Πριν από περίπου δύο δεκαετίες,
όταν οι συναυλίες για τη ειρήνη δεν προκαλούσαν την οργή (τουλάχιστον όχι
δημόσια) της «ατλαντικής» δεξιάς διοργανώθηκε στο Σύνταγμα η μεγάλη συναυλία
ενάντια στο νατοϊκό βομβαρδισμό της Σερβίας. Ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου
Δημήτρης Παπαχρήστου, που έζησε από την πρώτη γραμμή τη διοργάνωση της
ιστορικής εκδήλωσης, περιγράφει εκείνες τις ημέρες στο νέο του βιβλίου «Αχ!
Μουρλοσκοτωμένο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος.
Με την άδεια των εκδόσεων Τόπος
αναδημοσιεύουμε το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου
«∆ύο εβδοµάδες πριν από το Πάσχα
αρχίσαµε να οργανώνουµε τη µεγάλη αντιπολεµική συναυλία στο Σύνταγµα. Γίναµε
πολλοί, δεν υπήρξε καλλιτέχνης να µη θέλει να συµµετάσχει, µέχρι που κάποιοι
παρεξηγήθηκαν που δεν τους είχαµε φωνάξει…
Οι πρακτικές διαδικασίες πολλές:
αφίσες, ανακοινώσεις, σποτ, τρυκάκια, δηµοσιεύσεις στις εφηµερίδες, προβολή της
προσπάθειας που «έβγαζε τα µάτια» της Ευρώπης. Το στήσιµο της εξέδρας στην
πλατεία Συντάγµατος έγινε τόσο αυθόρµητα, που ο Αβραµόπουλος µε πήρε µέσα στη
νύχτα τηλέφωνο να παραπονεθεί γιατί δεν ζητήσαµε άδεια από τον ∆ήµο, λέγοντας
πως «κι ας είναι µέσα στη Μεγάλη Εβδοµάδα», δεν θα την αρνιόταν…
Στο γραφείο του Λάκη Λαζόπουλου,
στην Πατριάρχου Ιωακείµ, είχαµε στήσει το άτυπο στρατηγείο µας. Είχαµε
συναντηθεί και ξαναδεί τα όνειρά µας κι αυτά που κινδυνεύουµε να χάσουµε, τα
ανθρώπινα, τα αληθινά που δίνουν αξία στη ζωή µας…
Τα χαµόγελα πολλαπλασιάστηκαν στα
πρόσωπά µας και ο ενθουσιασµός που ξαναβρεθήκαµε. Ήταν µεταδοτικός ο ιός της
µνήµης η οποία λειτουργούσε ως αντίδοτο στη θανατηφόρα κοινωνικοπολιτική
αρρώστια που ζούσαµε. Κι ας φωνάζαµε για τον ψεύτικο κόσµο, που πίσω του
κρύβονται κάποιοι και εµφανίζονται καµουφλαρισµένοι για να ασκήσουν το
επάγγελµα της πολιτικής και να το παίξουν σωτήρες, χρησιµοποιώντας τη διανόηση
ως προκάλυψη.
Οι περισσότεροι, οι λεγόµενοι
άνθρωποι του πνεύµατος, οι καλλιτέχνες, οι προβληµατισµένοι της ζωής, είχαν
επίγνωση, ανεξαρτήτως αν δεν είναι φύσει, θέσει, σώµατι και πνεύµατι απέναντι
σε κάθε µορφή εξουσίας, γίνονται δεκανίκια του συστήµατος ή στην καλύτερη των
περιπτώσεων Εύµολποι. Σαν τον Εύµολπο τον αοιδό, που ο Οδυσσέας του χάρισε τη
ζωή γιατί απλώς ήταν διασκεδαστής και των µεν και των δε. Με άλλα λόγια ήξεραν
τον κίνδυνο να καταντήσει ο καθένας τους «ένας κακοµοίρης-κολοµοίρης
ακίνδυνος».
«…Να πάρουµε και τον Μίκη, να
ξεπεράσουµε τους ενδοιασµούς», συµφωνήσαµε όλοι, η Ιωάννα, ο Παντελής, η Μάρω,
ο Σωκράτης, η Πέπη, ο ∆ιονύσης, ο Μιχάλης, ο Γιάγκος, η Τάνια, ο Θάνος…
«Θα τον πάρεις εσύ, θα του είναι
δύσκολο να αρνηθεί…»
Το σήκωσε η κόρη του, της είπα
πως τον θέλουµε για την εκδήλωση κι όταν µου είπε πως «δεν µπορεί αυτή τη
στιγµή», τόνισα σκόπιµα «αν δεν πάρει σ’ αυτό το τηλέφωνο, αυτός θα χάσει».
Κοιταχτήκαµε γιατί µ’ ακούσανε, ο
καθένας είπε τη γνώµη του σχολιάζοντας το κλίµα που είχε δηµιουργηθεί µε τον
Σηµίτη και τον Οτσαλάν, τον φόβο που είχε η κυβέρνηση µήπως και η συγκέντρωση
στραφεί εναντίον της…
Κάποιος είπε ότι ο Θεοδωράκης τα
είχε «πάρει στο κρανίο» µε την υπόθεση Οτσαλάν και πως ο Πάγκαλος έπαιξε τον
ρόλο του «τραγουδιστή» στην Κένυα για να βρεθεί στα χέρια της Τουρκίας…
Και µέσα στην κουβέντα χτύπησε το
τηλέφωνο.
«…Ετοιµάζετε την εκδήλωση;
Συµφωνώ να την κάνετε».
«∆εν γίνεται να µην είσαι και
εσύ» του απάντησα.
«Ναι, ναι, αλλά δεν µπορώ, έχω το
πόδι µου».
«Καλά, άµα δεν µπορείς, τι να
κάνουµε… Είµαστε εδώ, η συναυλία θα γίνει και σε περιµένουµε…»
Κατάλαβα πως δεν ήθελε να λείψει.
«Πάρτε µου µια πολυθρόνα να καθίσω…»
Ο Λαζόπουλος δεν άντεξε να µην
πει, «πώς τη θέλει; Χρυσή τη θέλει;»
∆εν ακούστηκε, τον σκεπάσανε οι
φωνές ευχαρίστησης και το γέλιο. Η περίσταση δεν σήκωνε σποντίτσες…
Πίσω από την εξέδρα είχε στηθεί
µια τέντα, λειτουργούσε σαν να ήταν καµαρίνια. Πήραµε µια πολυθρόνα από το
γραφείο του Λάκη και καθυστερούσαµε από ενθουσιασµό. Είχε κατακλυστεί η πλατεία
Συντάγµατος, πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες, κι έρχονταν κι άλλοι. Είχαν
γεµίσει οι γύρω δρόµοι.
Στο µικρόφωνο µιλούσα κι ήταν κι
ο Ράντοβαν, ένας νεαρός Σέρβος που ζούσε στην Ελλάδα. Μετέφραζε γιατί
ταυτοχρόνως γίνονταν µέσω της RAI αναµετάδοση στη Γιουγκοσλαβία, στο Βελιγράδι…
Η σκηνή είχε πάρει φωτιά. Είχαν
ανέβει πάνω τριάντα τραγουδιστές, τραγουδίστριες, ο ένας κοντά στον άλλο, µια
συνθετική κοινωνική αρµονία. Η ορχήστρα ήταν εκρηκτική…
Ανακοίνωσα πως ήταν µαζί µας ο
Μίκης Θεοδωράκης. Ακούστηκε µια µεγάλη ιαχή. Τον είδα να σηκώνεται µε δυσκολία
από την πολυθρόνα. Πήγα κοντά του. Τον ευχαρίστησα, καθώς και τον ∆ηµήτρη τον
οδηγό του. Χαιρετηθήκαµε µε τα µάτια και συνεννοηθήκαµε.
Ίσως είχε ξεχάσει πως µε είχε
ρωτήσει στην κηδεία του Τσιτσάνη: «Εσύ γιατί δεν µε πας;»
Και την απάντηση: «Γιατί δεν
ρωτάς τον εαυτό σου;»
Ανέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια
της εξέδρας µε δυσκολία και εγώ να κρατάω από κάτω τα µπόσικα µην έχουµε κανένα
σκόνταµα…
«Είσαι και τεράστιος κι
ανοικονόµητος», του είπα γελώντας, «πρόσεχε…»
Μόλις εµφανίστηκε, πανύψηλος όπως
ήταν κι είδε τον κόσµο κι άκουσε το χειροκρότηµα, τις φωνές, τα συνθήµατα που
δηµιουργούσαν µια ατµόσφαιρα που θύµιζε τη δεκαετία του ’60, άναψε ολόκληρος.
Με λίγη αφέλεια θα πίστευε κανείς εκείνη τη στιγµή πως θα σταµατούσαµε τον
πόλεµο στη γειτονιά µας, αύριο το πρωί…
Στεκόµουν δίπλα του και
τραγουδούσαµε όλοι, µε τον Μίκη να σηκώνει τα χέρια του και να γίνονται
φτερούγες, να αγκαλιάσει τα νέα παιδιά που τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήµατα
κάθε που τελείωνε το τραγούδι.
Όταν άρχισε να χτυπάει το αδύναµο
πόδι του και να τραγουδάει κατάλαβα πως η ορµή της νιότης και η πίστη στο
όνειρο µπορούν να γκρεµίσουν καθεστώτα και να γιατρέψουν τις όποιες ανθρώπινες
αδυναµίες, τα λάθη, και όλοι µαζί να κάνουµε τα τραγούδια γροθιές και δύναµη.
Έβλεπα τον Μίκη κι όλους πάνω στη σκηνή να παίρνουν αυτή τη δύναµη και τη χαρά,
κρατώντας µακριά την όποια µαταιοδοξία, µην τους λερώσει…
∆εν είχε κοπάσει ο ενθουσιασµός.
Η εκδήλωση µεταδόθηκε σε όλο τον κόσµο. Οι τηλεοράσεις έδειξαν πως στην Ελλάδα
συγκεντρώθηκαν χιλιάδες και βροντοφώναξαν εναντίον του πολέµου και των
πολεµοκάπηλων ιµπεριαλιστών…
∆εν χρειάστηκαν πολλά λόγια και
πολλές συζητήσεις µέχρι να αποφασίσουµε να οργανώσουµε την επόµενη εβδοµάδα και
στη Θεσσαλονίκη µεγαλύτερη εκδήλωση, να φτάσουµε πιο κοντά, να ακουστεί η φωνή
µας σε όλα τα Βαλκάνια.
Γελάσαµε για την πολεµική γκάφα
που µας είπε ο Γιάννης Χατζηγώγας, σαν να ήταν ανέκδοτο…
Όταν µπήκαν τα Νατοϊκά
τεθωρακισµένα στη Θεσσαλονίκη, εγκλωβίστηκαν για ώρες, γιατί κάποιοι σύγχρονοι
σαλταδόροι-σαµποτέρ είχαν αλλάξει τις πινακίδες στους δρόµους που θα περνούσαν
και τα διάφορα τόξα κατευθύνσεις που οδηγούσαν στην έξοδο. Τα γύριζαν πίσω και
δεν µπορούσαν να βρουν τον δρόµο για τη Γιουγκοσλαβία…
Έγινε και στη Θεσσαλονίκη η
µεγάλη συγκέντρωση. Την οργανώσαµε, αυτοοργανωθήκαµε µε τους οµοιοπαθούντες της
πόλης. Στήθηκε η εξέδρα στην πλατεία Αριστοτέλους µε πλάτη στη θάλασσα. Ο
καιρός ούτε έκλαιγε ούτε γελούσε και οι στάλες της βροχής άρχισαν να απειλούν.
Θορυβηθήκαµε.
«Ο καιρός δεν είναι µαζί µας,
είναι πολεµοχαρής», είπε ο Τάσος, που ρύθµιζε την κονσόλα και είχε βάλει τα
καλώδια πάνω στην εξέδρα χωρίς σοβαρή προστασία…
Ο Παντελής, µαθηµένος σε τέτοια
περιστατικά λόγω επαγγέλµατος και αντίξοων γυρισµάτων στις ταινίες του, τώρα
φαινόταν ανήσυχος, γύριζε τα µάτια του, τα ’στρεφε στον ουρανό, έβλεπε και τον
κόσµο να συρρέει σε χιλιάδες, δεν του έβγαινε να πει µήπως, ίσως πρέπει να την
αναβάλουµε…
Ο κόσµος είχε γεµίσει την
Αριστοτέλους µε πλακάτ, µε σηµαίες και συνθήµατα. Ψιχάλιζε και σταµάταγε λες
και ακολούθαγε τα συνθήµατα που ακούγονταν διακεκοµµένα, λες και ήταν το ρεφρέν
κάποιου τραγουδιού.
«Θα γίνει κανένα βραχυκύκλωµα και
θα τιναχτούµε στον αέρα», ο Τάσος το έλεγε βλέποντας το ψιχάλισµα να αραιώνει
και γελούσε…
Ο Μπρέγκοβιτς είχε ανεβάσει στη
σκηνή την ορχήστρα του µε τα χάλκινα κι ανησυχούσε κι αυτός µη µας τα χαλάσει ο
καιρός…
«Ας τιναχτούµε», του είπα
γελώντας «κι ας γίνουµε παρανάλωµα διαµαρτυρίας…»
Τα µισά τα κατάλαβε, τα υπόλοιπα,
αυτός ξέρει. Ο καιρός γύρισε µε το µέρος µας, µε το µέρος της ειρήνης και η
συναυλία έγινε και κράτησε ώρες και οι χιλιάδες τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήµατα,
γυρίζοντας τα µάτια τους προς τον Βορρά µε την απορία που µας τρώει, όταν
φτάνουµε στο σηµείο να πούµε «και… τώρα τι κάνουµε;»
Οι δύο εκδηλώσεις έκαναν µεγάλη
αίσθηση και σε µας τους ίδιους και στο εξωτερικό.
Οι εφηµερίδες έγραψαν, οι
τηλεοράσεις έδειξαν, εµείς προσπαθούσαµε να αρθρώσουµε λόγο πολιτικό,
διαφορετικό, ακοµµάτιστο. «Ο πολιτισµός δεν είναι µέρος, δεν είναι τσόντα της
πολιτικής, είναι η πεµπτουσία και το όλον της ύπαρξής µας». Τέτοια λέγαµε και
για το πολιτικό υποκείµενο, που γυρεύουµε να βρούµε και δεν το βρίσκουµε γιατί
δεν το φτιάχνουµε οι ίδιοι…
Ο Θάνος προσπάθησε κι από µέσα,
όσο κι αν συνδιαλέχτηκε δεν τα κατάφερε. Τον είδα να έρχεται χαµογελαστός να
µου πει πως ζήτησε ο Γιώργος Παπανδρέου, υπουργός Εξωτερικών, να µας δει, του
τηλεφώνησε και ο Άκης…
«Το έχω πει και στους άλλους. Το
µεσηµέρι στις δύο µας περιµένει στο Υπουργείο». Κι ήταν Μεγάλο Σάββατο.
Πήγαµε όλοι µαζί, απέναντι απ’ τη
Βουλή, σ’ αυτό το ωραίο κτίριο που το βλέπαµε απέξω. Το µεγάλο τραπέζι σε µια
µεγάλη µακρόστενη αίθουσα µας περίµενε και µας χώρεσε όλους.
Ο Υπουργός, χαµογελαστός,
πρόσχαρος και ευθυτενής µας καλωσόρισε και κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού,
που τόσα είχε ακούσει και ακόµα άντεχε να παραµένει βουβό…
Πέρα από τις αβροφροσύνες, καθότι
όλοι γνωριζόµασταν µεταξύ µας, ο Παπανδρέου είπε κατευχαριστηµένος:
«Αυτό που κάνατε ήταν πολύ
σηµαντικό, κάνατε κάτι που δεν µπορούσε να το κάνει η κυβέρνηση, ούτε το
κράτος… Θα ήθελα να γίνει και στο Κόσοβο, εµείς µπορούµε να βοηθήσουµε…»
Κοιταχτήκαµε χωρίς να πούµε
τίποτα πέρα από γενικότητες. Φανήκαµε αρνητικοί γιατί θέλαµε να λειτουργήσουµε
διαφορετικά…
«Για δες µας; Για Μη Κυβερνητική
Οργάνωση µας πέρασες;»
Και εκεί που πήγαινε να ανάψει η
συζήτηση και ενδεχοµένως να συµφωνούσαµε και να διαφωνούσαµε, χτύπησε το κινητό
του Υπουργού.
Σηκώθηκε και πριν φτάσει στην
πόρτα, ακούσαµε να λέει:
«…Τουλάχιστον την ηµέρα της
Ανάστασης να µη γίνουν βοµβαρδισµοί, είναι ορθόδοξοι…»
Καταλάβαµε πως µιλούσε µε τον
Μπλερ, που ως λαγοπόντικας, τηλεφωνούσε για να ανακοινώσει… «…Ο Σολάνα έχει
δώσει το ελεύθερο, έχει παρθεί η απόφαση από το ΝΑΤΟ, να συνεχιστούν οι
βοµβαρδισµοί…»
Σηκωθήκαµε από τις καρέκλες, µαζέψαµε τα µούτρα µας, είπαµε τα σχετικά και φύγαµε χωρίς να ξέρουµε για πού. Κανένας δεν θέλησε να συζητήσουµε, πώς γίνεται η εξωτερική πολιτική µιας χώρας από τα κινητά; Και µάλιστα µε τηλέφωνα σπασµένα…»