Υποτριπλασιάστηκαν κατά την
περίοδο της κρίσης οι ήδη ισχνές άμεσες ξένες επενδύσεις. Ποιοι τομείς
καταγράφουν το σημαντικότερο ενδιαφέρον, ποιες χώρες επενδύσουν. Οι χρόνιες
αγκυλώσεις και τι πρέπει να γίνει.
Είναι γνωστό, ότι ουδέποτε η Ελλάδα αποτέλεσε προσφιλή χώρο για
την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ).
Ωστόσο, μετά από μια επταετία πρωτοφανούς για τα παγκόσμια δεδομένα
ύφεσης, η διαχρονική αυτή αδυναμία
γίνεται περισσότερο εμφανής. Κι αυτό, διότι
σήμερα, η Ελλάδα έχει περισσότερο
από ποτέ την ανάγκη για μια «επενδυτική άνοιξη» που θα συνέβαλε στην έξοδο της οικονομίας από την κρίση.
Ωστόσο, παρά τα εθνικά διδάγματα,
αλλά και την εμπειρία από τις χώρες που μπήκαν σε προγράμματα προσαρμογής, δεν
έχουμε ακόμη συγκλίνει με τα δεδομένα των προηγμένων οικονομικών, αφού το
πολιτικό, το διοικητικό και οικονομικό μοντέλο, κάθε άλλο, παρά φιλικό είναι
για τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση της
Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισροές ξένων
άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στην Ελλάδα είναι διαχρονικά πολύ χαμηλές. Την περίοδο
από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ έως την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης
το 2008, οι εισροές ΞΑΕ ανήλθαν σε περίπου 15 δισ. ευρώ σωρευτικά, ή 0,9% του
ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως.
Κατόπιν, υποτριπλασιάστηκαν σε
περίπου 4,5 δισ. ευρώ σωρευτικά την περίοδο της κρίσης, ή 0,5% του ΑΕΠ κατά
μέσο όρο ετησίως, ενώ έκτοτε βελτιώθηκαν μόνο ελαφρά. Συγκριτικά με άλλες
ανταγωνίστριες χώρες, την ΕΕ-28 και τη ζώνη του ευρώ, οι εισροές ΞΑΕ στην
Ελλάδα υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έντονες όμως μεταβολές
παρουσιάζει και η σύνθεση των άμεσων ξένων επενδύσεων. Οι εισροές την περίοδο
πριν από την κρίση (2001-2008) αφορούσαν στην πλειονότητά τους εξαγορές
ελληνικών επιχειρήσεων, εκ των οποίων αρκετές ήταν πρώην δημόσιες επιχειρήσεις.
Ένα μικρό ποσοστό αφορούσε πιο παραγωγικές επενδύσεις, όπως τη δημιουργία νέων
ή την επέκταση υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Αντίθετα, κατά την περίοδο
2009-2012, στη διάρκεια της κρίσης, καταγράφηκε έντονη αύξηση των εισροών ΞΑΕ
για ίδρυση εταιρίας ή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και επιβράδυνση των επενδύσεων
για εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Την τελευταία τετραετία
(2013-2016) τόσο οι μετοχικές ΞΑΕ όσο και αυτές με τη μορφή εξαγορών και
συγχωνεύσεων παρέμειναν υποτονικές, εξέλιξη που μερικώς συνδέεται με την
αυξημένη πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα και τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα
αποκρατικοποιήσεων.
Η Ελλάδα, όμως υστερεί και σε
πρωτογενείς (greenfield) ΞΑΕ
έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών,
οι ΞΑΕ για ίδρυση νέου υποκαταστήματος ήταν μόλις 194 εκατ. ευρώ την περίοδο
2001-2008 (1% των συνολικών) και 178 εκατ. ευρώ την περίοδο 2009-2012 (4%), ενώ
παρατηρήθηκε αποεπένδυση ύψους 585 εκατ. ευρώ (-8%) την περίοδο 2013-2015.
Εξίσου αποθαρρυντική είναι η
εικόνα που προκύπτει από στοιχεία των
Ηνωμένων Εθνών, όπου η αξία των
ανακοινωθεισών επενδύσεων σε νέες παραγωγικές μονάδες στην Ελλάδα είναι
σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης με
προγράμματα προσαρμογής ή γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες.
Η προέλευση των επενδύσεων
Το μεγαλύτερο μέρος των
επενδύσεων στην Ελλάδα πραγματοποιείται από χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και
κατευθύνεται στον τομέα των υπηρεσιών. Για την περίοδο 2003-2015, το 85% των
συνολικών εισροών ΞΑΕ ήταν στον τομέα των υπηρεσιών, σύνηθες φαινόμενο για τις
προηγμένες οικονομίες, και ιδίως σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου,
οι οποίες απορρόφησαν το 36% του συνόλου των επενδύσεων, ακολουθούμενες από
τους κλάδους των τηλεπικοινωνιών και των ακινήτων (15% αντιστοίχως).
Για το σύνολο της περιόδου
2001-2015, το μεγαλύτερο μέρος των εισροών ΞΑΕ στην Ελλάδα προήλθε από χώρες
της ΕΕ-28 και συγκεκριμένα από τη ζώνη του ευρώ (περίπου 80%), με τη Γαλλία και
τη Γερμανία να αντιπροσωπεύουν από κοινού το ήμισυ των συνολικών ΞΑΕ στην
Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια (2013- 2015) το μερίδιο της
ευρωζώνης μειώθηκε αισθητά προς όφελος άλλων χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, όπως οι ΗΠΑ,
η Ελβετία και ο Καναδάς.
Σημειώνεται ότι, λόγω του μικρού
μεγέθους των ΞΑΕ στην Ελλάδα, η επίδραση μεμονωμένων συναλλαγών επί του συνόλου
των ΞΑΕ είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Οι λόγοι υστέρησης της Ελλάδος στην προσέλκυση
ΞΑΕ
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα τελευταία
χρόνια το ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον παραμένει αποσπασματικό και περιορισμένο,
παρά τις προσπάθειες της πολιτείας και των παραγόντων της αγοράς για αντιστροφή
της διαχρονικής τάσης των χαμηλών ΞΑΕ στην Ελλάδα.
Συγκυριακοί αλλά και πιο
μακροχρόνιοι διαρθρωτικοί παράγοντες ερμηνεύουν την αδυναμία της ελληνικής
οικονομίας να προσελκύσει και να αξιοποιήσει σε εντονότερο βαθμό τις ΞΑΕ.
Μεταξύ των συγκυριακών παραγόντων, συχνή αναφορά γίνεται από τους ξένους
επενδυτές στην οικονομική αβεβαιότητα και το έλλειμμα εμπιστοσύνης στις
προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στην ανάγκη εδραίωσης πολιτικής
σταθερότητας και γεωπολιτικής ασφάλειας.
Μεταξύ των πιο μακροχρόνιων
διαρθρωτικών παραγόντων, σημαντικά αντικίνητρα για την πραγματοποίηση ΞΑΕ
αποτελούν η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και
ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, καθώς και η ελλιπής
προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στη
δικαστική επίλυση των διαφορών. Επιπρόσθετα, δυσλειτουργίες και ακαμψίες στις
αγορές εργασίας και προϊόντων αλλά και ανεπάρκεια υλικών και τεχνολογικών
υποδομών έχουν καταστήσει την Ελλάδα λιγότερο ελκυστικό προορισμό για ΞΑΕ σε
σύγκριση με γειτονικές ή άλλες συγκρίσιμες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Το έλλειμμα διαρθρωτικής
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποθαρρύνει την
προσέλκυση και διατήρηση ξένων στρατηγικών επενδυτών, τεκμηριώνεται από σειρά
σχετικών δεικτών που καταρτίζουν οι διεθνείς οργανισμοί.
Την ίδια στιγμή, είναι προφανές ότι υψηλότερες ΞΑΕ θα μπορούσαν να μετριάσουν τις
επιπτώσεις της ύφεσης στο δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες
προκύπτουν από την εκροή εκπαιδευμένου προσωπικού (brain drain) στο εξωτερικό, την απαξίωση επαγγελματικών
προσόντων λόγω της μακροχρόνιας ανεργίας και τη φθορά του ανενεργού
τεχνολογικού εξοπλισμού.
Μέτρα και πολιτικές ενίσχυσης των
ΞΑΕ
Σε ένα τέτοιο αρνητικό
περιβάλλον, η ανάδειξη νέων επενδυτικών ευκαιριών και η προώθηση ενός σταθερού
και φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα παρέχει τα κατάλληλα
επενδυτικά κίνητρα και θα μειώνει τον επενδυτικό κίνδυνο, θα πρέπει να
αποτελέσουν κομβικές προτεραιότητες πολιτικής.
Προς αυτή την κατεύθυνση
εκτιμάται ότι θα συντελέσουν τα εξής:
― Η επιτάχυνση των
αποκρατικοποιήσεων και η καλύτερη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
― Η ολοκληρωμένη υλοποίηση μιας
εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
― Η άμεση αντιμετώπιση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς η εξυγίανση των εταιρικών και τραπεζικών
ισολογισμών θα καταστήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις πιο ελκυστικές για τους
επενδυτές.
― Η καταπολέμηση της
γραφειοκρατίας και της αδιαφάνειας και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης.
Μερική πρόοδος έχει συντελεστεί προσφάτως με την περαιτέρω απλοποίηση των
αδειοδοτικών διαδικασιών, την εισαγωγή ηλεκτρονικών αιτήσεων για την ίδρυση
νέας εταιρίας και την αναβάθμιση των υπηρεσιών μίας στάσης (“one-stop
shop”) για τις επιχειρήσεις.
― Η δημιουργία ενός ορθολογικού
και σταθερού φορολογικού πλαισίου. Η πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας
και οι συχνές τροποποιήσεις της δημιουργούν αβεβαιότητα και σοβαρά αντικίνητρα
στους επενδυτές. Σύμφωνα με στοιχεία για το 2016, ο φορολογικός συντελεστής για
τις ανώνυμες εταιρίες, ο οποίος ανέρχεται σε 29%, είναι ο τρίτος υψηλότερος
μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών-μελών του ΟΟΣΑ (μετά τη Γαλλία με 34,43% και το
Βέλγιο με 33%). Ο νέος αναπτυξιακός νόμος (ν. 4399/2016) προβλέπει σταθερό
φορολογικό καθεστώς επί μία 12ετία για μείζονες επενδύσεις, σηματοδοτώντας το
ενδιαφέρον της πολιτείας να ανταποκριθεί στο πάγιο αίτημα των διεθνών επενδυτών
για σταθερή φορολογική μεταχείριση σε μακροχρόνιο ορίζοντα.
― Η εύρυθμη λειτουργία του
δικαστικού συστήματος. Μολονότι έγιναν κάποια θετικά βήματα με το νέο Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με την ιεράρχηση στην ικανοποίηση των πιστωτών
σε περίπτωση πτώχευσης, παρατηρείται σημαντική υστέρηση για πλήθος άλλων
θεμάτων, όπως η νομοθεσία για τις χρήσεις γης, οι όροι δόμησης, η ολοκλήρωση
του Κτηματολογίου και η επαρκής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Σε
αρκετές περιπτώσεις, πρόσθετο εμπόδιο αποτελούν οι συχνές εντάσεις και
προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ η δικαστική επίλυση των διαφορών
παραμένει χρονοβόρα και περίπλοκη.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση τα
πρόσφατα νομοσχέδια που κατατέθηκαν στη Βουλή το 2016 σχετικά με την πτώχευση
εταιριών και το χωρικό σχεδιασμό στοχεύουν στην αντιμετώπιση κάποιων από αυτά
τα θέματα και, κατ’ επέκταση, στην άρση μερικών αντικινήτρων για τις ΞΑΕ.
― Η ενίσχυση του ανταγωνισμού
στην αγορά προϊόντων με εναρμόνιση της νομοθεσίας και πιο ευέλικτες
κανονιστικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με αξιολόγηση που εκπονήθηκε από τον ΟΟΣΑ και
άλλες μελέτες για την ανταγωνιστικότητα, oι διαφορές στη νομοθεσία μεταξύ χωρών είναι
ένας ακόμη παράγοντας που μπορεί να μειώσει σημαντικά τόσο το διεθνές εμπόριο
όσο και τις ΞΑΕ.
― Η βελτίωση των “διευκολυντών”
της επενδυτικής δραστηριότητας (“investment
facilitators”), όπως
υποδομές, διασυνδεσιμότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας και τηλεπικοινωνίες
(ψηφιακά δίκτυα).
― Η διατήρηση υψηλού επιπέδου
ανθρώπινου κεφαλαίου και η αναβάθμιση των διοικητικών ικανοτήτων των στελεχών.
Αυτό απαιτεί μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην ποιοτική αναβάθμιση της
εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, προκειμένου να υπάρξουν, μεταξύ άλλων,
κίνητρα για επαναπατρισμό των νέων εργαζομένων που μετανάστευσαν (“brain regain”), και ενδυνάμωση του πνεύματος ομαδικότητας
και συνεργασίας. Με αυτό τον τρόπο θα επιτυγχανόταν αύξηση της ολικής
παραγωγικότητας μέσω της αξιοποίησης ενός “δικτύου τεχνογνωσίας” (network of know-how).
Σταμάτης Ζησίμου - euro2day.gr