Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Διαιρούμαστε και βασιλεύουν



γράφει η Έλλη Πράντζου   

Σε αυτό το κείμενο δε θα μιλήσω μια ακόμη φορά για τις ζωές των προσφύγων και των μεταναστών. Δε θα αναφερθώ για ακόμη μια φορά στα δεινά των ξεριζωμένων της οικουμένης, δε θα ξεκινήσω για ακόμη μια φορά να ωρύομαι γραπτώς ενάντια στον ρατσισμό. Όχι επειδή δεν είναι αυτά θέματα να θίξει κάνεις ειδικά μια τέτοια στιγμή, ίσα ίσα, απέναντι στο μίσος επιβάλλεται η αλληλεγγύη να δηλώνει πάντα βροντερά παρούσα.

Ωστόσο, ακριβώς εκεί είναι μάλλον και το κλειδί που καθορίζει την τύχη των κοινωνιών όπως κατ’ επέκταση κι ολοκλήρου του κόσμου. Στη λέξη αλληλεγγύη. Ας σκαλίσουμε, λοιπόν, σήμερα, έστω κι ελάχιστα, αυτό το απόστημα που λέγεται τυφλός φανατισμός. Ας πάμε λίγο βαθύτερα κι ας αντικρίσουμε κατάματα όλα όσα κάποιοι δε βλέπουν καν ενώ άλλοι κάνουν πως δε βλέπουν.

Ο άνθρωπος είναι δύσκολο να ξεκουνηθεί πέρα από τα ήδη μαθημένα του. Είναι δύσκολο να απορρίψει όσα του έχουν περαστεί ως δεδομένα, είναι δύσκολο να μπει στη διαδικασία της αμφισβήτησης για όσα εκλαμβάνει ως νομοτελειακές αλήθειες.

Κι αυτό όχι επειδή εκ φύσεως δεν μπορεί αλλά επειδή από τη μια δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από τη συνήθεια κι από την άλλη δεν υπάρχει πιο βάναυση χειραγώγηση από αυτή που επιτυγχάνεται μέσω φόβου. Αν προσθέσουμε σε αυτό το ήδη καταστροφικό κοκτέιλ και τον αγώνα πολλών για επιβίωση πού διάθεση και χρόνος για οτιδήποτε απαιτεί πνευματική/ψυχολογική αναζήτηση.

Παρ’ όλα αυτά μόνο όταν μπαίνει κάνεις στη διαδικασία αυτής της ατέρμονης αναζήτησης καθίσταται κάποτε ικανός να αλλάξει τον ρου της ανθρωπότητας προς το δυνάμει καλύτερο.

Ζούμε σε έναν κόσμο καπιταλιστικό έστω κι αν αυτό συμβαίνει ή φαίνεται με διαφορετικούς τρόπους ανά τον πλανήτη. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η ανισότητα έχει παγιωθεί μέσα μας σαν αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας μας της φύσης κι η εξουσία πιστεύουμε ακράδαντα πως είναι το πιο λογικό σενάριο οργάνωσής μας.

Ποιος θα αμφισβητούσε κάτι που θεωρεί αναμφισβήτητο πόσο μάλλον όταν αυτό αποτελεί και μέσον εκφοβισμού στα χέρια κάποιων ποικιλοτρόπως; Κι αν ακόμη βρεθούν οι λίγοι εκείνοι τρελοί του χωριού πόσος χρόνος θα χρειαστεί ώστε να πλησιάσουν την “ουτοπία”;

Κάτω από μια ζωντανή μετάδοση της κατάστασης που επικρατεί αυτές τις μέρες στη Μόρια είδα πολλούς στα σχόλια να εύχονται ψόφο στους λαθροεισβολείς. Είδα άλλους τόσους να προτρέπουν τους ντόπιους, τα ματ και την κυβέρνηση να πετάξουν τους βρομιάρηδες στη θάλασσα αφήνοντας τους να πνιγούν.

Τέλος, είδα σε εξίσου μεγάλο αριθμό σχολίων να εκφράζεται η αγανακτησμένη χιλιοφορεμένη πια φράση “να τους πάρετε σπίτια σας” πού πλέον αλόγιστα χρησιμοποιείται ως υποτίθεται ακράδαντος και ξεμπροστιαστικός αντίλογος σαν να πρόκειται για κάποιο μαγικό ξόρκι το οποίο όσο πιο πολλές φορές το πεις τόσο μακρύτερα από σένα φεύγει το “κακό”.

Ας υποθέσουμε ότι όσοι σχίζουν τα ιμάτιά τους κατηγορώντας εμάς τους υποστηρικτές της “ουτοπίας” πως είμαστε στην καλύτερη περίπτωση υποκριτές, στηρίζονται στο υποτιθέμενο πρακτικό επιχείρημα ότι η χώρα δεν μπορεί να υποστηρίξει τόσο μεγάλο όγκο ψυχών κυρίως οικονομικά.

Ας βάλουμε στην άκρη για λίγο αλλού είδους επαίσχυντα στοιχεία όπως η ξενοφοβία, η παραπλάνηση, ο ρατσισμός κι όλα τα υπόλοιπα τέκνα του καθαρού φόβου και της άγνοιας που έχουν τις ρίζες τους κυρίως στην απαιδευσία και δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίσεις με λογική. Ας επικεντρωθούμε στο οικονομικό κομμάτι για αρχή κι ας προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πλύσης εγκεφάλου που έχουμε υποστεί.

Ζούμε σε έναν κόσμο, όπως προανέφερα, όπου οι λίγοι “εκλεκτοί” αφήνονται να καταπατούν ανελέητα την πλειοψηφία της “πλέμπας”. Λεφτάδες, κυριλάτοι, καρεκλοκένταυροι και δε συμμαζεύεται χοροπηδάν καθημερινά αιώνες τώρα στις πλάτες μας στα βήματα ενός ξέφρενου αδίστακτου χορού βασιζόμενοι στο ότι εφόσον αυτά είναι τα μοναδικά ερεθίσματα που έχει ο άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ κανείς να τους απειλήσει επαρκώς αμφισβητώντας το “αναπόφευκτο” της ύπαρξής τους.

Λίγοι από εμάς επαναστατούν, κάποιοι δυσανασχετούν μα το δέχονται κι οι πιο πολλοί βολεύονται αγαπώντας τελικά ό,τι περισσότερο μισούν μέσω του φθόνου. Διαμορφωμένη και παγωμένη η κοινωνία πλέον τοιουτοτρόπως μετατρέπεται σε αποπροσανατολισμένο κοπάδι που θυμίζει καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Μόνο που σχεδόν κάνεις μας δε φαίνεται νηφάλιος τόσο ώστε να σκεφτεί πως ο στόχος της έκρηξης δε θα έπρεπε να είναι ο διπλανός μας, εκείνος που βρίσκεται στην ίδια ή και σε χειρότερη μοίρα από εμάς. Σχεδόν κανείς μας δε δείχνει αρκετά νηφάλιος ώστε να συνειδητοποιήσει ότι η πραγματική απειλή δεν είναι οι φτωχοδιάβολοι με τη διαφορετική γλώσσα και το διαφορετικό χρώμα δέρματος. Κανείς δε δείχνει αρκετά νηφάλιος ώστε να καταλάβει ότι αυτοί είναι στην ουσία το δόλωμα κι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι ενός σάπιου συστήματος που τρίβει τα χέρια του κάθε φορά που μας κάνει να κουτουλάμε ο ένας πάνω στον άλλον σαν παραζαλισμένα πρόβατα.

Πιόνια κι οι “ξένοι” όπως κι εμείς κάποιον φοβούνται, κάποιον υπακούν, από κάποιον τρέχουν να ξεφύγουν, κάποιος τους απειλεί, κάποιος τους χειραγωγεί, κάποιος τους φανατίζει, κάποιος τους αποδυναμώνει, κάποιος τους εξαθλιώνει, κάποιος τους τυφλώνει. Όπως εμάς. Κι αυτός ο κάποιος δεν είναι παρά η εξουσίες με τα τόσα ανθρώπινα πρόσωπα.

Κι αντί εμείς να ενωθούμε απέναντι στον κοινό εχθρό καταλήγουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας διευκολύνοντας το έργο του. Γιατί αν παραπλανημένε φοβικέ, αυτοί που μας εξουσιάζουν δε μας είχαν εξαθλιώσει έτσι τώρα θα υπήρχε χώρος, υποδομές, οργάνωση και τρόπος να συνυπάρξουμε όλοι μαζί είτε σε μια χώρα, είτε σε μια ήπειρο, είτε σε όλη τη Γη, είτε όσοι καλοί χωρούν ακόμη και στα ίδια μας τα σπίτια που έχεις κάνει καραμέλα στο πικρό στόμα σου. Κι όχι επειδή θα ήμασταν κυνηγημένοι αλλά επειδή η Γη είναι το σπίτι όλων μας.

Αν εγώ, όμως, έχω να φάω ένα πιάτο φαγητό με το ζόρι, ο διπλανός μου δεν έχει ούτε αυτό κι εκείνος που του επέτρεψα να με καβαλήσει τρώει με χρυσά κουταλιά, ποια είναι η λογική του να στραφώ ενάντια στον πεινασμένο; Κι αν ακόμη δεν μπορώ πρακτικά να τον βοηθήσω ποιος φταίει γι’ αυτό αν οχι εκείνος που χλαπακιάζει τα πάντα τρώγοντας ουσιαστικά μόνος του όσο θα έπρεπε να τρώει μια ολόκληρη κοινωνία ανθρώπων;

Επιπλέον την επόμενη φορά που θα σταθείς απέναντι σε έναν “ξένο” θυμήσου πώς ό,τι άσχημο κι αν σκεφτείς γι’ αυτόν είναι η άλλη όψη του δικού σου νομίσματος, ο δικός σου καθρέφτης ή κάποιου κοντινού σου συμπατριώτη. Αν φοβάσαι ότι ο ξένος είναι “απολίτιστος” θυμήσου πόσες φορές έχεις συναντήσει κτηνώδεις συμπεριφορές μέσα στην ίδια σου τη χώρα που τόσο αγαπάς. Αν φοβάσαι ότι ο ξένος είναι φανατισμένος λόγω κουλτούρας κι ίσως έχει σχέδιο να μας βλάψει σε διάφορα επίπεδα, θυμήσου για παράδειγμα τους φανατισμένους εθνικιστές συμπατριώτες σου που ονειρεύονται καυλώνοντας μια μεγάλη Ελλάδα ευχόμενοι ψόφο σε κάθε μη Έλληνα βάρβαρο. Αν φοβάσαι ότι λόγω εξαθλίωσης θα γίνει παραβατικός κάνε τον κόπο να σε φανταστείς στη θέση του. Κι έπειτα σύγκρινε αυτήν την παραβατικότητα και τις αιτίες της με εκείνη των λευκών κολάρων που σε δουλεύουν ψιλό γαζί. Ό,τι φοβάσαι σε εκείνον, τον ξένο, δεν υπάρχει υποθετικά μέσα του επειδή είναι ξένος αλλά επειδή ακριβώς είναι άνθρωπος. Όπως εσύ κι εγώ. Και τα στραβά του και τα καλά του δείχνουν πως είναι άνθρωπος.

Αυτό που θέλω να πω ανακεφαλαιώνοντας είναι πως κάθε συμπεριφορά έχει ένα αντίστοιχο background το οποίο δε διαχωρίζεται βάσει φυλής αλλά βάσει συνθηκών κι ανθρώπου.

Πόσο πιο χρήσιμος θα ήσουν τελικά, πόσο πιο χρήσιμοι θα ήμασταν όλοι αν αποφασίζαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας απέναντι στον έναν βασικό πραγματικό μας εχθρό! Απέναντι στους δυνάστες μας.

Βέβαια, για να γίνει κάτι τέτοιο πρώτα θα βοηθούσε αν ξεκινούσαμε ο καθένας από τον δυνάστη που κρύβει μέσα του. Όμως αυτό είναι ένα άλλο τραγικό κεφάλαιο, φίλε μου, προς εξερεύνηση στο τέλος της ημέρας.       

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *