γράφει ο Γιώργος Καρελιάς
Διαβάζω τις δηλώσεις του
πρωθυπουργού και αρχηγών των κομμάτων για το διάλογο που πρέπει ή δεν πρέπει να
γίνει με την Τουρκία και σκέφτομαι: σαν να ήταν χτες, τίποτα δεν θα αλλάξει,
διγλωσσία και υποκρισία.
Ας το ξεκαθαρίσουμε εξαρχής.
Μυστική διπλωματία έκαναν, κάνουν και θα κάνουν όλες οι κυβερνήσεις. Αλλιώς δεν
θα υπήρχαν διπλωμάτες και στενοί συνεργάτες των υπουργών και των πρωθυπουργών.
Μυστική διπλωματία έκαναν όλοι οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης. Ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τον Μολυβιάτη, ο Ανδρέας Παπανδρέου τον αείμνηστο
Μαχαιρίτσα. Και ο Αλέξης Τσίπρας, που σήμερα κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη
για «μυστική διπλωματία», δεν έβγαζε σε μπροσούρα όσα έλεγε κάθε φορά με την
Μέρκελ. Και καλά έκανε. Ο δε σύμβουλός του στα διπλωματικά δεν ανακοίνωνε όλες
τις συναντήσεις που έκανε. Και καλά έκανε.
Τι τον έπιασε, λοιπόν, σήμερα τον
Τσίπρα και επικεντρώνει την κριτική του στη «μυστική διπλωματία» του Μητσοτάκη;
Η απάντηση είναι απλή. Ό,τι είχε πιάσει και τον Μητσοτάκη πριν από δυο χρόνια,
τότε που κατηγορούσε τον Τσίπρα και τον Κοτζιά για «μυστική διπλωματία» με τα
Σκόπια. Εκαναν μυστική διπλωματία Τσίπρας και Κοτζιάς; Εκαναν και μπράβο τους,
αφού το αποτέλεσμα αποδείχτηκε επωφελές, η Συμφωνία των Πρεσπών.
Αν, λοιπόν, σήμερα ο Μητσοτάκης
κάνει μυστική διπλωματία με Γερμανούς, Γάλλους, Αμερικανούς και με στόχο να
«αφοπλίσει» την Τουρκία, να περιοριστεί ή ένταση και να ανοίξει, ει δυνατόν,
κάποια προοπτική για λύση μέσω του διεθνούς δικαστηρίου, γιατί να τον
πυροβολούμε; Καλά (θα) κάνει.
Το πρόβλημα(και) με τον Μητσοτάκη
είναι άλλο: η διγλωσσία και η υποκρισία. Ενώ φαίνεται να πιστεύει στον διάλογο
με την Τουρκία και να έχει συμφωνήσει σε κάποια πράγματα, όπως ο ίδιος
αποκάλυψε στο άρθρο του σε τρεις ευρωπαϊκές εφημερίδες, δεν τολμά να
υπερασπιστεί καθαρά αυτήν την-σωστή-επιλογή του και στο εσωτερικό. Και αυτό
είναι το λάθος του. Ας καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς και ας τους ενημερώσει
ότι έχει αποφασίσει να πάει σε κάποιου είδους διάλογο με την Τουρκία, εφόσον
όλοι οι διεθνείς παίκτες σ’ αυτό καταλήγουν. Ολοι, από τους Αμερικανούς και
τους Γερμανούς μέχρι τους Ρώσους. Ακόμα και ο πιο θερμός συμπαραστάτης μας, ο
Μακρόν, αφού κατακεραύνωσε τον Ερντογάν, είπε επί λέξει: « Επιθυμώ βαθιά να
ξεκινήσει ένα γόνιμος διάλογος με την Τουρκία». Και αμέσως μετά: «Όταν μιλώ για
Pax Mediterranea, αυτή προϋποθέτει την εύρεση ενός modus Vivendi με την
Τουρκία».
Oλοι γνωρίζουν ότι οι ακραίες
αντιδράσεις του Ερντογάν οφείλονται, πρωτίστως, στον αποκλεισμό του από το
ενεργειακό παιχνίδι της ανατολικής Μεσογείου. Και θα κάνουν το παν για να τον
βάλουν μέσα. Γι’ αυτό και η Ελλάδα θα δεχτεί πιέσεις για διάλογο. Δεν έχει
κανένα λόγο να αρνηθεί, εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι και η κατάληξη θα
είναι το διεθνές δικαστήριο. Οσοι αρνούνται αυτήν την προοπτική-για τους
σοβαρούς μιλάμε, όχι για τους ντεμέκ πατριώτες, τους κατ’ επάγγελμα
ελληναράδες, οι οποίοι κάθε φορά που μιλάνε θυμίζουν τη γνωστή ρήση «ο(δήθεν)
πατριωτισμός είναι το ύστατο καταφύγιο των απατεώνων»- τι αντιπροτείνουν; Να
πούμε σε όλους «όχι, δεν συζητάμε;». Δεν θα είναι όχι απλώς παλαβό, θα είναι
αυτοκτονικό.
Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να
αναλάβει το βάρος ενός λάθους τέτοιου λάθους. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να
ρυμουλκηθεί η Τουρκία στην οδό της λογικής. Και αν δεν είναι εφικτό, να την
εκθέσει στα μάτια όλων, ακόμα και των πιο φιλότουρκων λόγω συμφερόντων. Η
Ελλάδα έχει συμφέρον να αποφευχθεί κάθε τυχοδιωκτική ενέργεια, ο χρόνος
δουλεύει γι’ αυτήν. Ο πόλεμος θα είναι καταστροφή.
Αν ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει ότι
πρέπει να προσέλθει σε διάλογο με την Τουρκία πρέπει να κάνει τρία τινά:
Πρώτον, να κάνει την ενδοσκόπησή
του, για να εμπεδώσει πόσο λαϊκιστικά συμπεριφέρθηκε ο ίδιος ως αρχηγός της
αντιπολίτευσης, όταν υπονόμευε τον Τσίπρα στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δεύτερον, να φωνάξει τους
πολιτικούς αρχηγούς-ή να τους ενημερώσει αλλιώς, όσους εμπιστεύεται…- και να
ξεκαθαρίσει αυτό που σκοπεύει να κάνει. Χωρίς «ναι μεν αλλά».
Τρίτον, να καταστήσει σαφές προς
όλους τους διεθνείς παίκτες έως πού σκοπεύει να φτάσει.
Από την άλλη, ο Τσίπρας και η
Γεννηματά δεν έχουν να κερδίσουν κάτι από την άρνηση του διαλόγου και την
αδιάλλακτη στάση. Αλλιώς, κάποια στιγμή θα υποχρεωθούν να προτρέψουν τον
Μητσοτάκη να βυθίσει το Oruc Reis. Ποιος μπορεί να αναλάβει τέτοια ευθύνη και μάλιστα
όταν πλέει σε υφαλοκρηπίδα που δεν έχουμε οριοθετήσει;
Φυσικά ο Μητσοτάκης αποφασίζει,
έχει την πρώτη ευθύνη για όσα κάνει ή δεν κάνει. Η αντιπολίτευση έχει
μικρότερες ευθύνες. Ολοι μαζί, πάντως, ας γνωρίζουν αυτό που έχει πει ο μεγάλος
Αμερικανός οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ: «Η πολιτική δεν είναι η τέχνη
του εφικτού. Είναι η επιλογή μεταξύ του καταστροφικού και του δυσάρεστου».
Ποιος δεν προτιμά το δυσάρεστο
(διάλογος) από το καταστροφικό (πόλεμος);
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου