Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Αποχωρούν 18 στελέχη από το τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ..

 


Νέες αποχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ που δεν σταματά να καταγράφει φυγή στελεχών. Σήμερα, με συλλογικό κείμενο φεύγουν από το κόμμα 18 στελέχη από το τμήμα Πολιτισμού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είχε προηγηθεί χθες η μαζική αποχώρηση 113 μελών στα Γιαννιτσά.

 

 

«Η νοσταλγία της παλιάς Ελλάδας της νοικοκυροσύνης αλλά και της οπισθοδρόμησης και της ανελευθερίας, η αντιμετώπιση του κεφαλαίου ως εργαλείου για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, το τοξικό και διχαστικό κλίμα που καλλιεργεί ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και η καινούργια ηγετική ομάδα που τον περιβάλλει, κάνουν το χώρο που μέχρι χτες ήταν το σπίτι μας, αφιλόξενο για μας, τις ιδέες και τους αγώνες μας. Η απαξίωση της λειτουργίας του κόμματος, οι αντιδημοκρατικές και αντικαταστατικές κινήσεις της νέας ηγεσίας, η εννοιολόγηση της πολιτικής ως συνθηματολογίας και δήθεν αδιαμεσολάβητης επαφής του προέδρου με την κοινωνία διαμορφώνουν ένα τοπίο που ελάχιστα θυμίζει κόμμα της Αριστεράς.

 

»Στηρίξαμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία του προς την ανάληψη της διακυβέρνησης στη χώρα, συνεισφέραμε στο μέτρο των δυνάμεών μας, με τις γνώσεις και  την εμπειρία μας στην κυβερνητική του θητεία, χωρίς να εγκαταλείπουμε την κινηματική μας δράση και χωρίς να διστάσουμε να σταθούμε κριτικά σε πολιτικές που έρχονταν σε αντίθεση με βασικές προγραμματικές μας αρχές», αναφέρουν τα μέλη του τμήματος Πολιτισμού στην ανακοίνωσή τους.

 

 

Αναλυτικά η δήλωση αποχώρησης

«Οι μαζικές αποχωρήσεις μελών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν αφήνουν αλώβητο και το τμήμα Πολιτισμού του κόμματος. Όσοι, όσες, όσα υπογράφουμε αυτό το κείμενο, έχοντας οι περισσότεροι/ες/α ήδη ανακοινώσει την αποχώρησή μας από τις τοπικές ή τις κλαδικές μας οργανώσεις και τα όργανα στα οποία ανήκαμε, οφείλουμε να δηλώσουμε και την αποχώρησή μας από το τμήμα Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στο οποίο ενεργοποιούμασταν παράλληλα με την όποια άλλη πολιτική και κομματική μας δράση.

 

Η μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προς νεοφιλελεύθερες θέσεις και γενικότερα θέσεις που δεν συνάδουν με τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς και του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Η νοσταλγία της παλιάς Ελλάδας της νοικοκυροσύνης αλλά και της οπισθοδρόμησης και της ανελευθερίας, η αντιμετώπιση του κεφαλαίου ως εργαλείου για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, το τοξικό και διχαστικό κλίμα που καλλιεργεί ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και η καινούργια ηγετική ομάδα που τον περιβάλλει, κάνουν το χώρο που μέχρι χτες ήταν το σπίτι μας, αφιλόξενο για μας, τις ιδέες και τους αγώνες μας. Η απαξίωση της λειτουργίας του κόμματος, οι αντιδημοκρατικές και αντικαταστατικές κινήσεις της νέας ηγεσίας, η εννοιολόγηση της πολιτικής ως συνθηματολογίας και δήθεν αδιαμεσολάβητης επαφής του προέδρου με την κοινωνία διαμορφώνουν ένα τοπίο που ελάχιστα θυμίζει κόμμα της Αριστεράς.

 

Εμείς παραμένουμε πιστοί σε αρχές και αξίες και τιμούμε την πολύτιμη παρακαταθήκη της σχέσης της Αριστεράς με τον Πολιτισμό ως καταστατική της αρχή. Όλα αυτά τα χρόνια εργαστήκαμε και αγωνιστήκαμε με γνώμονα μια αντίληψη για τον Πολιτισμό ως δημόσιο αγαθό, ως δημιουργική δύναμη που μπορεί να εμπεδώσει στις κοινωνίες τις αξίες της προόδου, της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης, ως θεμέλιο και έκφανση των ποικίλων ταυτοτήτων, να εγγυηθεί την κοινωνική συνοχή και την συλλογική αυτογνωσία και αυτοπεποίθηση. Στηρίξαμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία του προς την ανάληψη της διακυβέρνησης στη χώρα, συνεισφέραμε στο μέτρο των δυνάμεών μας, με τις γνώσεις και  την εμπειρία μας στην κυβερνητική του θητεία, χωρίς να εγκαταλείπουμε την κινηματική μας δράση και χωρίς να διστάσουμε να σταθούμε κριτικά σε πολιτικές που έρχονταν σε αντίθεση με βασικές προγραμματικές μας αρχές.

 

Την 4ετία 2019–2023 βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή του αγώνα μαζί με τους συναδέλφους μας και τους πολίτες για μια σειρά από ζητήματα. Στηρίξαμε και συμμετείχαμε ενεργά στο κίνημα support art workers των καλλιτεχνών, που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το  MeToo και τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην πλήρη απαξίωση των καλλιτεχνικών σπουδών με το επαίσχυντο Προεδρικό Διάταγμα ΠΔ 85/22 της ΝΔ. Βρεθήκαμε στο πλάι των αρχαιολόγων και των πολιτών εν γένει υπερασπιζόμενοι την πολιτιστική κληρονομιά και αντιτιθέμενοι σθεναρά  σε καταστροφικές πολιτικές και σκοτεινές συμφωνίες. Μέσα από το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαμορφώσαμε ένα σχέδιο πολιτικής που θα αναβάθμιζε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αντιμετωπίζει και στηρίζει τον πολιτισμό και θα ενίσχυε τόσο τους δημόσιους πολιτιστικούς φορείς, όσο και την αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία.

 

Αποχωρώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν αναστέλλουμε ούτε τους αγώνες μας ούτε την ενεργό συμμετοχή μας στην πολιτική. Θα βρεθούμε μαζί με τους συναδέλφους μας, τους συντρόφους μας αλλά και ευρύτερα τους αριστερούς και προοδευτικούς συμπολίτες μας στα μέτωπα του αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, αλλά και για την προστασία, την υποστήριξη και την ενίσχυση του πολιτισμού, είτε αφορά την πολιτιστική κληρονομιά, είτε τη σύγχρονη δημιουργία, είτε την καλλιτεχνική εκπαίδευση και τη δημιουργική συμμετοχή της κοινωνίας στο πεδίο της κουλτούρας.

 

Αξελός Ρήγας, ηθοποιός, μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Αντωνιάδης Γιάννης, συγγραφέας- δικηγόρος, μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Βλαζάκη Μαρία, αρχαιολόγος, πρώην ΓΓ Υπουργείου Πολιτισμού, μέλος του Τμήματος Πολιτισμού

 

Γιαννοπούλου Έφη, μεταφράστρια, μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Καλδάρας Κώστας συνθέτης, Αν. Συντονιστής Τμήματος Πολιτισμού

 

Καλούδης Έκτωρ, ηθοποιός πρώην μέλος της γραμματείας Τμήματος Τέχνης και Πολιτισμού Θεσσαλονίκης

 

Κανελλοπούλου Μαρία, ηθοποιός, πρώην Συντονίστρια Τμήματος Πολιτισμού

 

Κερσανίδης Άκης, σκηνοθέτης- παραγωγός,  Συντονιστής Τμήματος Τέχνης και Πολιτισμού Θεσσαλονίκης

 

Κουτσογιαννάκη Κατερίνα, πολιτική επιστήμονας – πολιτιστική διαχειρίστρια, πρώην μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Παπαθύμνιος Γιάννης, ηθοποιός- σκηνοθέτης, πρώην αν συντονιστής Οργάνωσης Μελών Θεάτρου, μέλος Τμήματος Πολιτισμού

 

Προγκίδη Αυγή, χορογράφος, πρώην μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Σκλάβος Δημήτρης, σκηνοθέτης, πρώην μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Συγγενιώτου Μαργαρίτα, μεσόφωνος, μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Τζελέπη Χρύσα, σκηνοθέτης- παραγωγός, πρώην μέλος της γραμματείας Τμήματος Τέχνης και Πολιτισμού Θεσσαλονίκης

 

Χατζησοφιά Άννα, συγγραφέας – ηθοποιός, Συντονίστρια Τμήματος Πολιτισμού

 

Χατζησίμος Βαγγέλης, λυρικός καλλιτέχνης, πρώην μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού

 

Χρήστου Χρυσούλα, ηθοποιός- σκηνοθέτης,  υπεύθυνη Πολιτισμού Νομαρχιακής Λάρισας

 

Παρή Χριστοδουλοπούλου, πρώην μέλος της Γραμματείας Τμήματος Πολιτισμού». 








πηγή

 

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Ο Χρόνης Αηδονίδης τραγουδάει πια αλλού



 γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

 

Δεκαετίες πριν, τον περασμένο αιώνα, είχα λάβει δώρο καλότατο μια κασέτα χειροποίητη. Δεν θυμάμαι ποιος λάτρης του δημοτικού τραγουδιού μού την είχε χαρίσει, ίσως κάποιος από τους Θρακιώτες δημοσιογράφους που γνωρίζαμε τότε εμείς οι πρωτευουσιάνοι στα θερινά δημοσιογραφικά συνέδρια της Σαμοθράκης. Τραγουδούσε ο Χρόνης Αηδονίδης. Θρακιώτικα. Θα ‘ταν από τον καιρό που ο λαμπρός τραγουδιστής δεν είχε ξανοιχτεί ακόμα σε τραγούδια της Μακεδονίας και της Μικράς Ασίας. Να ‘ταν η παλιωμένη από την πολλή χρήση κασέτα, λέξη έκπτωτη πια, όπως και η πρωτοξαδέλφη της η βιντεοκασέτα, αφού έχουν κηρυχθεί έκπτωτα τα ίδια τα πράγματα που ονομάτιζαν; Να ‘ταν το σαραβαλάκι μου που υποδυόταν το μαγνητόφωνο;


Οπως και να ‘χει, σ’ ένα τραγούδι, που δεν το είχα συναντήσει στη γνωστή δισκογραφία του Αηδονίδη –ιδού, όνομα και άνθρωπος–, κάποιες λέξεις, ένα ημιστίχιο, δεν ακούγονταν καθαρά. Κι εγώ χρειαζόμουν καθαρή την αφήγηση και το νόημα, για ένα από τα κείμενα περί δημοτικής ποίησης που είχα άλλα στα σκαριά της γραφομηχανής κι άλλα στο βάθος του μυαλού μου. Ηταν ένα τραγούδι νόστου και αναγνωρισμού, από αυτά που συγκίνησαν τον Γιώργο Σεφέρη και έπλασε τον «Γυρισμό του ξενιτεμένου». Την κλίμακα της αναγνώρισης που ακολουθεί η σύζυγος στο θρακιώτικο τραγούδι, ώσπου να βεβαιωθεί πως αυτός που της ζητάει φιλί είναι ο άντρας της, δεν την είχα ακούσει ποτέ άλλοτε. Ούτε την είχα διαβάσει σε κάποια συλλογή δημοτικών.


