γράφει ο Γιώργος X. Παπασωτηρίου
«Έχουμε πλουραλισμό στην
ενημέρωση, δείτε τους τίτλους των εφημερίδων» είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος
Μητσοτάκης. Δεν μας είπε όμως πόσα τηλεοπτικά κανάλια είναι ανεξάρτητα; Είπε ο
κ. Μητσοτάκης πως η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη. Δεν μας είπε όμως ποιος διορίζει
την ηγεσία της; Δεν υπάρχει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από τη στιγμή που
εξαρτάται η επιλογή της ηγεσίας της από την Εκτελεστική Εξουσία. Δεν υπάρχει
ανεξάρτητη ενημέρωση, όταν είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτή ελέγχεται από τις
λίστες Πέτσα, από τις κρατικές επιχορηγήσεις και από τα μεγάλα οικονομικά
συμφέροντα.
Τα τελευταία αγοράζουν μίντια (ο Μαρινάκης, ο
Βαρδινογιάννης, ο Σαββίδης, ο Μυτιληναίος, ο Μελισσανίδης…) και εμμέσως πολιτικούς, καθώς χρηματοδοτούν
την εκστρατεία τους, τους εξασφαλίζουν χώρο και χρόνο στα μίντια, που κατέχουν,
υποχρεώνουν τους εργαζόμενους στις δουλειές τους, τους οπαδούς των ομάδων τους,
τους πολίτες αναγνώστες ή τηλεθεατές, που επηρεάζουν, να τους ψηφίζουν.
Κανένα μέσο ενημέρωσης δεν είναι
άμεσα κερδοφόρο σήμερα. Όλα τα μίντια «μπαίνουν μέσα»(όχι μόνο τα κομματικά κ.
Μητσέ) και επιβιώνουν με την χρηματοδότηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων,
προκειμένου να λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης για να επηρεάζουν τις
κυβερνητικές-κρατικές αποφάσεις υπέρ των στόχων τους. ΄
Όχι αυτό δεν είναι Δημοκρατία
είναι Ολιγαρχία.
«Ίσως είμαι λίγο ντεμοντέ, αλλά
πιστεύω ότι όταν μιλάς για δημοκρατία, αυτό σημαίνει ένα άτομο, μία ψήφος. Δεν
σημαίνει ότι οι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν εκλογές…», γράφει στο τουίτερ ο
γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς. Κι όμως έτσι είναι, οι υπερπλούσιοι αγοράζουν
εκλογές.
Οι εκλογές δεν έχουν κανένα
νόημα, επισημαίνει εδώ και πολλά χρόνια ο Νόαμ Τσόμσκι, γιατί η αντιπροσώπευση
εξαντλείται μόνο στην εκπροσώπηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Έτσι, η ρουσωική θέση «για μία
κυβέρνηση του λαού από το λαό για το λαό» στη σημερινή εποχή είναι μέγας μύθος,
καθώς δεν εκλέγει ο λαός –για την ακρίβεια το εκλογικό σώμα- αλλά εκείνοι που
καταφέρνουν να εξαγοράσουν τα «πακέτα ψήφων» των «κάτω», δηλαδή οι πλούσιοι.
Αυτό δεν το λέμε εμείς, αλλά ο Λέστερ Θόροου, καθηγητής και σύμβουλος του Μπιλ
Κλίντον.
Το ίδιο λέει και ο οικονομολόγος
Πωλ Κρούγκμαν, που σημειώνει ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί συνολικά «προς
όφελος λίγων μεγάλων συμφερόντων». Ο πολιτικός ανταγωνισμός έχει καταστεί πλέον
ένας ανταγωνισμός στη διαφθορά. Για το σκάνδαλο Novartis στην Ελλάδα δεν
διώχθηκε κανένας. Μόνο οι… δημοσιογράφοι. Το ίδιο και για τη Zimens, για τα C4Ι
κ.ά. Θυμίζουμε τα 16 δις (οι λίστες "Πέτσα" δεν είναι νέο φαινόμενο)
που μοιράστηκαν στα μέσα ενημέρωσης, στα ενοίκια προεκλογικών κέντρων, στο
εκλογικό υλικό, στις μετακινήσεις οπαδών και ψηφοφόρων, στην εξαγορά
διαμορφωτών της κοινής γνώμης (διανοούμενων και δημοσιογράφων αρθρογράφων) κ.ά.
Αλλά η διαφθορά είναι ένα σύνθετο
σύστημα και για να λειτουργήσει χρειάζεται, επίσης, τη διάβρωση εκείνων των
κοινωνικών κανόνων και θεσμών στους οποίους στηρίζεται η εικονική «σχετική
ισότητα». Αυτούς τους θεσμούς, το χρήμα (η διαφθορά) τους υπονομεύει και
ουσιαστικά τους αντικαθιστά μ’ ένα δίκτυο παράλληλων θεσμών με οσμή μαφίας μέσω
των οποίων αμείβονται οι νομιμόφρονες και τιμωρούνται οι διαφωνούντες. Οι
θεσμοί αυτοί προμηθεύουν στα συστημικά κόμματα εξουσίας και στους υπάκουους
πολιτικούς τους απαραίτητους πόρους (χρήματα, πρόσβαση στα ΜΜΕ) για να
κερδίζουν τις εκλογές, αλλά και ασφαλή καταφύγια στην περίπτωση αποτυχίας
(θέσεις των πολιτικών σε πανεπιστήμια, εταιρείες...).
Οι ίδιοι θεσμοί (πανεπιστήμια,
ινστιτούτα, ΜΜΕ, ΜΚΟ) συντηρούν το μεγάλο ετοιμοπόλεμο στρατό διανοουμένων που
θα εκλαϊκεύουν και θα ενισχύουν αντιλήψεις όπως τα περί της αχρηστίας του
κράτους και κυρίως του κοινωνικού κράτους, της ανάγκης μείωσης των μισθών και
των συντάξεων, ή της φορολογικής ελάφρυνσης των επιχειρήσεων κ.ά. Η διαφθορά
των διανοουμένων αυτών ενίοτε αποκαλύπτεται, όπως στην περίπτωση της ΑΣΟΕΕ, και
τότε η αποφορά είναι αβάσταχτη.
Το πολιτικό σύστημα, συνεπώς,
αντλεί κατ’ επίφαση τη δημοκρατική νομιμοποίησή του από τους πολλούς, ενώ στην
πραγματικότητα νομιμοποιείται από την υλική στήριξη των υπερπλούσιων. Το ιδεολογικό
προκάλυμμα αυτής της προσομοιωμένης δημοκρατίας είναι η άποψη πως ο πλούσιος
(Ροβινσώνας) και ο φτωχός εργαζόμενος (Παρασκευάς) αντί να βλάπτουν ο ένας τον
άλλο, μπορούν να συνεννοούνται για να χρησιμοποιήσουν όσο το δυνατόν καλύτερα
τις ιδιαίτερες ικανότητές τους! Εδώ εδράζεται ο μύθος της «σχετικής ισότητας».
Σημαντικός είναι ο ρόλος των διανοούμενων για τη διαμόρφωση αυτής της ψευδούς
εικόνα, καθώς επικαλούνται αδιαλείπτως τη δημοκρατία, όπως ο Ταρτούφος τα
ονόματα των αγίων, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει ισότητα επιλογών ανάμεσα στους
"από κάτω" και στους "από πάνω"! Στην πραγματικότητα έχουμε
μία Δημοκρατία για τους ισχυρούς και Ολιγαρχία για τους αποκλεισμένους, για
τους άνεργους, τους ανέστιους, τους μετανάστες, τους φτωχούς, τους επισφαλώς
εργαζόμενους(πρεκαριάτο).
Τελικά από τη «δημοκρατία του
standing», από τη δημοκρατία της αέναης ανάπτυξης, της ευφορικότητας και της
θέσης ότι δια της ποσότητας θα επέλθει η αυτόματη εξίσωση και η ευημερία για
όλους, βρισκόμαστε ενώπιον της «δημοκρατίας του φόβου», της «δημοκρατίας» της
έκτακτης ανάγκης, της δημοκρατίας της καθήλωσης, της "έξωθεν
δημοκρατίας" για τους πολλούς και ενός κόσμου όπου ο Όργουελ και ο Χάξλεϋ
ισχύουν ταυτόχρονα.
Η αδυναμία της αριστεράς να
αναλύσει τα νέα δεδομένα και η αποδοχή από τη σοσιαλδημοκρατία αυτού του
συστημικού ολιγαρχικού πλαισίου έχει ως αποτέλεσμα οι αποκλεισμένοι να
καταφεύγουν στο μόνο χώρο που παρουσιάζεται ως αντισυστημικός, στην ακροδεξιά.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ΗΠΑ προηγήθηκαν.
Μπορεί, άραγε, να υπάρξει μία
άλλη προοπτική από αυτή της ολιγαρχικής δημοκρατίας και τη ροπή της προς το
φασισμό;
Θα το ξαναπούμε, αν ο Μάης του
1968 ήταν μία αντίδραση στην επιχείρηση αλλαγής των πολιτιστικών κωδίκων, το
ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τότε είχαμε την αναγνώριση του ατόμου μέσα από την
ηθική της συλλογικής Πράξης για έναν καλύτερο κόσμο. Σήμερα, έχουμε την
αμυντική δράση απέναντι στην προσπάθεια εξαφάνισης της δημοκρατίας, των
ουσιαστικών πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων καθώς και της ανοιχτής
συλλογικότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. Γι’ αυτό το
«γ@μιεσαι Μ…» δεν συνιστά απάντηση στην αλλαγή πολιτιστικών κωδίκων, απλά
αναδεικνύει την αδυναμία της αριστεράς να αντιδράσει μ' ένα νέο ουμανιστικό
λόγο, που θα την καθιστά διακριτή ελπίδα για το μέλλον...