Γυναίκα σε παγκάκι, 1879, Εντουάρ Μανέ |
γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Πλησίαζε Πάσχα. Ανοιξη κι
Απρίλης. Βροχερός Απρίλης, από εκείνους που ακόμα δεν έχουν αποφασίσει αν
πρέπει να σου γελάσουν και να σου υποσχεθούν μια ομορφότερη μέρα ή να σε
αφήσουν να περιμένεις τον επόμενο, τον Μάη, που δεν μπορεί, ήλιο θα φέρει και
μια υπόσχεση άλλης άνοιξης, πραγματικής.
Το πάρκο φαινόταν να έχει
στεγνώσει καθώς το διέσχιζαν οι βιαστικοί περαστικοί για να κόψουν δρόμο. Το
χώμα είχε τη μυρωδιά της βροχής, αλλά δεν είχε λάσπες. Κι ύστερα, εκείνοι
διάλεγαν τα στρωμένα με χοντρό χαλίκι δρομάκια, που ήταν ασφαλέστερα και πιο
σταθερά.
Κόντευε μεσημέρι και όλοι έτρεχαν
να προλάβουν. Τι; Μια δουλειά, ένα μάθημα, ένα ραντεβού με γιατρό ή δικηγόρο ή
συνεργάτη. Κάτι τέτοιο. Καθημερινή. Δεν κρύβουν θαύματα συνήθως.
Κι όμως, υπήρχαν και κάποιοι που
κάθονταν στα παγκάκια. Ναι, σ’ αυτά τα ξύλινα παγκάκια που είχαν ποτίσει από το
βρόχινο νερό και το σώμα τους μύριζε υγρασία και βρύα, ίσως και λίγο μούχλα.
Ενας ηλικιωμένος με γκρι
καμπαρντίνα και καπέλο με γείσο, ακουμπισμένος στη ράχη του καθίσματος, κρατούσε
τη μεγάλη ομπρέλα του σαν μπαστούνι ανάμεσα στα πόδια του. Ισως όταν δεν έβρεχε
να τη χρησιμοποιούσε και σαν μπαστούνι. Παρακολουθούσε τα πουλιά που πετούσαν
από αροκάρια σε αροκάρια. Κάποια τσιμπολογούσαν τα φύλλα στις τριανταφυλλιές,
που είχαν αρχίσει να βγάζουν μπουμπούκια -ακόμη μια ένδειξη ότι η άνοιξη ήταν
εδώ, αλλά αργούσε να φορέσει το χρωματιστό φόρεμά της.
Πιο κάτω, μια γυναίκα, με σκούρο
ταγέρ και γόβες με χαμηλό τακούνι, είχε στρώσει στο παγκάκι μια εφημερίδα για
να κάτσει. Η υγρασία δεν φαινόταν να έχει επηρεάσει το χτένισμά της. Μέχρι τον
ώμο, κρεπαρισμένο και σταθερό, σαν από διάφανο ξανθό μεταλλικό σύρμα.
Δεν φαινόταν να κοιτάζει πουθενά,
δεν έδειχνε κανένα συναίσθημα, μόνο κρατούσε σφικτά τη δερμάτινη τσάντα της,
σαν να φοβόταν μην την χάσει ή της την πάρει κάποιος. Σαν να σκότωνε τον χρόνο
της, σαν να μην είχε τι άλλο να κάνει. Ή σαν να
φοβόταν να γυρίσει σπίτι -στη μοναξιά των τεσσάρων τοίχων, στην αδιαφορία των
κοινότοπων συζητήσεων, στο ανούσιο σκουριασμένων σχέσεων. Η μυρωδιά της βροχής
μπορεί να φαινόταν περισσότερο αισιόδοξη.
Ισως να ήταν και η επικείμενη
γιορτή που ζητούσε όλη αυτήν τη θλίψη, αυτό το συναίσθημα απαισιοδοξίας και
απογοήτευσης, που οι γυναίκες καμιά φορά βιώνουν πιο έντονο. Εκπαιδευμένες από
μικρές να προσαρμόζονται πιο εύκολα, να απορροφούν τις παραδόσεις ή τις
συμβάσεις, να τις χωνεύουν και να τις αναβιώνουν, γίνονται πιο εύκολα και
φορείς της ανοιξιάτικης θλίψης.
Και ίσως σοφά οι θρησκείες
συνέδεσαν την άνοιξη με το πιο αποτρόπαιο, αλλά και αναπόδραστο, τον θάνατο,
δοξάζοντας παράλληλα τη ζωή. Καλλιεργώντας την ελπίδα της ανάστασης. Της όποιας
ανάστασης. Του Διονύσου, του Οσίριδος, του Χριστού και τόσων άλλων θεών και
θεοτήτων. Και μετά από τη μεγάλη θλίψη έρχεται η αναπάντεχη χαρά. Τέτοια εποχή,
Απρίλη, που όταν στεγνώσει καλά η βροχή και βγει ο ήλιος θα πλημμυρίσει ο τόπος
αρώματα και χρώματα και πουλιά που θα κελαηδούν.
Ετσι και η γυναίκα του πάρκου, με
το καλοραμμένο ταγέρ, τα περιποιημένα μαλλιά και το χαμένο στο κενό βλέμμα θα
μπορούσε να αναστηθεί. Με αφορμή τη μεγάλη γιορτή, ίσως να φορούσε κι ένα
χαμόγελο σαν κόκκινο κραγιόν στο πρόσωπό της και να έριχνε φως σε κάθε τι
σκοτεινό και δυσοίωνο. Για λίγο, για μια-δυο μέρες, για όσο κρατάει η γιορτή.
Αλλά θα το έκανε. Θα μαγείρευε, θα καθάριζε, θα στόλιζε, θα αγόραζε και κάτι
καινούργιο, φωτεινό, να φορέσει κι εκείνη και ίσως να προσευχόταν σε μια
μεγαλύτερης διάρκειας χαρά.
Και πάντα υπήρχε η ελπίδα να
ξυπνήσει και η ίδια. Κάνοντας αυτή την υπέρβαση που οι άνθρωποι συχνά φοβούνται
να κάνουν. Να αφήσει τους δικούς της χυμούς να ξεχειλίσουν, όπως οι χυμοί που
ασφυκτιούσαν μέσα στα φυτά και τα δέντρα, περιμένοντας τον ήλιο για να
ανθίσουν. Να αναστηθεί, ζώσα, η ίδια.