Με «σπασμένα φρένα» θα συνεχίσουν
να «τρέχουν» οι τιμές των τροφίμων και όλων των ειδών πλατιάς λαϊκής
κατανάλωσης, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση επιστρατεύει όλο τον προπαγανδιστικό
της «οίστρο» για να παρουσιάσει ως τάχα απάντηση τα «καλάθια καπαμά», τα οποία
όχι μόνο δεν βουλώνουν τις τεράστιες τρύπες στους οικογενειακούς
προϋπολογισμούς αλλά επιπλέον – σύμφωνα και με τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ –
θα «κοπούν μαχαίρι» το προσεχές διάστημα.
Χαρακτηριστική για τη νέα άνοδο
των τιμών που επίκειται είναι η δήλωση του υπουργού Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρα,
ότι μέσα στο 2023«δεν θα δούμε μείωση των τιμών, ούτε σταθεροποίηση, αυτό που
θα δούμε είναι να αυξάνονται οι τιμές με μειωμένο ρυθμό».
Δηλαδή, αυξήσεις πάνω στις ήδη
τεράστιες αυξήσεις, αλλά με …μειωμένους ρυθμούς. Κι αυτό ενώ μέσα σε έναν χρόνο
οι αυξήσεις στο κρέας έχουν ξεπεράσει το 20%, στα γαλακτοκομικά και στα αυγά το
25%, στο ψωμί 17% και πάει λέγοντας. Και ενώ μόνο μέσα στον Γενάρη οι
ανατιμήσεις έφτασαν το 7%.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος
είναι ότι οι σουπερμαρκετάδες είδαν τους τζίρους τους να εκτοξεύονται στα 652
εκατ. ευρώ μόνο τον Γενάρη, αύξηση 42 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι και μάλιστα
παρά τη μείωση του όγκου των πωλήσεων, λόγω του ότι ο λαός κόβει ακόμα και από
στοιχειώδεις ανάγκες.
Παρά ταύτα, «απτόητη» η κυβέρνηση,
διά του υπουργού Ανάπτυξης, όχι μόνο ανακοίνωσε χτες ένα ακόμα «καλάθι καπαμά»
για το πασχαλινό τραπέζι και το «καλάθι του νονού» (που θα εγκαινιαστεί στις
29/3), αλλά και έσπευσε να επαναλάβει τις αστειότητες περί «αναχώματος στην
ακρίβεια», ξεκαθαρίζοντας ότι στην κυβέρνηση δεν έχουν καμία πρόθεση να
μειώσουν τους αντιλαϊκούς φόρους που φορτώνονται στη λαϊκή κατανάλωση, αφού «η
μείωση του ΦΠΑ, που παραμένει το ζητούμενο για την αντιπολίτευση, δεν φέρνει
μείωση του πληθωρισμού». Προς… απόδειξη, μάλιστα, ο υπουργός επικαλέστηκε και
«ανεξάρτητη έρευνα» του ΕΚΠΑ και του Πανεπιστημίου Philips της Κύπρου, η οποία
αφορά το πρώτο διάστημα του μέτρου και υποτίθεται ότι δείχνει πως οι τιμές στα
εμπορεύματα του καλαθιού αυξάνονται μεν αλλά …με μικρότερο ρυθμό.
Την ίδια ώρα, έρευνα της Ενωσης
Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας της ΓΣΕΕ που δημοσιεύτηκε χτες αποτυπώνει ότι
οι καταναλωτές μείωσαν την αγορά τροφίμων και τα λοιπά βασικά είδη πρώτης
ανάγκης (55,6% και 65,10% αντίστοιχα), κόβοντας από άλλες βασικές ανάγκες, όπως
η μετακίνηση, η αναψυχή (6 στους 10 αδυνατούν να κάνουν ακόμα και μία βδομάδα
διακοπές τον χρόνο, ενώ 3 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν κάνει διακοπές εδώ
και χρόνια!) αλλά και η θέρμανση (86,8% δηλώνουν ότι την περιόρισαν σε
σημαντικό βαθμό). Σε ό,τι αφορά δε το «καλάθι», πάνω από το 70% δηλώνουν ότι
δεν συμβάλλει καθόλου στη μείωση των τιμών, ενώ το 80% δηλώνουν ότι δεν το
αξιοποιούν.
Με «σπασμένα φρένα» οι τιμές στη
λαϊκή στέγη
Με «σπασμένα φρένα» «τρέχουν» την
ίδια ώρα και οι τιμές στη λαϊκή στέγη, όπως αποτυπώνουν και τα στοιχεία της
Τράπεζας της Ελλάδας που παρουσιάστηκαν χτες και σύμφωνα με τα οποία το 2022 οι
τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 11,1%, έναντι αύξησης
7,6% το 2021.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία
εκτιμάται ότι το δ’ τρίμηνο του 2022 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε
ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 12,2% σε σύγκριση με το
αντίστοιχο τρίμηνο του 2021.
Σε ό,τι αφορά την εικόνα ανά
γεωγραφική περιοχή, η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το δ’ τρίμηνο του 2022
ήταν 15,2% στην Αθήνα, 14,5% στη Θεσσαλονίκη, 10,3% στις άλλες μεγάλες πόλεις
και 6,3% στις λοιπές περιοχές της χώρας συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του
2021. Επιπλέον, για το σύνολο του 2022 η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές
σε σχέση με το 2021 ήταν 13,0%, 11,8%, 10% και 7,4% αντίστοιχα.
Τα στοιχεία αποτυπώνουν παράλληλα
τις «ευκαιρίες» που βλέπει το κεφάλαιο στην πανάκριβη για τον λαό στέγη, αφού
οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε ακίνητα, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφει η
Τράπεζα της Ελλάδας, το 2022 αυξήθηκαν κατά 68% σε σχέση του 2021.
Συνολικά διαμορφώθηκαν σε 1,975
δισ. ευρώ, έναντι 1,176 δισ. έναν χρόνο πριν και 875 εκατ. το 2020. Πρόκειται
για το υψηλότερο ποσό άμεσων ξένων επενδύσεων σε ακίνητα που έχει σημειωθεί
στην Ελλάδα ιστορικά, με το δεύτερο μεγαλύτερο να είναι αυτό του 2019 (1,450
δισ.).