«Μα γιατί δεν τηλεφωνείς στον Αηδονίδη; Θα το δεις, θα χαρεί», μου πρότεινε φίλος εξαίρετος, και επίσης εξαίρετος φιλόλογος, ο Παναγιώτης Σκορδάς, από την Αγιάσο της Λέσβου. «Εχω το τηλέφωνό του», επέμεινε. Μάταια. Ακόμα κι όταν, χρόνια αργότερα, με πληροφόρησε ότι ο Αηδονίδης είχε αποκτήσει επίσημη ιστοσελίδα, με τίτλο το ονοματεπώνυμό του και υπότιτλο τον δεκαπεντασύλλαβο «για να θυμούνται οι παλιοί κι οι νέοι να μαθαίνουν», και ότι μπορούσα να τον ρωτήσω μέσα από την ειδική στήλη επικοινωνίας, δεν το τόλμησα. Οπως δεν τόλμησα ποτέ να χαιρετήσω τον Μιχάλη Κατσαρό στους δρόμους της Αθήνας, όπου διασταυρωνόμασταν συχνά, όταν η «Καθημερινή» στεγαζόταν στη Σωκράτους. Κι ας υπεραγαπούσα την ποίησή του· κι ας υποκλινόμουν στη σφόδρα αντιδογματική «κατά Σαδδουκαίων» στάση του, που την πλήρωσε ακριβά. Εβλεπα τη Δευτέρα το βράδυ, τη μέρα που πέθανε ο Αηδονίδης, τη λιτή αυτοϊστόρησή του στο «Μονόγραμμα» του Γιώργου και της Ηρώς Σγουράκη. Και σκεφτόμουν ότι το «Μονόγραμμα», το «Παρασκήνιο» και κάποιες άλλες εκπομπές λόγου είναι ο πραγματικός πλούτος της ΕΡΤ. Μόνο που η κρατικοκομματική τηλεόραση δεν εκτιμά ιδιαίτερα την περιουσία της. Αν την εκτιμούσε, θα νοιαζόταν και να την αβγατίσει. Αλλά «ο κύκλος του “Μονογράμματος” έκλεισε». Είναι πολλά τα σίριαλ βλέπετε, και πού να βρεθεί τηλεοπτικός χρόνος, πού να περισσέψει χρήμα. Οσο για τα ιδιωτικά κανάλια, που υποχρεώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, άρθρο 15, να διασφαλίζουν τρεις βασικές αρχές, την ισότητα, την αντικειμενικότητα και την ποιότητα, σέβονται την τρίτη όσο και τις δύο πρώτες. «Πέθανε ποιος; Ο Χρόνης Αηδονίδης; Μισό λεπτό. Εννοώ να του αφιερώσετε μισό λεπτό, όχι να με περιμένετε μισό λεπτό για να σκεφτώ πώς θα τον τιμήσουμε στ’ αλήθεια». Ετσι πάει το πράμα εκεί, στα φέουδα της «ενημέρωσης», κι έτσι θα συνεχίσει να πηγαίνει. Διότι, ας το ξαναπούμε, «η Ελλάδα δεν είναι μπανανία».


Ο Αηδονίδης, όπως και η Δόμνα Σαμίου, εννόησε τη συνέχιση της παράδοσης ως υπεράσπισή της από τους καπήλους της.


Ο Χρόνης Αηδονίδης, θαλερός άχρι θανάτου, είχε γίνει προ πολλού στοιχείο της παράδοσής μας. Και το κατόρθωσε επειδή δεν επαναπαύτηκε στη φωνή του, δώρο του Θεού, της φύσης ή της μάνας του, εξαιρετικής τραγουδίστριας, και του παπά πατέρα του, που τον έπαιρνε από μικρό στην εκκλησία, κι αυτός άρχισε σιγά σιγά να ψέλνει τροπάρια· από τα «εύκολα», όπως αυτοβιογραφείται στην ιστοσελίδα του, σε τρίτο πρόσωπο. Καλλιέργησε το χάρισμά του σπουδάζοντας. Και συνειδητοποίησε ότι η παράδοση πάει ζευγάρι με την παραλαβή. Δεν είναι δηλαδή κατιτίς το τελειωμένο και νεκρό, κατιτίς το αποθηκευμένο σε οριστική μορφή, αλλά κάτι που το νοηματοδοτούν και το ανασχηματίζουν οι επιλογές του εκάστοτε παραλήπτη ή «συνεχιστή της παράδοσης», όπως συμβατικά τον ονομάζουμε.


Είναι χαρακτηριστική η απάντησή του σε μια ερώτηση του Αντώνη Μποσκοΐτη, σε συνομιλία τους που έγινε το 2001 αλλά είχε μείνει ανέκδοτη μέχρι τώρα (βλ. https://olafaq.gr/people/interviews/chronis-aidonidis-ereynitis-agonistis/). Τον ρωτάει λοιπόν ο δημοσιογράφος αν τον κολάκευε ο σεβασμός που έτρεφαν οι νεότεροι για την τέχνη του. Και ο Αηδονίδης αποκρίνεται ως εξής: «Αλίμονο. Τη Μαρίζα Κωχ τη γνωρίζω από τότε που ξεκίνησε. Να μη χαίρομαι που πήγε να ξεπλύνει τα δημοτικά από τη χουντική κατάχρηση; Αν κάθε χουντικό διάγγελμα ακουγόταν συνοδεία κλαρίνων και τσάμικων, ήταν πολύ φυσικό να υπάρξει αντίδραση απ’ τους νεότερους, οι οποίοι αγαπούσαν τρομερά την παράδοση, σαν την Κωχ, τον Σαββόπουλο και άλλους. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αν “πειράζει” κανείς τον ήχο, αν θα έχει δημοτική κομπανία ή ποπ μπάντα. Ο λόγος μετράει, η ιστορία του κάθε τραγουδιού, η ποίηση που μας τροφοδοτεί η ίδια η παράδοση».


Ο Αηδονίδης, όπως και η Δόμνα Σαμίου, εννόησε τη συνέχιση της παράδοσης ως υπεράσπισή της από τους καπήλους της, που τη διαστρεβλώνουν, τη νοθεύουν, την πετσοκόβουν με τα μαχαίρια της ημιμάθειας και του σωβινισμού, για να την καταντήσουν ίση με το μικρότατο ανάστημά τους. Τα κλαρίνα των χουντικών, που ακούγονταν στη διαπασών όταν οι βασανιστές λιάνιζαν αντιστασιακούς, ώστε να σκεπάζονται οι οιμωγές τους, απείλησαν με τελεσίδικη απαξίωση τη μισή κληρονομιά μας, τη νεοελληνική. Ακριβώς όπως το κιτς των πανηγύρεων της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο απείλησε την άλλη μισή, την αρχαιοελληνική.


«Τα μακεδονίτικα», λέει στην ίδια συνέντευξη ο Αηδονίδης, «ήταν κομμένα από τη χούντα για χρόνια. Ξέρετε γιατί; Τα θεωρούσαν κομμουνιστικά, λόγω της γειτονίας με τη Βουλγαρία». Και διαβάζουμε στο βιβλίο της Αλίκης Ρόμπου-Λεβίδη «Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2016): «Στο πλαίσιο των μέτρων άρσης της ετερότητας που επιβλήθηκαν στον Μεσοπόλεμο και τις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες, το κράτος απαγόρευσε τη χρήση των μουσικών οργάνων των ντόπιων. Ο λόγος των ντόπιων συχνά αναφέρεται σε περιστατικά κατά τα οποία οι χωροφύλακες εισέβαλλαν στα σπίτια τους τη νύχτα και “έσφαζαν” τις γκάιντες τους». Οχι, δεν είναι πανηγυράκι η παράδοση. 

Σάββατο 3 Ιουνίου 2023

Στην Ελευσίνα

 


γράφει ο Πέτρος Μανταίος

 

Ελευσινάδε, ήτοι προς την Ελευσίνα… Να το πιάσουμε από μακριά, από την πρώιμη αρχαιότητα και τη λατρεία της θεάς Δήμητρας, θεάς της γονιμότητας κατά βάση· γονιμότητας στη φύση και στο πνεύμα. Ισως της πιο σοβαρής θεάς απ’ όλες, μαζί με την Αρτεμη· τουλάχιστον έτσι τις έχει καταγράψει η παιδική μου μνήμη, της φαντασίας, που είναι αχόρταγη και ατελείωτη, ακόμα και τώρα, προπαντός τώρα.

 

Της Δήμητρας και της θυγατέρας της, της Κόρης, με κάπα κεφαλαίο. Εξι μήνες στον Αδη και στον θάνατο, έξι μήνες στου ήλιου την ανάσταση, στο γέλιο της μέρας και της ζωής. Να ξεπεζεύει και λίγο η μανούλα, καθισμένη έξι μήνες στην Αγέλαστο Πέτρα της καρτερίας προσδοκώντας την ανάσταση.

 

Ελευσίνια μυστήρια και Ελευσίνιες γιορτές: τα Μικρά Ελευσίνια, στην Αθήνα, στον Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριος) και τα Μεγάλα, στον Βοηδρομιώνα (Σεπτέμβριος) που κατέληγαν στην Ελευσίνα με τη μεγάλη πομπή.

 

Μυστήρια πάνω στο αιωνίως ανεξήγητο σύζευγμα/διάζευμα, ζωής/θανάτου. Αισχύλος. Μέγας Ελευσίνιος, τραγωδός, μα και μύστης. Και πολεμιστής σπουδαίος, στον Μαραθώνα και αλλού, εναντίον των Περσών. Αυτή την ιδιότητα, του πολεμιστή για την ελευθερία και την ανεξαρτησία επέλεξε ως διάκριση επί του μνήματος. Μνημείο και μνήμη. Ελευθερία και έλευσις. Ελευσίνα. Τώρα, από τον Ιανουάριο και για όλο το 2023, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, μαζί με την Τιμισοάρα (Ρουμανία) και το Βεσζπρέμ (Ουγγαρία).

 

Αγαπημένη πόλη, από παιδί, που πρωτοπήγα και όσο τη θυμάμαι· πάλι η παιδική φαντασία της μνήμης, με τις παραλλαγές, τις μεταμορφώσεις και –γιατί όχι;– τις επιθυμίες της! Ο,τι πολύ επιθύμησες μικρός, η παιδική μνήμη, που είναι σπεσιαλίστρια στις μεταμορφώσεις, φροντίζει και σ’ το… ικανοποιεί. Εκεί να δεις μυστήριο!

 

Πέρασαν τα χρόνια και το ’φεραν τα πράγματα, η τύχη (που ποτέ δεν είναι μόνο τύχη, πάντα κλείνει και κάτι από προδιάθεση· καμία σχέση με πεπρωμένο και «γραμμένα»), κι έπαιξα μπάσκετ στον Πανελευσινιακό, με τον μεγαλύτερο αδελφό μου (που ήταν και καλύτερος). Γνώρισα τότε Ελευσίνιους, νέους, συμπαίκτες και οπαδούς, αλλά και μεσήλικες, παράγοντες και φιλάθλους, αρκετούς για να σχηματίσω καλή γνώμη! Εκεί, στον Πανελευσινιακό, τερμάτισα και την μπασκετική καριέρα μου, «κρέμασα τα παπούτσια» μου, όχι του αθληταρά, τουλάχιστον του φιλότιμου.

 

Επόμενη επαφή με την πόλη, αλλά εξ αποστάσεως… Οταν, πολλά χρόνια μετά, με πρόταση των Φίλων του Χόρτου (άτυπο σωματείο νέων με πολλή όρεξη για τον τόπο τους), παρουσίασα στο εξαίρετο θεατράκι του Χόρτου (επίνειο Αργαλαστής, Νότιο Πήλιο) το υπέροχο ντοκιμαντέρ «Αγέλαστος Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή. Περίπου εκείνη την εποχή, δεκαετία ’90, αρχές, δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και σχολίασα στην «Ελευθεροτυπία» την αρπαγή αρχαιοτήτων, από το Μουσείο Ελευσίνας, που έκαναν Γερμανοί επί Κατοχής (με επιλογή Γερμανών αρχαιολόγων, παρακαλώ!)· κι εμείς οι νεότεροι αφήνουμε να… σιτεύει ψήφισμα της Βουλής (17.4.19) για τις γερμανικές αποζημιώσεις!

 

Την Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης επισκέφτηκα δύο φορές, Ιανουάριο και Μάρτιο. Ηπια καφέ στο λιμάνι. Περπάτησα στον όμορφο αρχαιολογικό πεζόδρομο. Παρακολούθησα, ενδεικτικά, κάποιες εκδηλώσεις· κυρίως εικαστικές.

 

Πέρασα αρκετή ώρα από την αίθουσα έκθεσης ενθυμημάτων της Μελίνας που, ως υπουργός Πολιτισμού, ίδρυσε, με τον ομότιμό της Γάλλο Ζακ Λανγκ (εσχάτως κυκλοφόρησαν γι’ αυτόν φήμες απαξιωτικές!), τον ευρωπαϊκό θεσμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, το 1985. Τότε που κυκλοφορούσαν ακόμα στην Ευρώπη οράματα. Μετά ήρθε το… κυκλοφοριακό χάος. Την εποχή των οραμάτων διεδέχθη η εποχή των θαυμάτων και των θεαμάτων. Τέλος, πέσαμε στις τράπεζες θεμάτων και αναθεμάτων! Μυστήρια πράγματα…

 

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Ο Καρατζαφέρης είδε φως στη δεξιά πολυκατοικία και μπήκε

 


Χείρα βοηθείας έτεινε στο Μαξίμου ο πρώην πρόεδρος του ΛΑΟΣ την ώρα που η ΝΔ φοβάται για διαρροές προς τα δεξιά της

γράφει η Βίκυ Σαμαρά

 

Η επανεμφάνιση του πρώην προέδρου του ΛΑΟΣ, Γιώργου Καρατζαφέρη, με ύμνους στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ήρθε ως μία δεξιά χείρα βοηθείας λίγο πριν τις εκλογές.

 

Την ώρα που η Νέα Δημοκρατία φοβάται για διαρροές προς τα δεξιά της, ο κ. Καρατζαφέρης δήλωσε ότι “ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πιο άρτιος πολιτικός του 21ου αιώνα”. Υποστήριξε επίσως πως ο πρωθυπουργός “έχει ξεφύγει, είναι πολύ ψηλά. Κοιτάξτε πως του φέρεται ο Μπάιντεν. Στην Ευρώπη συνωστίζονται για μία χειραψία μαζί του”.

 

 

Ενώ κάρφωσε τον Κυριάκο Βελόπουλο στο δεξιό ακροατήριο λέγοντας: “Τον πήρα από το ΠΑΣΟΚ το 1996 για να τον φέρω στον Εβερτ και μου λέει ‘αυτός είναι φανατικός ΠΑΣΟΚτζής’”.

 

Η Ελληνική Λύση είναι βεβαίως το κόμμα που διεκδικεί ψήφους διαμαρτυρίας στα δεξιά της ΝΔ και ιδίως στη βόρεια Ελλάδα οι δημοσκοπικές της επιδόσεις έχουν θορυβήσει το Μαξίμου. Πάντως ο κ. Καρατζαφέρης εκτίμησε ότι η ΝΔ θα κερδίσει τις πρώτες εκλογές με περισσότερες από έξι μονάδες διαφορά, καθώς και πως στις δεύτερες κάλπες η διαφορά θα είναι ακόμη μεγαλύτερη και ο κ. Μητσοτάκης θα είναι πρωθυπουργός το καλοκαίρι.

 

Πάντως ο κ. Καρατζαφέρης, ο οποίος στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τη Χρυσή Αυγή “συμπλήρωμα της ΝΔ” και είχε εντάξει στα ψηφοδέλτια του ΛΑΟΣ στελέχη της, διαφώνησε με το νομοθετικό μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη που ετοιμάζει η κυβέρνηση, αλλά για λόγους τακτικής. “Προτιμώ ένα ροτβάιλερ στον κήπο, παρά μία οχιά μέσα στο σπίτι”, δήλωσε, σημειώνοντας με νόημα ότι εάν το ποσοστό των μικρών κομμάτων που μείνουν εκτός Βουλής ξεπεράσει το 10%, η ΝΔ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμη και με 35%.

 

Πως μπήκε και πως βγήκε από τη ΝΔ

Δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που ο κ. Καρατζαφέρης εκφράζεται θετικά για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στην πολιτική και στη ΝΔ άλλωστε τον είχε βάλει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: Ο κ. Καρατζαφέρης είχε εκλεγεί πρώτη φορά με τη ΝΔ στις πρόωρες εκλογές του Οκτωβρίου του 1993.

 

Από τη ΝΔ τον διέγραψε το 2000 ο Κώστας Καραμανλής, με αφορμή απαξιωτικά σχόλια για τον τότε εκπρόσωπο τύπου του κόμματος, Άρη Σπηλιωτόπουλο, και στην ουσία γιατί επιδιδόταν συστηματικά σε εσωκομματική αντιπολίτευση.

 

Ο κ. Καρατζαφέρης ίδρυσε τότε το ΛΑΟΣ, στο οποίο αναδείχθηκαν στελέχη που σήμερα είναι υπουργοί της κυβέρνησης, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο Μάκης Βορίδης και ο Θάνος Πλεύρης. Επί ΛΑΟΣ βέβαια εξαπέλυαν επιθέσεις στη ΝΔ και προσωπικά στον τότε προέδρο της Κώστα Καραμανλή, αλλά και στον ιδρυτή της Κωνσταντίνο Καραμανλή, καθώς και στον Αντώνη Σαμαρά, του οποίου αργότερα βέβαια έγιναν “πρωτοπαλίκαρα”...

 

Το 2002 ο κ. Καρατζαφέρης διεκδίκησε την υπερνομαρχία Αθηνών με τις πολιτικές ευλογίες του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χριστόδουλου, που διαφωνούσε με την επίσημη υποψηφιότητα Τζαννετάκου.

 

Εκτός από την Εκκλησία, φλέρταρε με τη φιλοβασιλική δεξιά (πριν το Δημοψήφισμα του 1974 εξέδιδε το «Στέμμα της Δημοκρατίας»), ενώ είχε πολλάκις προβεί σε ξενοφοβικές, ρατσιστικές και αντισημιτικές δηλώσεις. Από το κανάλι του αναφερόταν στα “Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών”, ένα από τα fake news με τις πιο τραγικές επιπτώσεις του 20ου αιώνα, καθώς το βιβλίο αυτό που έχει αποδειχθεί πλαστό είχε αποτελέσει εργαλείο προπαγάνδας των ναζί.

 

Το ΛΑΟΣ τελείωσε, ζήτω το ΛΑΟΣ

Η επιλογή του να στηρίξει το πρώτο μνημόνιο που έφερε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2010 εξαϋλωσε πολιτικά το ΛΑΟΣ. Ο ίδιος μίλησε για αναγκαστική επιλογή "έτσι ώστε να μην πέσει η χώρα στα βράχια". Δεν τον πίστεψε σχεδόν κανείς.

 

Το 2011 ο κ.Καρατζαφέρης ήταν ένας από τους τρεις αρχηγούς κομμάτων (μαζί με το Γιώργο Παπανδρέου και τον Αντώνη Σαμαρά) που στήριξαν την κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου. Απέσυρε την στήριξη του, ωστόσο, λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2012 και καταψήφισε το 2ο μνημόνιο.

 

Από το 2012 όμως ακόμα και τα αγαπημένα του παιδιά (Γεωργιάδης, Βορίδης, Πλεύρης) τον εγκατέλειψαν και πήγαν στη ΝΔ, στην οποία έκτοτε φιλοδοξούν να δίνουν το ρυθμό.

 

Το Δεκέμβριο του 2015 ο κ. Καρατζαφέρης καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση με τριετή αναστολή, 10.000 ευρώ πρόστιμο και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για 18 μήνες, για το αδίκημα της υποβολής ελλιπούς δήλωσης πόθεν έσχες κατά την τριετία 2010-2011-2012.

 

Το 2014 ο αρμόδιος εισαγγελέας είχε αποστείλει αίτημα στη Βουλή για να ερευνηθεί εάν είχε συμπεριλάβει στο πόθεν έσχες του δύο υπεράκτιες εταιρίες στην Καραϊβική, καθώς το όνομα του προέδρου του ΛΑΟΣ είχε προκύψει ως πιθανά εμπλεκόμενο σε σκάνδαλο εξοπλιστικών και συγκεκριμένα στην εξαγορά ελικοπτέρων Super Puma, την περίοδο που υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Άκης Τσοχατζόπουλος.

 

Το ΛΑΟΣ έτσι κι αλλιώς πολιτικά είχε βυθιστεί, με τα μεγαλύτερα αστέρια του να έχουν μετακομίσει στη ΝΔ και την ακροδεξιά να βρίσκει νέο κοινοβουλευτικό εκφραστή στη ΧΑ.

 

Το 2016 ο κ. Καρατζαφέρης ίδρυσε μαζί με τον Τάκη Μπαλτάκο το κόμμα Εθνική Ενότητα, με πρόεδρο τον ίδιο. Όμως το κόμμα δεν έφτασε καν στις εκλογές. Και το 2019 το ΛΑΟΣ καταβαραθρώθηκε στις εκλογές, στις οποίες μπήκε στη Βουλή ένα άλλο πολιτικό τέκνο του κ.Καρατζαφέρη, ο κ. Βελόπουλος. Ο κ. Καρατζαφέρης ανακοίνωσε τότε την παραίτηση του από την προεδρία του ΛΑΟΣ.

 

Έκτοτε βέβαια κατά καιρούς σχολίαζε θετικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη, στην οποία μετέχουν τρία πλέον στελέχη που είναι δικά του πολιτικά τέκνα.

 

“Η μισή μου κοινοβουλευτική ομάδα κυβερνά σήμερα τον τόπο. Το μέγιστο ποσοστό των ανεμβολίαστων είναι ακροδεξιούληδες, ο Μητσοτάκης έβαλε έναν άνθρωπο που τους καταλαβαίνει”, δήλωνε ο κ. Καρατζαφέρης μετά την υπουργοποίηση Πλεύρη.

 

Και οι νέες δηλώσεις του προκάλεσαν αίσθηση, καθώς άλλωστε ο κ.Καρατζαφέρης είναι ο άνθρωπος που είχε λανσάρει τον όρο “γαλάζια πολυκατοικία” ως πρόεδρος του ΛΑΟΣ. Και κάποιοι θυμήθηκαν και το παλιό του σύνθημα “χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη”.  













πηγή

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης

 


Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 2 Νοεμβρίου 1911 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 18 Μαρτίου 1996.

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30.

 

Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί, κ.ά. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.

 


 Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

 


  Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.




 Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα»,σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

 

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.

 


Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.  





Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.  






πηγή 



Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Ο λυρατζής

 


γράφει ο Λευτέρης Κουγιουμουτζής

 

 

Ολόκληρο τον Μάη, ζήτημα να μπήκε δυο-τρεις φορές στο μάθημα.

 

Μες στη χρονιά βέβαια ήταν από τους πιο τακτικούς, κι ας το ‘βλεπες στο βλέμμα του ότι δεν αντιλαμβανότανε και πολλά απ’ την παράδοση. Οχι πως έκανε και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια δηλαδή, παρά τις επίμονες παραινέσεις μου· φαίνεται πως τον είχε πείσει αμετάκλητα το σχολειό τα προηγούμενα χρόνια ότι αυτός δεν πρόκειται να τα καταφέρει ποτέ στα μαθήματα. Συνήθως αποτραβιότανε με συστολή στην πίσω γωνία, κι όποτε δεν ασχολιότανε στα κρυφά με το κινητό του έχοντας την ψευδαίσθηση πως δεν τον έχω πάρει χαμπάρι, χάζευε έξω στην αυλή ή έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα στο μοναδικό του τετράδιο. Μα μιας και δεν καταδεχότανε να κάνει φασαρία και να ενοχλεί, έκανα κι εγώ -ως αντίδωρο- τα στραβά μάτια στα μικροατοπήματά του· είχαμε βρει αυτόν τον ανώδυνο τρόπο να συνυπάρχουμε.

 

Ωσπου ένα πρωί, μετά τις διακοπές του Πάσχα, εμφανίστηκε στο σχολειό μ’ ένα θηκάρι που είχε μέσα του μια λύρα· προσπέρασε τις αίθουσες, θρονιάστηκε σε μια κερκίδα στην άκρη της αυλής μαζί με ορισμένους άλλους που τ’ ακολουθούσανε, κι αφού κούρδισε τη λύρα του, αρχίνισε να σκορπά νότες και τραγούδια μέσα στο ανοιξιάτικο πρωινό. Τι λυρατζής ήταν ετούτος· έπαιζε αφτιασίδωτα κι ανάβλυζαν απ’ το δοξάρι του σκοποί αμάλαγα παλαιινοί, αμόλυντοι απ’ την έπαρση της εποχής. Στα χέρια του η λύρα δεν ήταν όργανο επίδειξης και προβολής, μα μαγνήτης που τραβούσε των ανθρώπων τις ψυχές και τις έσμιγε σ’ έναν ανεπιτήδευτο κοινό τόπο, όπου ο καθείς μπορούσε να ‘ναι απλώς ο εαυτός του.

 

Σαν έφτασαν στ’ αυτιά μου οι μουσικές του απ’ το ανοιχτό παράθυρο της τάξης, παράτησα το μάθημα και βγήκα να δω ποιος είναι αυτός ο λυρατζής που παίζει τόσο αρμονικά και γλυκοτραγουδά σαν το γαρδέλι. Και σαν τον είδα να βαστά τη λύρα, δεν ήταν πια εκείνο το αμίλητο κοπέλι με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, αποτραβηγμένο στην πίσω γωνία της τάξης να περιμένει βαριεστημένα να τελειώσει το μάθημα, αλλά λουλούδιζε κι ανθούσε όλο ζωντάνια και σφρίγος, μες στον μπαξέ που ο ίδιος είχε φτιάξει με τη λύρα του και την ψυχή του.

 

Κι από κείνη τη μέρα και μετά, ζήτημα να ξαναμπήκε δυο-τρεις φορές στο μάθημα. Εφερνε κάθε πρωί τη λύρα του, αρχίνισαν να κουβαλούνε κι άλλοι τα όργανά τους, και πιάνανε τον σκοπό και το τραγούδι στην άκρη της αυλής. Κι έτσι, ετούτο το συνεσταλμένο κοπέλι που είχε περάσει απαρατήρητο ολοχρονίς, μετέτρεψε τα άψυχα ντουβάρια και τους βαρετούς μονολόγους των δασκάλων σ’ αληθινό σχολειό, όπου τα παιδιά έρχονται κάθε πρωί χαρούμενα για να ξεδιπλώσουνε τις κλίσεις τους και την προσωπικότητά τους. Να γενούνε, εντέλει, συνδιαμορφωτές και συμμέτοχοι μιας κοινωνίας κι όχι παθητικοί αποδέκτες μιας ανούσιας και συνήθως ακαταλαβίστικης μετωπικής διδασκαλίας.

 

Φέτος, που άλλαξα σχολειό, τον σκέφτομαι συχνά τον περσινό μου λυρατζή, που μ’ έμαθε πως το σχολειό το φτιάχνουν τελικά η μοναδικότητα κι ο χαρακτήρας του κάθε κοπελιού κι όχι τα αναλυτικά προγράμματα, η στείρα γνώση, η αγωνία της βαθμολογικής επίδοσης και ο μπαμπούλας των εξετάσεων.

 

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022

Η λίστα του Μακάρθι και το τέρας του φασισμού

 


γράφει η Δήμητρα Μυρίλα


Οι προγραφές του Μακάρθι έχουν ξεκινήσει και κλιμακώνονται όχι μόνο σε επίπεδο βαρύτητας αποκλεισμών λόγω καταγωγής, αλλά και σε επίπεδο ιδεολογικής παρέμβασης. 

Ας δούμε τη λίστα και την κλιμάκωσή της:

 Τα Μπαλέτα Μπολσόϊ  στο εξής βρίσκονται στο πυρ το εξώτερον… ρώσικα γαρ.

 Ο μαέστρος Βαλερί Γκεργκίεφ απολύθηκε από τη Φιλαρμονική του Μονάχου και είναι ανεπιθύμητος στη Σκάλα του Μιλάνου, στη Φιλαρμονική του Παρισιού, στη Φιλαρμονική της Βιέννης, στη Φιλαρμονική του Αμβούργου, όπου o Γκεργκίεφ θα έδινε πασχαλινές συναυλίες με το Θέατρο Μαριίνσκι, αλλά και στο Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, αφού δεν έκανε δήλωση μετάνοιας και αποκήρυξης. Ρώσος και αυτός.

 

Η σοπράνο Αννα Νετρέμπκο δεν θα εμφανιστεί πουθενά…. Ρωσίδα γαρ.

 

Στην Ελλάδα το Υπουργείο Πολιτισμού αναστέλλει  κάθε συνεργασία με ρώσικους πολιτιστικούς οργανισμούς και κάπως έτσι ο Τσαϊκόφσκι γίνεται ανεπιθύμητος (Ημεροδρόμος «Βάλτε Τσαϊκόφσκι στα Μεγάφωνα»).

 

 

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Febiofest αποφάσισε να αφαιρέσει το Βραβείο «Cristian» από τον σκηνοθέτη Εμίρ Κουστουρίτσα (Ημεροδρόμος «Μακαρθισμός χωρίς τέλος») επειδή την παραμονή της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία αποδέχθηκε την πρόταση του Ρώσου υπουργού Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού να γίνει διευθυντής του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Θεάτρου του Ρωσικού Στρατού.

 

Το πιο πρόσφατο συμβάν στη λίστα των μακαρθικών προγραφών είναι αυτό που αποκαλύπτει ο συνάδελφος Γρηγόρης Τραγγανίδας (https://www.facebook.com/profile.php?id=100008750192779).

Η Ουκρανική Ακαδημία Κινηματογράφου, κάλεσε την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα (φεστιβάλ, παραγωγούς, διανομείς, θεσμικούς φορείς, τους πάντες) να μποϊκοτάρουν τον ρωσικό κινηματογράφο. Η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου αποδέχθηκε το κάλεσμα, το σκεπτικό το οποίου είναι ανατριχιαστικό: «σε μια εποχή που οι παγκόσμιες δυνάμεις επιβάλλουν οικονομικές και πολιτικές κυρώσεις στη Ρωσική Ομοσπονδία, η χώρα συνεχίζει να δραστηριοποιείται στον πολιτιστικό τομέα. Ειδικότερα, αρκετές ταινίες της Ρωσίας γίνονται δεκτές τακτικά στα προγράμματα των περισσότερων παγκόσμιων κινηματογραφικών φεστιβάλ και δαπανώνται σημαντικοί πόροι για την προώθησή τους. Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας δεν είναι μόνο η διάδοση προπαγανδιστικών μηνυμάτων και παραποιημένων γεγονότων. Ενισχύει επίσης την πίστη της ρωσικής κουλτούρας – την κουλτούρα του επιτιθέμενου κράτους, που εξαπέλυσε αδικαιολόγητο και απρόκλητο πόλεμο στην κεντρική Ευρώπη. Ακόμη και η ίδια η παρουσία ρωσικών ταινιών στο πρόγραμμα των παγκόσμιων κινηματογραφικών φεστιβάλ δημιουργεί την ψευδαίσθηση της εμπλοκής της Ρωσίας στις αξίες του πολιτισμένου κόσμου.».

 

Ολα τα παραπάνω περιγράφουν το σταθερό βηματισμό προς την κόλαση του φασισμού. Το βηματισμό που επιταχύνθηκε από τις φλόγες του πολέμου. Το βηματισμό για την επιτάχυνση του οποίου ο καπιταλισμός αναζητούσε την κατάλληλη αφορμή και τη βρήκε.

 

Διότι τι μας λένε όλα όσα προηγήθηκαν και όσα ξεκάθαρα γράφει η Ουκρανική Ακαδημίου Κινηματογράφου; Μας λένε, πως ούτε λίγο ούτε πολύ η Ρώσοι δεν θα έπρεπε να δραστηριοποιούνται στον πολιτιστικό τομέα! Και αν αυτό ακούγεται τουλάχιστον γελοίο, το άλλο που μας λένε είναι εξόχως σοβαρό, επικίνδυνο και ερεβώδες: η τέχνη, ως ύψιστο έργο του Ανθρώπου, γίνεται αποδεκτή ή μη αποδεκτή με κριτήρια καταγωγικά και βέβαια στο βαθμό και στο μέτρο που αυτή συμφωνεί και αναπαραγάγει το κυρίαρχο αφήγημα. Βέβαια, μέσα στον καλπάζοντα φασισμό αυτού του καλέσματος η Ουκρανική Ακαδημία Κινηματογράφου «ξεχνάει» ότι ακριβώς αυτή η ρώσικη κουλτούρα στην οποία αναφέρεται, τα τελευταία χρόνια έχει παραδώσει αριστουργηματικές ταινίες που αποκαλύπτουν τον καπιταλιστικό ζόφο που ζουν οι Ρώσοι και συνεπώς κάθε άλλο προπαγανδιστικά λειτουργούν για τον Πούτιν. Αλλά, προκειμένου να στήσουν το ζοφερό, ρατσιστικό αφήγημά τους ηθελημένα παραποιούν την ίδια την πραγματικότητα.

 

 

Εάν σε όσα προηγήθηκαν συμπεριλάβουμε και τον αποκλεισμό στην Ευρώπη των ρώσικων ΜΜΕ σε ένα συμπέρασμα καταλήγουμε.

 

Ο καπιταλισμός έριξε και την τελευταία μάσκα της δήθεν δημοκρατίας και υπεράσπισης δικαιωμάτων που φορούσε. Ο καπιταλισμός στρατιωτικοποιείται και φασιστικοποιείται ραγδαία σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωση της κυρίαρχης τάξης. Πρόκειται, δε, για εκείνο το είδος φασισμού, που με την προβιά του φιλελευθερισμού, όταν δεν απαγορεύει την διαφορετική απόψη τη συντρίβει κάτω από το βάρος των μηχανισμών χειραγώγησης και εμπέδωσης από την κοινωνία εκείνης της άποψης που διευκολύνει την αναπαραγωγή της βάρβαρης εκμετάλλευσης. Χωρίς (προς το παρόν) την άμεση απειλή της δίωξης, του κυνηγητού, του βασανισμού, έρχεται η κυρίαρχη, χειραγωγημένη και ομογενοποιημένη «κοινή γνώμη» να υλοποιήσει το έργο του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, υπό την σκέπη ωστόσο αθέατων μηχανισμών παρακολούθησης κάθε πτυχής του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.

 

Είναι ακριβώς ο ίδιος μηχανισμός εκφασισμού της κοινωνίας που μεθοδεύτηκε τη δεκαετία του ’30 οδήγησε στην τραγωδία του ναζισμού.

 

Αυτόν τον μηχανισμό που δουλεύει το ίδιο αποτελεσματικά για τον δυτικό ιμπεριαλισμό και για τον ρώσικο ιμπεριαλισμό, άλλος δε μπορεί να τον σπάσει, άλλος δεν μπορεί να τον ρίξει στα σκουπίδια της ιστορίας, παρά μόνο οι λαοί.

 

 

Υ.Γ. Είναι τρομακτικό ότι η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου αποδέχεται το σκοταδιστικό σκεπτικό της Ουκρανικής Ακαδημίας… αλλά τρομακτικότερο είναι το γεγονός ότι μπροστά σε αυτή την πρωτοφανή επίθεση στην τέχνη μέχρι στιγμής σιγούν οι ενώσεις και οι φορείς των καλλιτεχνών. Κάπως έτσι η πόρτα το φρενοκομείου είναι έτοιμη να ανοίξει…  

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Μάνος Χατζιδάκις: Το ρεμπέτικο, θεμέλιος λίθος της λαϊκής μουσικής

 


Στις 31 Ιανουαρίου 1949 δόθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι στο Θέατρο Τέχνης η ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο. Στη διάλεξη αυτή, που θεωρείται ορόσημο για την αναγνώριση του ρεμπέτικου, ο 24χρονος τότε συνθέτης μέσα στη δίνη του εμφυλίου, μίλησε με τόλμη και σαφήνεια για την ιδεολογία και την αισθητική αυτών των «περιφρονημένων» τραγουδιών, προβάλλοντάς τα ως «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική».

 

Ήταν η εποχή που το ρεμπέτικο εξαπλωνόταν στις λαϊκές γειτονιές, αλλά οι αστοί το χλεύαζαν και η πολιτική εξουσία της δεξιάς το κυνηγούσε.

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις τόλμησε να χαρακτηρίσει το ρεμπέτικο ως θεμέλιο λίθο της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παρουσίασε, μάλιστα, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, που τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης. Η διάλεξη αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από το πνευματικό και πολιτικό κατεστημένο. Η αστυνομία ειδοποίησε τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει για λίγο καιρό ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι.

 

Η ομιλία

 

«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως, κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.

 

Τώρα, αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά. Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

 

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο - πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

 

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄ αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα.

 

Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ' την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι.

 

Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).

 

Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.

 

Μα πριν μπούμε σ' ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

 

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ' ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

 

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

 

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής. Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά - θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

 

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.

 

Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ' ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

 

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

 

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

 

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

 

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

 

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

 

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και της εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν. Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του. Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

 

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

 

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java!

 

 

 

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο, παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.  Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία.

 

Πάνω σ' αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

 

Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι , κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.

 

Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα. Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του ετoιμόρρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθητικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

 

 Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατιά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει.

 

Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo;

 

Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

 

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλληνικης λαϊκής μουσικής, τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)

 

Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).

 

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρη σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).

 

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)

 

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

 

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

 

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή, κουράστηκα  να σ’ αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

 

Πριν δυο χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι / το σκοτάδι είναι βαθύ / κι όμως ένα παλικάρι / δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή (τραγούδι).

 

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «Ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου. Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

 

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά  κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.

 

Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.».     








πηγή

 

 

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *