Η εκλογική αναμέτρηση της 7ης
Ιουλίου έχει πολλές «παραξενιές» και ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές είναι πως
πριν καν αρχίσει η προεκλογική περίοδος ήδη στον δημόσιο διάλογο περίοπτη θέση
έχουν τα μετεκλογικά σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Εκλογική αριθμητική
Μία από τις κυριότερες αιτίες
είναι πως πρόκειται για τις τελευταίες εκλογές που θα γίνουν με βάση τις
ρυθμίσεις του νόμου 3626/2008, γνωστό ως «Νόμο Παυλόπουλου» που ορίζει την
παροχή μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα. Επίσης προβλέπεται η αναλογική
μοιρασιά των υπόλοιπων 250 εδρών στα κόμματα που θα περάσουν το όριο του 3% και
θα έχουν κοινοβουλευτική παρουσία.
Οι μεθεπόμενες εκλογές θα γίνουν
με το σύστημα της απλής αναλογικής που προβλέπει όμως την διατήρηση του ορίου
του 3%, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον περιορισμό της δυνατότητας του πρώτου
κόμματος να επιτύχει αυτοδυναμία. Το ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι
πρόσφατο, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα όρια των πολιτικών εξελίξεων χωρίς
φυσικά να μπορεί να τα προβλέψει.
Το ερώτημα που εξετάζεται από όλα
τα πολιτικά επιτελεία είναι εάν η Νέα Δημοκρατία θα μπορέσει να επιτύχει
αυτοδυναμία συγκεντρώνοντας την απόλυτη πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή.
Σαφώς το ποσοστό του 33,11 % που
πέτυχε στις εκλογές και αντιστοιχεί σε 1.865.166 ψήφους, καθώς και η διαφορά
του 9,33% από τον ΣΥΡΙΖΑ, φαίνονται σε μια πρώτη ματιά έως και εντυπωσιακά.
Παρ’ όλα αυτά η Νέα Δημοκρατία έχει μόλις 146.961 ψήφους παραπάνω από όσους
έλαβε τον Ιανουάριο του 2015 και 338.961 ψήφους από όσους είχε τον Σεπτέμβριο
του 2015.
Έαν θεωρηθεί ότι εξαιτίας της
μεγάλης της συσπείρωσης -που έφθασε το 90% στις ευρωεκλογές – αυτοί είναι πάνω κάτω οι ψηφοφόροι της,
τότε, ακόμη και αν δεν υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στην
συμμετοχή στις εκλογές, οι προϋποθέσεις αυτοδυναμίας είναι αμφίβολες. Με το
ποσοστό που κατέγραψε η Ν.Δ μπορεί να επιτύχει μια οριακή αυτοδυναμία 151
βουλευτών, μόνον εάν το ποσοστό του συνόλου των κομμάτων που δεν θα εισέλθουν
στην Βουλή κυμανθεί σε επίπεδα των ευρωεκλογών δηλαδή μεταξύ 18% και 20%. Αυτό
γιατί το ποσοστό που θα πάρει το πρώτο κόμμα σε συνάρτηση με τα ποσοστά του
«εξωκοινοβουλίου» είναι οι καθοριστικοί παράγοντες της αυτοδυναμίας. Όμως η
συνήθης εικόνα είναι αυτά τα ποσοστά στις εθνικές εκλογές να κινούνται μεταξύ
του 8 έως 12%.
Επίσης σημαντικός παράγοντας για
το ποσοστό του πρώτου κόμματος είναι το
θέμα της συμμετοχής. Εάν προσέλθουν στις κάλπες οι ψηφοφόροι σε ποσοστό ανάλογο
παλιότερων αναμετρήσεων και ξεπεράσουν το 60%, τότε αλλάζουν τα δεδομένα αφού
μεγαλώνει η «εκλογική πίτα». Μάλιστα, υπάρχουν και αρκετά σενάρια σύμφωνα με τα
οποία ακόμη και ένα πολύ μικρό ποσοστό της τάξης του 0,1 ή του 0,3% μπορεί να
κρίνει τους συσχετισμούς του καινούργιου κοινοβουλίου. Πολύ δύσκολα πάντως με
τα ισχύοντα μπορεί να μιλήσει κανείς για ισχυρή πλειοψηφία, εκτός αν υπάρξουν
θεαματικές ανατροπές υπέρ της Ν.Δ στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Όσο για το σενάριο της ανατροπής
του αποτελέσματος των ευρωεκλογών από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό προϋποθέτει
ακόμη μεγαλύτερη ανατροπή των δεδομένων
και στην συμμετοχή στις εκλογές και στον βαθμό συσπείρωσης του κυβερνώντος
κόμματος.
Τακτικές
Με βάση όλα τα παραπάνω εύκολα
μπορούν να εξηγηθούν αρκετές από τις δηλώσεις που γίνονται από τα κορυφαία
στελέχη των κομμάτων.
Στην Νέα Δημοκρατία, ο Κυριάκος
Μητσοτάκης επαναλαμβάνει σε όλους τους τόνους πως ανεξάρτητα από το αν η Ν.Δ θα
έχει η όχι αυτοδυναμία θα επιδιώξει τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις.
Προφανώς οι αναφορές αυτές
αφορούν κατά κύριο λόγο το Κίνημα Αλλαγής που, εφόσον διατηρήσει τα ποσοστά των
ευρωεκλογών ή έστω κάπως μικρότερα, επαρκεί για την δημιουργία συγκυβέρνησης
ανάμεσα στα δύο κόμματα. Από την πλευρά του άλλωστε το Κίνημα Αλλαγής έχει αφήσει
τις πόρτες διάπλατα ανοιχτές μιλώντας για «κυβέρνηση εθνικής
συνεννόησης».Χαρακτηριστική ήταν, άλλωστε, η πρόσφατη αντιπαράθεση ανάμεσα στον
Άδωνι Γεωργιαδή και στον Κώστα Σκανδαλίδη, σε τηλεοπτικό πάνελ, σχετικά με το
εάν θα υπάρξει εξεταστική επιτροπή για την «σκευωρία της Novartis», εφόσον
συγκυβερνήσουν τα δύο κόμματα. Πάντως η επίσημη θέση του ΚΙΝ.ΑΛ είναι ότι
εφόσον λάβει την «τρίτη εντολή» από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας θα επιχειρήσει
τον σχηματισμό κυβέρνησης με προγραμματικό πρόταγμα.
Πάντως η Νέα Δημοκρατία διατηρεί
και άλλες επιλογές ανοιχτές. Ακόμη και με το κόμμα Βελόπουλου, εφόσον μπορέσει
να μπει στην Βουλή. Ακόμη και μετριοπαθή στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, όπως ο
Νίκος Δένδιας, είναι ανοιχτά. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ν. Δένδιας, αν και
δήλωσε πως «για τον κ. Βελόπουλο δεν μπορώ να πω ότι βλέπω προφανείς συγκλίσεις
με το κόμμα του», στην συνέχεια είπε πως «εμείς βεβαίως δεν συμφωνούμε καθόλου
με κανένα “υπερδεξιό” ή ακροδεξιό κόμμα, κεντροδεξιό κόμμα είμαστε. Από εκεί
και πέρα αυτό είναι άλλο και είναι άλλο να εξομοιώνουμε το ναζισμό με κόμματα
που μπορεί να έχουν «στραβές» ιδέες αλλά
είναι ιδέες. Δεν είναι βία και δεν είναι φόνος».
Όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ η
προεκλογική τακτική του είναι φανερή: Φως και Σκοτάδι. Θέτει το κλασσικό
δίλημμα περί «επιστροφής της Δεξιάς», εστιάζοντας κυρίως στην συσπείρωση των
ψηφοφόρων του και στα μεγαλύτερα δυνατά ποσοστά του, ώστε πλαγίως να «κόψει την
αυτοδυναμία» από την Νέα Δημοκρατία. Αποφεύγει λοιπόν για προφανείς λόγους κάθε
αναφορά σε μετεκλογικές εξελίξεις, τονίζοντας ότι βασική προϋπόθεση είναι ο
ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει το πόλο προοδευτικών λύσεων.
Τέλος, στο πολιτικό σκηνικό
υπάρχει πλέον και η παράμετρος του Μέρα 25 και του Γιάνη Βαρουφάκη που θα
προσπαθήσει να επιτύχει την είσοδο στην Βουλή. Στην συνέντευξη τύπου που έδωσε
ο Γιάννης Βαρουφάκης ουσιαστικά απέκλεισε το ενδεχόμενο μετεκλογικής
συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος τις προγραμματικές του θέσεις που
είναι αντίθετες από την κυβερνητική πολιτική. Σημείωσε πάντως πως «τους αποκαλώ
ακόμη συντρόφους».
Όλα δείχνουν πως μετά την
αναμενόμενη πόλωση των επόμενων εβδομάδων, το πολιτικό παιχνίδι θα κινηθεί στην
κατεύθυνση νέων συναινέσεων. Πολλά σενάρια είναι ανοιχτά και πιθανά. Η βάση
τους όμως δεν θα διαφέρει και πολύ από αυτήν που διαμόρφωσε τις εξελίξεις των
τελευταίων χρόνων. Δηλαδή την διατήρηση του «μνημονιακού κεκτημένου» έστω και
χωρίς ανάλογη συμφωνία με τους δανειστές.