Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Ο λυρατζής

 


γράφει ο Λευτέρης Κουγιουμουτζής

 

 

Ολόκληρο τον Μάη, ζήτημα να μπήκε δυο-τρεις φορές στο μάθημα.

 

Μες στη χρονιά βέβαια ήταν από τους πιο τακτικούς, κι ας το ‘βλεπες στο βλέμμα του ότι δεν αντιλαμβανότανε και πολλά απ’ την παράδοση. Οχι πως έκανε και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια δηλαδή, παρά τις επίμονες παραινέσεις μου· φαίνεται πως τον είχε πείσει αμετάκλητα το σχολειό τα προηγούμενα χρόνια ότι αυτός δεν πρόκειται να τα καταφέρει ποτέ στα μαθήματα. Συνήθως αποτραβιότανε με συστολή στην πίσω γωνία, κι όποτε δεν ασχολιότανε στα κρυφά με το κινητό του έχοντας την ψευδαίσθηση πως δεν τον έχω πάρει χαμπάρι, χάζευε έξω στην αυλή ή έγραφε κάτι ορνιθοσκαλίσματα στο μοναδικό του τετράδιο. Μα μιας και δεν καταδεχότανε να κάνει φασαρία και να ενοχλεί, έκανα κι εγώ -ως αντίδωρο- τα στραβά μάτια στα μικροατοπήματά του· είχαμε βρει αυτόν τον ανώδυνο τρόπο να συνυπάρχουμε.

 

Ωσπου ένα πρωί, μετά τις διακοπές του Πάσχα, εμφανίστηκε στο σχολειό μ’ ένα θηκάρι που είχε μέσα του μια λύρα· προσπέρασε τις αίθουσες, θρονιάστηκε σε μια κερκίδα στην άκρη της αυλής μαζί με ορισμένους άλλους που τ’ ακολουθούσανε, κι αφού κούρδισε τη λύρα του, αρχίνισε να σκορπά νότες και τραγούδια μέσα στο ανοιξιάτικο πρωινό. Τι λυρατζής ήταν ετούτος· έπαιζε αφτιασίδωτα κι ανάβλυζαν απ’ το δοξάρι του σκοποί αμάλαγα παλαιινοί, αμόλυντοι απ’ την έπαρση της εποχής. Στα χέρια του η λύρα δεν ήταν όργανο επίδειξης και προβολής, μα μαγνήτης που τραβούσε των ανθρώπων τις ψυχές και τις έσμιγε σ’ έναν ανεπιτήδευτο κοινό τόπο, όπου ο καθείς μπορούσε να ‘ναι απλώς ο εαυτός του.

 

Σαν έφτασαν στ’ αυτιά μου οι μουσικές του απ’ το ανοιχτό παράθυρο της τάξης, παράτησα το μάθημα και βγήκα να δω ποιος είναι αυτός ο λυρατζής που παίζει τόσο αρμονικά και γλυκοτραγουδά σαν το γαρδέλι. Και σαν τον είδα να βαστά τη λύρα, δεν ήταν πια εκείνο το αμίλητο κοπέλι με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, αποτραβηγμένο στην πίσω γωνία της τάξης να περιμένει βαριεστημένα να τελειώσει το μάθημα, αλλά λουλούδιζε κι ανθούσε όλο ζωντάνια και σφρίγος, μες στον μπαξέ που ο ίδιος είχε φτιάξει με τη λύρα του και την ψυχή του.

 

Κι από κείνη τη μέρα και μετά, ζήτημα να ξαναμπήκε δυο-τρεις φορές στο μάθημα. Εφερνε κάθε πρωί τη λύρα του, αρχίνισαν να κουβαλούνε κι άλλοι τα όργανά τους, και πιάνανε τον σκοπό και το τραγούδι στην άκρη της αυλής. Κι έτσι, ετούτο το συνεσταλμένο κοπέλι που είχε περάσει απαρατήρητο ολοχρονίς, μετέτρεψε τα άψυχα ντουβάρια και τους βαρετούς μονολόγους των δασκάλων σ’ αληθινό σχολειό, όπου τα παιδιά έρχονται κάθε πρωί χαρούμενα για να ξεδιπλώσουνε τις κλίσεις τους και την προσωπικότητά τους. Να γενούνε, εντέλει, συνδιαμορφωτές και συμμέτοχοι μιας κοινωνίας κι όχι παθητικοί αποδέκτες μιας ανούσιας και συνήθως ακαταλαβίστικης μετωπικής διδασκαλίας.

 

Φέτος, που άλλαξα σχολειό, τον σκέφτομαι συχνά τον περσινό μου λυρατζή, που μ’ έμαθε πως το σχολειό το φτιάχνουν τελικά η μοναδικότητα κι ο χαρακτήρας του κάθε κοπελιού κι όχι τα αναλυτικά προγράμματα, η στείρα γνώση, η αγωνία της βαθμολογικής επίδοσης και ο μπαμπούλας των εξετάσεων.

 

0 comments :

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *