γράφει ο Παντελής Μπουκάλας
Το διάσημο «Ελληνικό καλοκαίρι»
του Ζακ Λακαριέρ, του Γάλλου συγγραφέα που ερωτεύτηκε τόσο βαθιά την Ελλάδα
ώστε να μεταφράσει σε αποστολή του την προβολή της στη Δύση, πρωτοεκδόθηκε στα
γαλλικά το 1975. Είναι λοιπόν συνομήλικο της μεταπολίτευσης. Μικρότερη σίγουρα
είναι η ηλικία της νοσταλγίας μας για το ελληνικό καλοκαίρι. Για ό,τι όμορφο
και τερπνό συνηθίσαμε να αποδίδουμε σ’ αυτό το ζευγάρι λέξεων, καθοδηγημένοι
από τα βιώματά μας –όσοι έχουμε βέβαια, γιατί η ανισότητα δεν παραθερίζει–,
αλλά και από τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Και γενικότερα από τον
μυθοποιητικό δημόσιο λόγο, ελληνικό και αλλόγλωσσο.
Τμήμα του λόγου αυτού είναι η
επίσημη τουριστική διαφήμιση, με τους «μύθους» και τις «αληθινές εμπειρίες»
της, που σχηματίζει αέναα μια εικόνα ιδανική, δίχως καμιά ραγισματιά ή θόλωμα.
Μια εικόνα εμπορεύσιμη αποκλειστικά στο εξωτερικό. Ο εσωτερικός νους, ο δικός
μας, γνωρίζει καλά όσα στενάχωρα επικαλύπτει ή αποκρύπτει η ρεκλάμα,
αναγκαστικά μέχρι ψεύδους φωτεινή, αφού αυτοαμφισβητούμενο δέλεαρ δεν νοείται.
Αν εσύ, σαν θηρευτής, δεν είσαι ειδωλολάτρης του προϊόντος σου, δεν μπορείς να
περιμένεις ότι θα το λατρέψουν οι άλλοι, τα «θηράματά» σου.
Επίσης βέβαιο μοιάζει ότι η
ηλικία της νοσταλγίας δεν είναι ίδια για όλους μας. Και, σοβαρότερο αυτό, δεν νοσταλγούν
όλοι το ελληνικό καλοκαίρι. Απλός ο λόγος: δεν το έχουν ζήσει όλοι, δεν ήταν
οικονομικά, κοινωνικά, οικογενειακά, εργασιακά εφικτό για όλους να απολαύσουν
ακρογιαλιές και δειλινά σε κάποιο νησί, και δεν λέω για τη Μύκονο και τη
Σαντορίνη. Και τίποτε δεν σε υποχρεώνει να αναπολήσεις μια αγαθή φήμη, ένα
θρύλο ή τη βιωμένη αλήθεια κάποιων άλλων. Οπως τίποτε δεν μπορούσε να πείσει,
μια φορά κι έναν καιρό, όσους Ελληνες ποιητές γνώρισαν τα νησιά σαν τόπους
εξορίας ότι όφειλαν να υμνήσουν τα πελάγη μας.
Οσο κι αν μαζικοποιήθηκε ο
τουρισμός, χάρη και στα προγράμματα «κοινωνικού τουρισμού» που εισήχθησαν από
μια στιγμή κι έπειτα (το πελατειακό κράτος τα έσυρε και αυτά στις δοκιμασμένες
ράγες του)· όσο κι αν η κουλτούρα των διακοπών άρχισε να αφορά και κοινωνικές
κατηγορίες που μέχρι και τη δεκαετία του 1970 απλώς είχαν κάτι ακουστά, ο
κόσμος μας παραμένει ταξικά διαστρωματωμένος. Πολλοί δεν θα πάνε διακοπές όσο
ζουν, αυτό είναι το γραφτό τους. Αλλων το γραφτό ορίζει να υπηρετούν διά βίου
όσους απολαμβάνουν τις διακοπές τους σε μια χώρα που, ανοήτως, ενθουσιάζεται με
τα τουριστικά ρεκόρ, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι η κατάρριψή τους
προϋποθέτει ακόμη μεγαλύτερη φθορά όλων των στοιχείων που όριζαν κάποτε το
ελληνικό καλοκαίρι. Και υπάρχουν φυσικά και κάμποσοι που το ριζικό τους
αποφάσισε ότι δικαιούνται τη διά βίου ανεμελιά, τη φημισμένη «θερινή ραστώνη»,
ανεξαρτήτως εποχής, αλλά και όταν ακόμη τυχαίνει να κατακτούν αξιώματα ευθύνης.
Μεγάλης ευθύνης.
Ωστε λοιπόν δεν έχουμε όλοι λόγο
να νοσταλγούμε το ελληνικό καλοκαίρι. Στη χορεία των αναπολούντων, η νοσταλγία
αρχίζει να μετράει για τον καθέναν την πρώτη φορά που θα τον αδράξει απότομα η
άναυδη απογοήτευση και θα τον ταράξει. Οταν θα δει, λόγου χάρη, την κάποτε
παρθένα και δυσπέλαστη αμμουδιά, στην Κρήτη ή στη Λευκάδα, κατακτημένη από τα
μπιτς μπαρ και τις όλο και πιο ακριβές ξαπλώστρες, που μειώνουν ολοένα
περισσότερο τον ελεύθερο χώρο. Οι επεκτατικοί ετσιθελιστές, εκμεταλλευόμενοι
την εθελοτυφλία των δημοτικών αρχών και την ανυπαρξία κανόνων και ελέγχων από
την πλευρά μιας πολιτείας μονίμως εμπορευάμενης (πελατειακής, επί το
επιστημονικότερον), επιβάλλουν την κερδώα ασφυξία τους, ροκανίζοντας τη φύση
και την ελευθερία, ουσιώδη γνωρίσματα κάποτε της καλοκαιρινής Ελλάδας.
Υπάρχει ακόμη το φως στο βλέμμα
των καλών ανθρώπων που θα σε φιλέψουν ένα χαμόγελο, απρόσβλητοι από του
τουρισμού την ταραχή. Μόνο που λιγοστεύουν.
Η νοσταλγία θα σε κυριεύσει όταν
η γεύση του καρπουζιού ή η μυρουδιά του ροδάκινου, ηττημένες από τα χημικά, θα
διαψεύσουν τη μνήμη σου. Οταν στο κάμπινγκ, όπου είκοσι χρόνια πριν δεν υπήρχε
καν ηλεκτρικό ρεύμα, τώρα θα χαθείς ανάμεσα στο πλήθος που βουλιάζει στην
τηλεόρασή του, που την κουβαλάει από την πόλη όπως η χελώνα το καβούκι της.
Τέλος (;), όταν συνειδητοποιείς
ότι, αν δεν ξέρεις καράτε, δεν συμφέρει τη σωματική σου ακεραιότητα να
παρατηρήσεις, με όση αμυντική ευγένεια μπορείς να επινοήσεις, και για μυριοστή
φορά, τους μάγκες που πανηγυρίζουν την ελευθερία τους μόνο όταν πετάνε τα
σκουπίδια τους όπου λάχει. «Δική σου είναι η παραλία, ρε;» ακούς και
αφοπλίζεσαι. Πας να του απαντήσεις πως είναι δική σου επειδή είναι και δική
του, και των δυονών δηλαδή και όλων, γυρνάς όμως στην ηττημένη σιωπή σου για να
μη βγεις και δαρμένος.
Ναι, είναι μια λερναία ύδρα η
απογοήτευση και μπορεί να σε πνίξει: ανακαλύπτεις ένα καλό και παρηγοριέσαι,
ευθύς αμέσως όμως, στη στροφή του βλέμματός σου, πετιούνται μπροστά σου δύο και
τρία φθαρμένα και απαράδεκτα. Φθαρμένη φύση, απαράδεκτες συμπεριφορές. Κι
ωστόσο υπάρχει ακόμη Ελλάδα που αντέχει, θαλασσινή και ορεινή. Υπάρχει ακόμη το
φως του ήλιου και του φεγγαριού, και το λαμπρότερο όλων: το φως στο βλέμμα των
καλών ανθρώπων που θα σε φιλέψουν ένα χαμόγελο, απρόσβλητοι από του τουρισμού
την ταραχή. Μόνο που λιγοστεύουν.
Αναπόφευκτη η νοσταλγία, οι
αναμνήσεις όμως δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος. Και δεν είναι και τόσο
δίκαιο να τις χρησιμοποιούμε σε κάθε περίσταση σαν δεύτερο όρο συγκρίσεως.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι στις συντριπτικά περισσότερες φορές, αν όχι σε όλες,
το «τότε», οτιδήποτε κι αν αφορά, θα κριθεί υπέρτερο. Κι όχι επειδή ήταν όντως
υπέρτερο, ποιοτικότερο, ηδονικότερο, αλλά για τον εξής απλό λόγο: σ’ αυτό το
«τότε» υπερτερούσαμε εμείς οι ίδιοι, γιατί υπολειπόμασταν κατά δέκα, είκοσι ή
τριάντα χρόνια από τη σημερινή ηλικία μας· που σημαίνει ότι νιώθαμε ακόμη
άτρωτοι, με όλον τον χρόνο μπροστά μας και όλον τον κόσμο στα πόδια μας. Οταν
συγκρίνουμε την παραλία του 2022 με την παραλία του 1980, κατά βάθος
συγκρίνουμε τον εαυτό μας του 2022 με τον εαυτό μας του 1980. Και φαίνεται
λογικό να προτιμάμε τον πρότερο, τον παλιό εαυτό μας, με τις πολλές άγραφες
σελίδες μπροστά του και τις προσδοκίες του ακόμη ακμαίες.
Κι ύστερα, ο τόπος δεν ήταν
δυνατόν να μείνει παγωμένος, έξω από τη ροή του χρόνου, ώστε να μπορούμε εμείς
να μετράμε «γραφικές ακρογιαλιές», «γραφικές ταβέρνες», «γραφικούς ντόπιους με
τις γραφικές φορεσιές τους», γραφικότητες γενικώς. Παρακολουθεί την αλλαγή μας
ο τόπος και την υφίσταται: την αλλαγή των επιθυμιών μας, των κριτηρίων, των
αξιών, των αντοχών μας.
Οσο οι μεγαλύτεροι θυμούνται και
νοσταλγούν, οι νέοι ζουν τις ιστορίες τους στους κόλπους του καλοκαιριού και,
ενστικτωδώς, συλλέγουν ήδη αναμνήσεις και αρχίζουν να τις αφηγούνται όταν
χειμωνιάσει. Σε δυο-τρεις δεκαετίες θα νοσταλγούν το δικό τους εξαίρετο «τότε»,
που εμείς, οι πρεσβύτεροι, το διαγράφαμε σαν απαράδεκτο. Ενα παλίμψηστο λοιπόν
το καλοκαίρι μας. Γράφει ο καθένας, η κάθε γενιά, πάνω στα σβησμένα των άλλων.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου