Πόσα είναι τα πράγματα που
θυμίζουν την Ελλάδα; Αυτή την Ελλάδα που αγαπάς να ζεις και όχι την άλλη που σε
πληγώνει; Τι είναι; Ανθρωποι; Συνήθειες; Εικόνες; Μυρωδιές;
Εκείνο το πρωινό της γιορτής,
στην ανθοστόλιστη αυλή με τα γεράνια, τα γαρίφαλα, τις νεραγκούλες και τις
τριανταφυλλιές, την παράσταση έκλεβε μια μυρωδιά μεθυστική, που δεν μπορεί,
Ελλάδα θυμίζει. Οι ανθισμένες πορτοκαλιές και μανταρινιές με τα λευκά και
ταπεινά λουλουδάκια τους γέμιζαν την ατμόσφαιρα με όλο το άρωμα της άνοιξης.
Ο αέρας το έφερνε μέσα στο σπίτι
από τα ανοιχτά παράθυρα και η γιαγιά το φόρεσε στο πέτο κόβοντας ένα κλαδάκι με
δυο ανθούς. Ισως να μην ήταν εκείνη τη μέρα γιαγιά, αλλά μικρό κορίτσι, μια
«μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ/ Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα»*. Και
τα παιδιά, τσιμπολογώντας τις πρώτες φράουλες, έπαιζαν στον ήλιο και φώναζαν,
γιατί η ζωή ήταν ωραία και γεμάτη υποσχέσεις και μόνο το καλό μπορούσαν να
φανταστούν στα χρόνια που έρχονταν. Γιατί ήταν παιδιά και έτσι πρέπει να είναι
τα πράγματα, να οραματίζονται το καλό.
Σ’ εκείνη τη γλάστρα με τις μοβ
μαργαρίτες, μια πασχαλιά έκανε τη βόλτα της πάνω στα πράσινα φύλλα πριν πετάξει
μακριά και από κάπου ακούγονταν μέλισσες στον αέναο κάματο να σώσουν τη φύση
και να παράξουν τον ευλογημένο, θρεπτικό και θεραπευτικό χυμό τους.
Και τα πουλιά, α, τα πουλιά. Σε
κέφι τρελό, έκαναν συναυλία κατάλληλη για να συνοδεύσουν την οργιαστική
αναγέννηση του κόσμου.
Πόσο μεγάλη ήταν εκείνη η μέρα
και πόσο όμορφη. Το φαγητό ήταν πιο νόστιμο από ποτέ, τα γέλια πιο ζεστά και
ανοιχτόκαρδα και οι κουβέντες είχαν παρέα χαμόγελα. Τα μάγουλα κοκκίνισαν κάπως
από το κρασί και τη χαρά και πόνεσαν λίγο από το τράνταγμα των ευτυχισμένων
στιγμών. Εκείνων που όλοι ήθελαν να επαναληφθούν και πρόσμεναν με λαχτάρα κάθε
φορά.
Υπήρχε και μια θλίψη κρυμμένη σε
μικρές γωνιές. Στην κόγχη των ματιών, πίσω από μια κορνίζα με παλιές
φωτογραφίες, στις νότες ενός χαρούμενου τραγουδιού που έφερε δυο μερακλήδες στο
κέφι και σηκώθηκαν να το χορέψουν.
Ηταν η μνήμη αυτών που έλειπαν,
που έφυγαν πριν από ένα, δύο, πέντε ή δεκαπέντε χρόνια, και δεν γύρισαν ποτέ. Ο
ήχος από τα δικά τους γέλια και τις φωνές, οι δικές τους χορευτικές φιγούρες, η
μυρωδιά από τις αγκαλιές τους. Κι ας μην έλειπαν ακριβώς. Κάποιος θα έλεγε
κάτι, όπως: «Αν ήταν εδώ τώρα ο… θα σας έλεγε ότι…». Ή, «αυτό, πόσο άρεσε στην…
και το έφτιαχνε σαν κανέναν άλλο». Αλλά κι εκείνο το τιμητικό και πάντα
συγκινητικό: «Αχ, και να ήταν εδώ ο/η… να σας καμάρωνε…».
Και τότε κάποιοι, ή όλοι, φανερά
ή μη, συγκινούνταν και τσούγκριζαν τα ποτήρια, και με την ευχή «και του χρόνου,
όλοι εδώ», έδιναν τόπο στο χθες.
Αλλωστε στην αυλή η ζωή
συνεχιζόταν: οι πορτοκαλιές και οι μανταρινιές προσκαλούσαν με τα λουλούδια
τους τις μέλισσες να συνεχίσουν να σώζουν τον πλανήτη, οι πασχαλιές πετούσαν
από γλάστρα σε γλάστρα και μια παρδαλή γάτα θήλαζε τα νεογέννητα γατάκια της σε
μια κούτα στρωμένη με μια παλιά μάλλινη κουβέρτα. Τα παιδιά σηκώθηκαν από το
τραπέζι και με ένα κομμάτι σοκολάτα υγείας έτρεξαν στον ήλιο. Τα πουλιά μέσα
στη μεσημεριανή ζέστη είχαν σταματήσει το τραγούδι, να ξεκουράσουν τις χορδές
τους.
Το βράδυ, μετά τους
αποχαιρετισμούς, όταν όλα ησύχασαν, έμεινε μια γλυκιά κούραση για να θυμίζει
την ανοιξιάτικη γιορτινή μέρα. Αυτή που τόσο έχει δεθεί με την ωραία ελληνική
άνοιξη. Και είχαν ξεχαστεί για λίγο τα άλλα, εκείνα που πληγώνουν και που
διώχνουν τα παιδιά μακριά.
Ηταν μία ακόμη ημέρα στο
ημερολόγιο της άνοιξης. Μια όμορφη ημέρα. Και αυτό ήταν αρκετό.
*Από τη «Μικρή πράσινη θάλασσα», του Οδυσσέα Ελύτη, από τη συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά», Ικαρος, 1971