γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Και τα παιδιά των πολιτικών; Τ’
ανίψια τους; Τα βαφτιστήρια τους; Γενικά τα παιδιά και τ’ αγγόνια των ισχυρών,
των αναγνωρίσιμων και των «επωνύμων» κάθε τομέα, και όχι μόνο της πολιτικής;
Δεν έχουν ψυχή αυτά; Δεν έχουν όνειρα, φιλοδοξίες, επιθυμίες; Και βιοτικές
ανάγκες να καλύψουν; Πρέπει να αποκλειστούν από παντού, διά νόμου ή με σιωπηρή
πουριτανική αυστηρότητα; Και από τον δημόσιο τομέα και από τον ιδιωτικό, τον
ημεδαπό και τον αλλοδαπό; Ν’ αλλάξουν επώνυμο ή χώρα; Να προβούν σε συμβολική
πατροκτονία ή μητροκτονία, με τις κάμερες να καλύπτουν το τελετουργικό;
Τ’ ακούμε και τα διαβάζουμε
αρκετά συχνά όλα τα παραπάνω παράπονα. Ή τέλος πάντως τ’ ακούμε κάθε φορά που
–καλή ώρα σαν και τώρα– ένας νέος βλαστός κάποιας οικογένειας με όνομα και
εκτόπισμα καταλαμβάνει πόστο σε ασφαλές εργασιακό λιμάνι. Και μάλιστα χωρίς να
έχει προηγηθεί κάποια δοκιμασία του στον πραγματικό βίο, στην οποία να απέδειξε
την επιδεξιοσύνη και τις αντοχές του. Κι ακούμε κι άλλα, μοιρολατρίας
σημαντικά: Μα τι το ψάχνετε; Και τι γκρινιάζετε; Αυτά είναι πατροπαράδοτα
πράγματα, απαράδεκτα μεν πλην πατροπαράδοτα. Ετσι γινόταν πάντα και παντού, με
οποιοδήποτε καθεστώς, κι έτσι θα γίνεται έως της συντελείας του αιώνος. Ακούμε
όμως και βαρύτερα, πολύ βαρύτερα: Δεν είναι μόνο ηθικολογικός λαϊκισμός, είναι
και ρατσισμός να θέλουν ορισμένοι να αποκλείσουν από δουλειές και αξιώματα
όσους έτυχε να γεννηθούν στους κόλπους οικογένειας με παρελθόν ισχύος και παρόν
φήμης.
Φυσικά και έχουν και φιλοδοξίες
και ανάγκες οι γόνοι «με ονοματεπώνυμο», αρκεί να συμμερίζονται και αυτοί και
οι δικοί τους το λογοπαικτικό, και λαϊκιστικό βεβαίως βεβαίως, «τα αγαθά
κόλποις και ουχί κόποις κτώνται», οικογενειακοίς κόλποις. Φυσικά και έχουν
δικαιώματα, εκτός από υποχρεώσεις, στις οποίες άλλωστε, όπως είναι παγκοίνως γνωστό,
η πλειονότητα ανταποκρίνεται με σεμνότητα και ταπεινότητα, απαρνούμενη ανένδοτα
κάθε προνομιακή μεταχείριση. Και οι περισσότεροί τους έχουν και πλούσιες
σπουδές να επιδείξουν, πτυχία, μεταπτυχιακά, γλώσσες, διδακτορικά, τα οποία
ωστόσο δεν είναι πάντοτε αμάχητα τεκμήρια πραγματικής μόρφωσης. Γιατί δεν είναι
πάντοτε ιδιαίτερα εύκολο να αποδείξουν οι πολυπτυχιούχοι ότι σε όλες αυτές τις
σπουδές τους, σε λύκεια, κολέγια, πανεπιστήμια κ.ο.κ., ίδρωσαν πράγματι όσο και
οι εξ «ανωνύμων» προερχόμενοι συσπουδαστές τους (το ομολογώ, δεν θα πάψει ποτέ
να πειράζει το μυαλό μου το του Ομήρου: «ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστ’
ανθρώπων»).
Συχνά, μαζί με το όνομα οι
επίγονοι κληρονομούν και την εύνοια, τα προνόμια, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν τα
θέλουν, από εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ή επειδή έτσι τους υπαγορεύει η
ψυχοπνευματική ποιότητά τους. Ακόμα, επίσης, και δίχως να χρειαστεί πατρική ή
άλλη παρέμβαση, ήπια ή επιθετική. Γιατί ποτέ δεν λείπουν όσοι σπεύδουν να
προσφέρουν εκδούλευση στον βλαστό ενός σπουδαίου ή σπουδαιοφανούς, είτε για να
τον κολακέψουν με κάποια δουλοπρέπεια είτε για να του πουν (από μέσα τους) ένα
«μνήσθητί μου, Κύριε» τώρα που βρίσκεσαι εν τη βασιλεία σου. Δεν λείπει επίσης
ποτέ το «περιβάλλον» τού κάθε επισήμου (ή οι διαβόητοι «κύκλοι» του), που,
βασιλικότερο του βασιλέως, μεσολαβεί, προστάζει, επιβάλλει προνόμια, δίχως να
γνωρίζει το παραμικρό ο επίσημος. Αυτός όμως θα εκτεθεί και θα δυσφημιστεί
τελικά.
Tον γόρδιο δεσμό της γενικευμένης
ανισοπολιτείας τον έχει φτιάξει η συντεχνία των πολιτικών. Πώς να τον κόψει;
Να δουλέψουν λοιπόν. Φυσικά και
να δουλέψουν, εκτός κι αν είναι θεωρητικοί του παρασιτισμού ή καταχραστές του
περίφημου «δικαιώματος στην τεμπελιά». Να δουλέψουν όμως κατά τις δεξιότητές
τους, κατά την αξία τους. Να κριθούν και αυτοί όπως όλοι, και όχι να πάρουν
μιαν εύκολη πρόκριση άνευ αγώνος. Αν συνηθίσουν από μικροί στη δοτή ευκολία,
δηλαδή στην ανευθυνότητα, η πρώτη δυσκολία που θα συναντήσουν, και σοβαρή να
μην είναι, θα τους τσακίσει, δεν θα τους λυγίσει απλώς. Κι αν τύχει ν’
αποφασίσουν κι αυτοί κάποια στιγμή να ασχοληθούν με τα κοινά, και όχι από
γνήσιο ενδιαφέρον αλλά μόνο και μόνο επειδή «σόι πάει το βασίλειο», σόι και η
δημοκρατία, πολύ δύσκολα θα μάθουν να ψέλνουν κι άλλα τροπάρια εκτός από το
τροπάριο της ανευθυνότητας που συνήθισαν (μέχρις εθισμού) παιδιόθεν.
Αντιγράφω το ερμήνευμα της λέξης
«αξιοκρατία» από το Λεξικό της Ακαδημίας: «κοινωνική ιεράρχηση βάσει των
ικανοτήτων και επιδόσεων των ατόμων και όχι βάσει του πλούτου, των γνωριμιών ή
της καταγωγής τους». Παράδειγμα: «Η αξιοκρατία αποτελεί βασική αρχή του
δημοκρατικού πολιτεύματος». Οπως σημειώνει στο Λεξικό ο Χριστόφορος
Χαραλαμπάκης, ο όρος είναι δάνειο: «<αγγλ. meritocracy 1958, γαλλ.
méritocratie, 1972)». Οσο κι αν ξενιζόμαστε, λοιπόν, η λέξη δεν είναι παλιά.
Παλιό, παμπάλαιο, είναι το νόημά της, που υποδηλώνει ένα κοινωνικό αίτημα, μια
απαίτηση μάλλον, συνομήλικη και συνώνυμη της δημοκρατίας. Συνώνυμη δηλαδή της
«ισονομίας» και της «ισοπολιτείας», δύο αρχαιοελληνικών όρων που, όταν
πραγματώνονται, διαφοροποιούν το δημοκρατικό καθεστώς από οποιοδήποτε άλλο.
Οι ίδιοι οι πολιτικοί μας μάς
μαθαίνουν να έχουμε την αξίωση της ισονομίας, αφού όλοι τους πολιτεύονται σαν
θεματοφύλακες της αξιοκρατίας και της ισότητας στις ευκαιρίες: «Τέρμα η
αναξιοκρατία, τα ρουσφέτια, το πελατειακό κράτος, τα “δικά μας παιδιά”, τα
“golden boys”». Αυτή είναι η μόνιμη επαγγελία τους. Και για να την
επαναλαμβάνουν μονότονα από κάλπη σε κάλπη, φαίνεται ότι τελικά στ’ ανώγεια που
χτίζουν με τα λόγια τους δεν χωράνε όλοι. Κι έτσι, άλλοι ξεκινούν τη
σταδιοδρομία τους με πενθήμερο, διχίλιαρο και πλήρη ασφάλεια, κι άλλοι με εφτά
μέρες την εβδομάδα, εφτακοσάρικο, ανασφάλιστοι και με απλήρωτες υπερωρίες, για
παράδειγμα στα εργοστάσια του τουρισμού. Η ανισότητα είναι φυσικό πράμα, το
έχει πει άλλωστε και ο πρωθυπουργός. Και τη φύση δεν γίνεται να την αλλάξουμε,
είναι αδύνατο.
Από τις «αδύνατες ευχές» της
φιλολογίας, αυτή είναι η πιο αδύνατη, αφού δεν περισσεύουν οι θεοί και οι άγιοι
οι πρόθυμοι να την παραλάβουν και να την εκπληρώσουν: να υπάρξει επιτέλους
αξιοκρατία και ισοπολιτεία. Αστειότης αστειοτήτων. Μόνο που το αστείο αυτό δεν
βγάζει καθόλου γέλιο. Θλίψη βγάζει. Και αγανάκτηση εναντίον της λογικής και της
ηθικής με τον κοινό τίτλο «τα δικά μας παιδιά», που κι αυτά το ρουσφετολόι τα
ταξινομεί σε «απλώς δικά μας» και σε «πιο δικά μας». Εχει και η ευνοιοκρατία
τους πληβείους και τους πατρικίους της.
Παραμένουμε, λοιπόν, όμηροι του
εξής παραδόξου: Απαιτούμε από τους πολιτικούς να επιβάλουν καθεστώς
αξιοκρατίας, τηρώντας τις ίδιες τις υποσχέσεις τους, όταν το δικό τους
επάγγελμα συναριθμείται στα πιο κλειστά. Σ’ εκείνα στα οποία βασιλεύει ο
νεποτισμός και το κληρονομικό δίκαιο. Ο Μεγαλέξανδρος έκοψε τον γόρδιο δεσμό
αλλά δεν τον είχε φτιάξει αυτός. Αντίθετα, τον γόρδιο δεσμό της γενικευμένης
ανισοπολιτείας τον έχει φτιάξει η συντεχνία των πολιτικών. Πώς να τον κόψει;