γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Η ελληνική κυβέρνηση προφανώς δεν είχε κατά
νου το απόφθεγμα «κανείς δεν πρόκειται να σε καβαλήσει, αν δεν είσαι σκυμμένος»
του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ όταν – παρά την επί τετράμηνο πειρατική συμπεριφορά της
Τουρκίας με τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» – δέχτηκε την επανεκκίνηση των
ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έσκυψε»
κάτω από την πίεση των Γερμανών και Αμερικανών και συμφώνησε για την επανεκκίνηση
των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό
για να κατευνάσει την Τουρκία. Ωστόσο, ο Ερντογάν αντιλήφθηκε το… σκύψιμο της
Αθήνας και στέλνει το ερευνητικό «Τσεσμέ» για βόλτες στο κεντρικό Αιγαίο μεταξύ
Λήμνου, Σκύρου και Λέσβου.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η
τουρκική Νavtex για τις έρευνες του «Τσεσμέ» από τις 18 Φεβρουαρίου μέχρι και
τις 2 Μαρτίου εκδόθηκε σε μια στιγμή κατά την οποία ήταν έτοιμη η ελληνική
πρόσκληση προς την τουρκική αντιπροσωπεία για τη συνέχιση των διερευνητικών
συνομιλιών στην Αθήνα μέσα στο πρώτο πενθήμερο του επόμενου μήνα. Είναι
προφανές ότι με τουρκικές έρευνες στο κέντρο του Αιγαίου ακόμη και μια
κυβέρνηση πρόθυμη και υπάκουη σαν αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει την
(πολιτική) δυνατότητα να συνεχίσει συνομιλίες προσποιούμενη ότι με τον διάλογο
επιλύονται όλα τα ζητήματα…
Επισφράγιση τετελεσμένων
Στην προκειμένη περίπτωση ο
«διάλογος» στον οποίο έχει προσέλθει η ελληνική κυβέρνηση με την επανέναρξη των
διερευνητικών συνομιλιών δεν πραγματοποιείται για την επίλυση ζητημάτων, αλλά
για την έμμεση επισφράγιση των τετελεσμένων που δημιούργησε το «Ορούτς Ρέις»
όταν από τον περασμένο Αύγουστο μέχρι και τις 30 Νοεμβρίου έπλεε με τη συνοδεία
τουρκικού πολεμικού στολίσκου μέχρι και 6,5 μίλια από τις ακτές της Ρόδου και
του Καστελλόριζου, οργώνοντας νοτιότερα τη θαλάσσια περιοχή ανατολικά της
Κάσου, της Καρπάθου και της Κρήτης. Γι’ αυτήν την πειρατική της συμπεριφορά η
Τουρκία δεν συνάντησε την παραμικρή ελληνική αντίσταση, αλλά ούτε και κάποια «τιμωρία»
από Ευρωπαίους εταίρους ή Αμερικανούς «προστάτες» της Ελλάδας.
Αντίθετα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη,
όσο ήταν σε εξέλιξη η πειρατεία, συνομίλησε μυστικά υπό γερμανική καθοδήγηση με
τον Ερντογάν και συμφώνησε να αποδεχτεί έναν μηχανισμό (αποσυμπίεσης) στο
πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπου σε μια συζήτηση που εξελίσσεται η Ελλάδα αποδέχεται τον
ακρωτηριασμό των αποτρεπτικών – αμυντικών της δυνατοτήτων.
Δεδομένων τούτων δεν προξενεί
έκπληξη – παρά μόνο σε όσους έχουν κάνει ιδεολογία την υποταγή – το γεγονός ότι
η Τουρκία ζητά περισσότερα. Και για την ακρίβεια, η τουρκική ηγεσία, αφού «κατοχύρωσε»
τα όσα πέτυχε στην ανατολική Μεσόγειο και το νότιο Αιγαίο με τις τετράμηνες
έρευνες του «Ορούτς Ρέις», «επιστρέφει» στο Αιγαίο με το ερευνητικό «Τσεσμέ»
για να υπενθυμίσει το σύνολο των απαιτήσεών της.
«Παιχνίδι» από το 1973
Οι τουρκικές απαιτήσεις στο
Αιγαίο ξεκινούν να αποτυπώνονται το 1973. Τότε η χούντα των συνταγματαρχών –
μαριονέτα των Αμερικανών, ας μην το ξεχνάμε – προχώρησε σε ερευνητικές
γεωτρήσεις νοτιοανατολικά της Λήμνου. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν, εννοείται,
από αμερικανική εταιρεία και δεν προκάλεσαν, εκείνη τη στιγμή, την παραμικρή
αντίδραση από την πλευρά της Τουρκίας. Η αντίδραση της Άγκυρας άρχισε να
εκδηλώνεται τον Νοέμβριο του 1973, όταν τα θεμέλια του ελληνικού δικτατορικού
καθεστώτος άρχισαν να τρίζουν με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τα
ενδοχουντικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με τον παραμερισμό του Παπαδόπουλου από
τον Ιωαννίδη.
Τότε ακριβώς η κυβέρνηση στην
Άγκυρα παραχώρησε στην τουρκική εταιρεία TPAO άδειες για πετρελαϊκές έρευνες σε
27 περιοχές. Την πρώτη φορά, τον Νοέμβριο του 1973, η τουρκική κυβέρνηση
δημοσίευσε τους περίφημους χάρτες με περιοχές έρευνας που εκχωρούνταν πάλι στην
TPAO, βορειοδυτικά των νήσων Λέσβου και Χίου, και νοτιοανατολικά και ανατολικά
των νήσων Σαμοθράκης, Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου. Αργότερα, στις 18 Ιουλίου
1974, η Τουρκία παραχωρεί νέες άδειες για έρευνες υδρογονανθράκων σε τμήματα
του νότιου Αιγαίου, δυτικά των Δωδεκανήσων – σε περιοχές που ανήκουν στην
υφαλοκρηπίδα των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων.
Ήταν η πρώτη απροκάλυπτη τουρκική
διεκδίκηση επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Στις διαμαρτυρίες της
Αθήνας η Άγκυρα απάντησε με την πραγματοποίηση νέων ερευνών στο Αιγαίο με το
ερευνητικό σκάφος «Chandarli», το οποίο συνόδευαν 37 πλοία του τουρκικού
Πολεμικού Ναυτικού! Η ελληνοτουρκική ένταση στο Αιγαίο έναν χρόνο αργότερα, το
καλοκαίρι του 1974, ξεσπά πάνω στις ανοιχτές πληγές της Κύπρου, με τις γνωστές
τραγικές συνέπειες…
«Χόρα» – «Σισμίκ» – «Τσεσμέ»
Έχοντας κατά νου πως αυτό που
κερδίζει κάποιος στο πεδίο της μάχης δύσκολα το χάνει στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα, αφού εδραιώνει τη στρατιωτική της κατοχή στο βόρειο
τμήμα της Κύπρου, συνεχίζει την έμπρακτη προώθηση των θέσεών της στο Αιγαίο.
Δύο χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκία, τον Ιούλιο του 1976, βγάζει
ένα ακόμη ερευνητικό πλοίο της στο Αιγαίο, το «Χόρα», αγνοώντας την ελληνική
πρόταση για παραπομπή του διακανονισμού της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές
Δικαστήριο της Χάγης. Το «Χόρα» στις 6 και 7 Αυγούστου 1976 παραβίασε την
ελληνική υφαλοκρηπίδα στις περιοχές γύρω από τη Λήμνο και τη Λέσβο,
κλιμακώνοντας επικίνδυνα την κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τη σύγκρουση αποσόβησε η υπογραφή
του «εμπιστευτικού» Πρωτοκόλλου της Βέρνης, με το οποίο οι δύο χώρες συμφώνησαν
να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές οι οποίες «θα μπορούσαν να
επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα». Από τότε οι τουρκικές
απόψεις περί των ιδιαιτεροτήτων του Αιγαίου «νομιμοποιούνται», καθώς
διατυπώνονται σε κείμενο που συνυπογράφει η ελληνική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου
Καραμανλή, εφαρμόζοντας το Πρωτόκολλο της Βέρνης που η ίδια υπέγραψε, διέκοψε
κάθε έρευνα ακόμη και γύρω από τη Θάσο το 1978. Έπειτα από κάποιες
αμφιταλαντεύσεις και υπό την πίεση πετρελαϊκών εταιρειών, ο τότε υπουργός
Βιομηχανίας Στέφανος Μάνος προχώρησε στην έκδοση αδειών λίγο πριν από τις
εκλογές του 1981, οι οποίες έμειναν στον «αέρα» με την αλλαγή της κυβέρνησης
και την εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία.
Οι προσπάθειες των κυβερνήσεων
του Ανδρέα Παπανδρέου για τη διερεύνηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης της
ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της Άγκυρας, η οποία
κλιμακώθηκε με την κρίση που ξέσπασε τον Μάρτιο του 1987 με την έξοδο του
τουρκικού ερευνητικού «Σισμίκ» στο Αιγαίο, γεγονός που οδήγησε για ακόμη μια
φορά Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα του πολέμου.
Η Τουρκία, κρατώντας στο χέρι το
Πρωτόκολλο της Βέρνης, όχι μόνο υπενθύμισε την ελληνική δέσμευση για μη
πραγματοποίηση ερευνών στο Αιγαίο, αλλά φρόντισε να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα,
μετατρέποντάς το σε μια ευρύτερη συμφωνία: τη Συμφωνία της Βουλιαγμένης, την
οποία προετοίμασαν κατά τη συνάντησή τους στο Νταβός της Ελβετίας οι ηγέτες των
δύο χωρών Ανδρέας Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ. Η συμφωνία υπογράφτηκε στη
Βουλιαγμένη, στις 27 Μαΐου 1988, μεταξύ των τότε υπουργών Εξωτερικών της
Ελλάδας Κάρολου Παπούλια και της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ. Με αυτήν τη συμφωνία –
αποτέλεσμα της κρίσης του 1987 – άνοιξε ο δρόμος για έναν υπό αμερικανοΝΑΤΟϊκή
κηδεμονία ελληνοτουρκικό διάλογο.
Επιστροφή στο παρόν
Το Πρωτόκολλο της Βέρνης (1976),
η Συμφωνία της Βουλιαγμένης (1988) και η Συμφωνία της Μαδρίτης (1996), με την
οποία η κυβέρνηση Σημίτη αποδέχτηκε μετά την κρίση των Ιμίων τα τουρκικά ζωτικά
συμφέροντα στο Αιγαίο, συνοψίζουν τα τουρκικά διπλωματικά κέρδη ύστερα από κάθε
κρίση και διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται μέχρι τώρα οι
ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για την ακρίβεια, πρόκειται για κείμενα τα οποία
επισφραγίζουν, βήμα προς βήμα, τη μετατροπή του Αιγαίου σε αμφισβητούμενη /
διαφιλονικούμενη περιοχή.
Το γεγονός ότι με βάση αυτές τις
συμφωνίες το Αιγαίο είναι «γκρίζα ζώνη» η Τουρκία φροντίζει να το υπενθυμίζει
σε κάθε ευκαιρία, κλιμακώνοντας την πίεση για ένα οριστικό (πολιτικό και όχι
νομικό) ξεκαθάρισμα. Η Άγκυρα, με την επίμονη και συνεπή στάση της, απλώς
αναμένει τη στιγμή κατά την οποία θα λάβει μερίδιο από τμήματα της ελληνικής
υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, της οποίας την αμφισβήτηση έχει διπλωματικά
κατοχυρωμένη.
Έχοντας, λοιπόν, κατά νου τη νέα
τουρκική Navtex για πραγματοποίηση ερευνών στο κεντρικό Αιγαίο από το
ερευνητικό «Τσεσμέ» μεταξύ 18 Φεβρουαρίου και 2 Μαρτίου καλό είναι να μη
λησμονούμε ότι τον Ιούλιο του 2010, η Τουρκία υπενθύμισε τα φλέγοντα ζητήματα
του Αιγαίου βγάζοντας το τουρκικό υδρογραφικό πλοίο «Τσεσμέ» μια… βόλτα στο
βόρειο Αιγαίο. Τότε, το 2010, θεωρήθηκε ότι με αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα
εξέφρασε εμπράκτως τη δυσαρέσκειά της για την προώθηση της ελληνοϊσραηλινής
συνεργασίας, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται από τη στιγμή που αποκρυσταλλώθηκαν
τα κοινά ενεργειακά συμφέροντα Κύπρου – Ισραήλ. Ωστόσο, οι τουρκικές στοχεύσεις
δεν ήταν συγκυριακές, όπως φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο απάντησε τότε η
τουρκική κυβέρνηση.
Στα διαβήματα διαμαρτυρίας της
ελληνικής κυβέρνησης για τους πλόες του «Τσεσμέ» εντός της ελληνικής
υφαλοκρηπίδας (το 2010) το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών με ανακοίνωσή του
υπενθυμίζει τα διπλωματικά κείμενα που οι δυο χώρες έχουν συνυπογράψει, υπογραμμίζοντας
τα τουρκικά δικαιώματα και ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο.
Αξίζει τον κόπο να δούμε την
τουρκική ανακοίνωση στις ελληνικές διαμαρτυρίες για τις έρευνες του «Τσεσμέ» το
2010, καθώς με την ίδια επιχειρηματολογία θα διαμορφωθούν οι ανακοινώσεις της
Άγκυρας και για τους πλόες που θα επιχειρήσει το «Τσεσμέ» κατ’ αρχάς μεταξύ 18
Φεβρουαρίου με 2 Μαρτίου.
«Σύμφωνα με πληροφορίες από τις
αρμόδιες Αρχές μας», αναφέρει η ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών
το καλοκαίρι του 2010, «το πλοίο TCG Cesme προέβη σε ορισμένες εργασίες
υδρογραφικών μετρήσεων στο βόρειο Αιγαίο, στο πλαίσιο των καθιερωμένων
δραστηριοτήτων, που έχουν στόχο την ενημέρωση των ναυτικών χαρτών. Παρόμοιες
εργασίες πραγματοποιούνται τακτικά και από την πλευρά της Ελλάδας, στη θάλασσα του
Αιγαίου.
Ως γνωστόν, στο Αιγαίο δεν
υπάρχει κανένας τομέας θαλάσσιας δικαιοδοσίας πέραν των χωρικών υδάτων. Για τον
λόγο αυτόν οι περιοχές επέκεινα των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο υπόκεινται στο
καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας. Η Τουρκία και η Ελλάδα με τη Συμφωνία της
Βέρνης του 1976 υποσχέθηκαν να μην προβαίνουν σε σεισμικές έρευνες πέραν των
χωρικών τους υδάτων στο Αιγαίο, μέχρι να επιλυθεί το πρόβλημα της
υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία επιδεικνύει σεβασμό με την πλήρη έννοια στη συμφωνία
αυτή. Για τον λόγο αυτόν οι ειδήσεις του ελληνικού Τύπου, ότι το πλοίο TCG
Cesme πραγματοποιεί γεωλογικές έρευνες, είναι αβάσιμες. Τις πληροφορίες αυτές
και τις απόψεις μας τις διαβιβάσαμε λίαν προσφάτως στο ελληνικό υπουργείο
Εξωτερικών».
ΥΓ.: Η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται
σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά, πέρα από τα δικά
της λάθη, διαμορφώθηκε από τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές, τα λάθη και τις
παραλείψεις των ελληνικών κυβερνήσεων εδώ και μισό αιώνα. Το πρόβλημα, ωστόσο,
της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι αγνοεί την ιστορία, γεγονός που την έχει ήδη
οδηγήσει κοντά στη βάσιμη πιθανότητα να είναι αυτή που θα πληρώσει «ζημιές»
μισού αιώνα.