γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας
Συνεπής με τις εξαγγελίες της, η
Τουρκία οριστικοποίησε και ανακοίνωσε τον απόπλου από το λιμάνι της Μερσίνης –
στις 9 Αυγούστου – του πλωτού γεωτρύπανου «Αμπντούλ Χαμίτ Χαν», που θα
«τρυπήσει», όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Ενέργειας Φατίχ Ντονμέζ, «εντός των
τουρκικών θαλασσίων περιοχών ευθύνης».
Αναμένοντας τις ανακοινώσεις –
των συγκεκριμένων περιοχών όπου θα πραγματοποιηθούν οι θαλάσσιες γεωτρήσεις –
από τον ίδιο τον Πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος θα παρευρεθεί στον πανηγυρικό
απόπλου του πλοίου, η Αθήνα προετοιμάζεται για το χειρότερο σενάριο.
Σύμφωνα με αυτό το απευκταίο
σενάριο το τουρκικό γεωτρύπανο δεν αποκλείεται να δραστηριοποιηθεί σε περιοχές
που «χαρτογραφήθηκαν» το καλοκαίρι του 2020 από το ωκεανογραφικό «Ορούτς Ρέις»,
οδηγώντας τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο χείλος θερμής αντιπαράθεσης.
Πού θα «τρυπήσει»
Στην Αθήνα, αρμόδιοι παράγοντες
των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας υπενθυμίζουν ότι το καλοκαίρι του 2020 το
«Ορούτς Ρέις» «ερεύνησε» – με τη συνοδεία στολίσκου πολεμικών πλοίων –, μέχρι και
6,5 ναυτικά μίλια από τις ακτές του Καστελλόριζου, της Ρόδου, της Καρπάθου και
της Κρήτης, σε μια προσπάθεια «κατοχύρωσης» των εν λόγω θαλάσσιων περιοχών στο
πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας». Οι ίδιοι κύκλοι δεν αποκλείουν λοιπόν ότι το
τουρκικό γεωτρύπανο είναι πιθανόν να επιχειρήσει να επισφραγίσει αυτήν την
«κατοχύρωση» επιχειρώντας γεωτρήσεις σε περιοχές που δυνάμει περιλαμβάνονται
στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (όποτε αυτή ανακηρυχτεί).
Σε κάθε περίπτωση η βάσιμη
ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πρωτοβουλία
των κινήσεων βρίσκεται στον Ερντογάν, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να
επιλέξει πού θα κατευθυνθεί το γεωτρύπανο και κατ’ επέκταση σε ποιον βαθμό
έντασης θα επιλέξει να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η αποστρατιωτικοποίηση
Στην Αθήνα, έμπειροι διπλωμάτες
υπενθυμίζουν στο «Π» ότι η ελληνοτουρκική κρίση του 2020 αποσοβήθηκε ύστερα από
«αόρατη» αμερικανική παρέμβαση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, όπου οι δύο χώρες (Ελλάδα
και Τουρκία) συμφώνησαν για τη μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος στην
περιοχή.
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας
εγκαταστάθηκε στο ΝΑΤΟ ένας μηχανισμός αποσυμπίεσης, με στόχο ακριβώς τον
έλεγχο και τον περιορισμό του στρατιωτικού αποτυπώματος των δύο πλευρών έτσι
ώστε να περιοριστούν οι πιθανότητες τριβών ή ατυχών περιστατικών.
Η εν λόγω συμφωνία (μείωσης του
στρατιωτικού αποτυπώματος) μοιραία οδήγησε τη συζήτηση εκεί ακριβώς που
επιθυμούσε η Άγκυρα: στον αμυντικό μηχανισμό (κυρίως αεράμυνας) των ελληνικών
νησιών. Έκτοτε, πράγματι, το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών
νησιών του ανατολικού Αιγαίο και των Δωδεκανήσων βρίσκεται στην κορυφή της
τουρκικής ατζέντας με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα έχει την κυριαρχία επί των
νησιών υπό τον όρο να είναι αποστρατιωτικοποιημένα.
Τις θέσεις αυτές (περί
αποστρατιωτικοποίησης) επανέλαβε για μία ακόμη φορά την περασμένη Δευτέρα,
δηλαδή λίγες μέρες πριν ανακοινωθούν οι περιοχές όπου θα πραγματοποιηθούν οι
γεωτρήσεις, ο ίδιος ο Ερντογάν λέγοντας: «Οι δραστηριότητες που πραγματοποιεί η
Ελλάδα είναι αντίθετες όχι μόνο στη Συνθήκη της Λωζάννης αλλά και στη Συνθήκη
των Παρισίων. Νομίζω ότι ο Μητσοτάκης δεν γνωρίζει ότι η κυριαρχία αυτών των
νησιών δόθηκε υπό τον όρο να παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα. Νομίζω ότι θα
το μάθει».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ζήτημα
της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών έχει μετατραπεί το τελευταίο
διάστημα σε κεντρικό θέμα συζήτησης στην Τουρκία. Σε πολιτικό επίπεδο,
κυβέρνηση και αντιπολίτευση πλειοδοτούν σε «πατριωτικό τσαμπουκά» σε βάρος της
Ελλάδας ενώ ακαδημαϊκοί, στρατιωτικοί και διπλωμάτες επιχειρηματολογούν υπέρ
των τουρκικών δικαίων σε τηλεοπτικές εκπομπές ή αρθρογραφώντας σε εφημερίδες
οδηγώντας την τουρκική κοινή γνώμη σε περιβάλλον ανθελληνικής υστερίας.
Δεν θα πρέπει να περάσει
απαρατήρητο το ότι οι τουρκικές λεκτικές αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας
επί των νησιών, είτε με το πρόσχημα της στρατιωτικοποίησής τους είτε γιατί δεν
διευκρινίζεται το καθεστώς κυριαρχίας τους από τις Διεθνείς Συνθήκες (το
τουρκικό επιχείρημα περί «γκρίζων ζωνών»), συνοδεύονται από καθημερινές
έμπρακτες στρατιωτικές κινήσεις επί του πεδίου.
Έτσι, το τελευταίο διάστημα, από
το καλοκαίρι του 2020 μέχρι και τώρα, πολλαπλασιάστηκαν από την Άγκυρα οι
δεσμεύσεις περιοχών για ασκήσεις ή έρευνες στο Αιγαίο στις θαλάσσιες περιοχές
δυτικά των νησιών. Ταυτόχρονα εκτοξεύτηκε ο αριθμός των παραβιάσεων του
ελληνικού εναέριου χώρου καθώς και οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω
(και) από κατοικημένα ελληνικά νησιά.
Απέναντι στις σαφώς διατυπωμένες
τουρκικές ορέξεις η ελληνική κυβέρνηση έχει επικοινωνιακά υιοθετήσει την
τακτική της «στρατηγικής ψυχραιμίας», επιλέγοντας να μην ρίχνει λάδι στη φωτιά
απαντώντας σε κάθε τουρκική πρόκληση.
Στην Αθήνα γνωρίζουν, πρώτοι και
καλύτεροι οι στρατιωτικοί επιτελείς, πως οι εξαγγελίες των εξοπλιστικών
προγραμμάτων για την ενίσχυση αεροπορίας (Rafale – F-35) και ναυτικού (φρεγάτες
Belharra) δεν λειτουργούν αποτρεπτικά, καθώς πρόκειται για όπλα που θα
ενταχθούν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σε βάθος δεκαετίας.
Διατυπώνονται μάλιστα απόψεις
σύμφωνα με τις οποίες το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι πιθανότερο να
λειτουργήσει ως καταλύτης των τουρκικών κινήσεων καθώς, όπως υπαγορεύει η κοινή
λογική, κανείς δεν περιμένει τον αντίπαλό του να εξοπλιστεί αν σκοπεύει να
κινηθεί εναντίον του.
Απέναντι σ’ όλες αυτές τις
απαισιόδοξες εκτιμήσεις η ελληνική κυβέρνηση αντιπαραβάλλει το γεγονός της
εντονότατης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας σε ελληνικά εδάφη ως ικανό
παράγοντα αποτροπής της εκδήλωσης των τουρκικών πιθανών κινήσεων…