Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Τον Φεβρουάριο του 2007, ο
Βλαντιμίρ Πούτιν έκλεψε την παράσταση στην ετήσια διάσκεψη ασφαλείας του
Μονάχου με την πολύκροτη ομιλία του, όπου καυτηρίασε τους νεοσυντηρητικούς της
κυβέρνησης Μπους χρεώνοντάς τους την απόπειρα οικοδόμησης ενός «μονοπολικού
κόσμου». Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ
οραματιζόταν από το ίδιο βήμα, το περασμένο Σαββατοκύριακο, την οικοδόμηση μιας
νέας, «μετα-δυτικής» παγκόσμιας τάξης.
Αν και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε, παραφράζοντας τον Μαρκ Τουέιν, ότι «οι φήμες
περί θανάτου της Δύσης είναι άκρως υπερβολικές», οι πάντες αναγνωρίζουν ότι η
απειλή ενός ιστορικού διαζύγιου ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είναι
πραγματική. Καταλυτικό ρόλο παίζει όχι τόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο ο Ντόναλντ
Τραμπ, τον οποίο ο ίδιος ο Τουσκ είχε χαρακτηρίσει νωρίτερα «υπαρξιακή απειλή»
για την Ε.Ε.
Το ΝΑΤΟ είναι «παρωχημένο», το
Brexit «φανταστικό», η Ε.Ε. «όχημα της Γερμανίας». Οι καταιγιστικές δηλώσεις
του νέου Αμερικανού προέδρου ερμηνεύτηκαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ως
προανάκρουσμα εμπορικού πολέμου και πολιτικής αποξένωσης. Αυτές τις ανησυχίες
προσπάθησαν να διασκεδάσουν στο Μόναχο ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς και ο
υπουργός Αμυνας Τζιμ Μάτις, δύο εκπρόσωποι του πολιτικού και στρατιωτικού
κατεστημένου που διαφοροποιούνται από πολλές αμφιλεγόμενες θέσεις του
προϊσταμένου τους. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό.
Η ανταποκρίτρια της Washington
Post μετέδωσε ότι, ακούγοντας τις «κοινοτοπίες» Πενς περί ακατάλυτων δεσμών
ΗΠΑ-Ευρώπης, ένας εκ των συμμετεχόντων στη διάσκεψη της ψιθύρισε: «Ολα αυτά
ισχύουν μέχρι το επόμενο Τweet» του Ντόναλντ Τραμπ. «Ο Πενς μας μίλησε λες και
απευθυνόταν σε παιδιά: “Σας αγαπάω, σας αγαπάω”, αλλά καμία ουσία», εξεμάνη ο
πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Χαβιέρ Σολάνα.
Oύτε μία φορά...
Από την πλευρά του, ο Γάλλος
υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Μαρκ Ερό εξέφρασε τη δυσφορία του επισημαίνοντας ότι
«σε ολόκληρη την ομιλία του Τραμπ δεν εμφανίζεται ούτε μία φορά η Ε.Ε.».
Αλλωστε, πέρα από τις τετριμμένες διπλωματικές αβρότητες, ο Πενς ταυτίστηκε με
τη σκληρή γραμμή Τραμπ, τονίζοντας ότι «η υπομονή των Ηνωμένων Πολιτειών
εξαντλείται» και ότι η Αμερική θα μειώσει τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ εάν οι
Ευρωπαίοι δεν αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Οι πιο ψύχραιμοι αναλυτές
αναγνωρίζουν ότι ο Τραμπ είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία των εντεινόμενων
προβλημάτων στις διατλαντικές σχέσεις. Ηδη το 1998, επί προεδρίας Κλίντον, η
επιτροπή οικονομικών υποθέσεων της Γερουσίας είχε ανοίξει συζήτηση για το
ενδεχόμενο απόσυρσης της Βρετανίας από την Ε.Ε. και ένταξής της στη NAFTA (ΗΠΑ
- Καναδάς - Μεξικό). Η πρόταση είχε αρκετούς υποστηρικτές στους Ρεπουμπλικανούς
και λιγότερη στους Δημοκρατικούς, σε μια εποχή που το ευρώ βρισκόταν στα σκαριά
και τμήματα των αμερικανικών ελίτ έβλεπαν την Ε.Ε. ως επικίνδυνο ανταγωνιστή.
Στη Βρετανία, η Μάργκαρετ Θάτσερ
και η ευρωσκεπτικιστική ομάδα των Συντηρητικών υιοθετούσαν αυτή την ιδέα. Πέντε
χρόνια αργότερα, οι νεοσυντηρητικοί του Μπους, θορυβημένοι από την αντίθεση
Γερμανίας και Γαλλίας στον πόλεμο του Ιράκ, έπαιξαν ανοιχτά το χαρτί του
διχασμού της Ε.Ε. ανάμεσα σε «παλιά» και «νέα» Ευρώπη.
Οσο για τον Μπαράκ Ομπάμα, μπορεί
να ήταν ο πιο δημοφιλής, στην Ευρώπη, πρόεδρος της Αμερικής μετά τον Τζον
Κένεντι, αλλά υπήρξε και εκείνος που μετέφερε το κέντρο βάρους της αμερικανικής
στρατιωτικής παρουσίας από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, πιέζοντας ταυτόχρονα
τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Επί ημερών Ομπάμα ναυάγησε η
διατλαντική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου ΤΤΙΡ και ξέσπασε ακήρυκτος εμπορικός
πόλεμος, με τους Αμερικανούς να επιβάλλουν τεράστια πρόστιμα στη Volkswagen και
την Deutsche Bank (16,5 και 14 δισ. δολάρια αντίστοιχα) και τους Ευρωπαίους να
ανταποδίδουν τα ίσα στην Apple και την Google.
Γεγονός παραμένει ότι επί
Ντόναλντ Τραμπ τα προϋπάρχοντα προβλήματα στις διατλαντικές σχέσεις βαίνουν
προς επιδείνωση, καθώς ο νέος Αμερικανός πρόεδρος δεν διστάζει να πριμοδοτεί
ανοιχτά αντιευρωπαϊκές ή και ακροδεξιές δυνάμεις, και μάλιστα σε μια χρονιά
κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία, ίσως και Ιταλία).
Σε αυτό το φόντο κερδίζουν έδαφος –στο Βερολίνο, στο Παρίσι και σε άλλες
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες– οι φωνές που καλούν σε μια λυτρωτική «φυγή προς τα
εμπρός», με στενότερη ενοποίηση της Ε.Ε. στα πεδία της κοινής άμυνας, αλλά και
της οικονομίας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η «Λευκή Βίβλος» που
ετοιμάζει ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και η οποία προβλέπεται να
δημοσιοποιηθεί τον Μάρτιο, με αφορμή την 60ή επέτειο της ιδρυτικής Συνθήκης της
Ρώμης.
Προς την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων
Παρίσι, Βερολίνο και Βρυξέλλες
συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι απέναντι στη διπλή πρόκληση του Brexit και του
Τραμπ χρειάζεται μια καινούργια ώθηση στο ευρωπαϊκό σχέδιο, αν η Ε.Ε. δεν θέλει
να περιθωριοποιηθεί γεωπολιτικά από τα «μεγα-κράτη» ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα.
Την περασμένη Δευτέρα, ο Γάλλος
πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ανακοίνωσε τη σύγκλιση τετραμερούς συνάντησης Γαλλίας,
Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας, στις 6 Μαρτίου, στις Βερσαλλίες. Αποστολή του
άτυπου «διευθυντηρίου» θα είναι η προετοιμασία της πανηγυρικής Συνόδου Κορυφής
της Ε.Ε. που θα πραγματοποιηθεί στις 25 Μαρτίου, με αφορμή την επέτειο της
Συνθήκης της Ρώμης.
Μέρκελ και Ολάντ έχουν ασπασθεί
την ιδέα της «Ευρώπης διαφόρων ταχυτήτων», έτσι ώστε η βαθύτερη ενοποίηση του
ευρωπαϊκού πυρήνα να μην εμποδίζεται από τις επιφυλάξεις χωρών της Κεντρικής
και Ανατολικής Ευρώπης. Στη γραμμή αυτή, για την οποία οι δύο ηγέτες ήδη μας
προϊδέασαν στην πρόσφατη σύνοδο της Μάλτας, φαίνεται ότι έχει προσχωρήσει και ο
Ιταλός πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι.
Στο κέντρο των ζυμώσεων βρίσκεται
η ιδέα για σημαντική ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, κάτι για το οποίο
πάγια πίεζε η Γαλλία. Ωστόσο, οι γνωστές ιστορικές ευαισθησίες παίζουν πάντα
τον ρόλο τους. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι τα δύο τρίτα των Γερμανών απορρίπτουν
την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών.
kathimerini.gr
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου