόπος
ονείρων είναι κι αν θες και τόπος ανασφαλής είναι. Τσιμέντο και κάγκελα.
Έτσι μεγαλώσαμε.
Σαράντα χρόνια για μένα, ο
Ολυμπιακός είναι συμμετοχή στο κυριότερο συστατικό της ζωής μου. Το συναίσθημα.
Μπορεί και για σένα. Σκέψου το. Ούτε η ή ο σύντροφός σου δεν έχουν τόσα ένσημα
εκεί. Δεν γίνεται να αφήσουμε. Δεν γίνεται να αφήσουμε μια μικρή μειοψηφία να
βάλει χέρι εκεί, με κατάπτυστες πράξεις και εμετικά πανό. Ούτε στρατός είμαστε,
ούτε αδέρφια με εισαγόμενους ναζιστές.
Και όσον αφορά τον τελευταίο
εξυπνακισμό… αν είμαστε γαύροι ή Ολυμπιακοί;
Γαύροι Ολυμπιακοί είμαστε ρε
μάγκα.
Η πιο αγαπημένη μου ομάδα, από
όλες του Ολυμπιακού, ήταν εκείνη των Ρώσων. Περασμένα, όχι ξεχασμένα. Πως να
ξεχάσεις;
Κάτω από το ρολόι, στο παλιό
Καραϊσκάκη. Απέναντι από την 7.
Πάντα εκεί. Για να βλέπω τα μιγκ
να ανοίγονται…..