γράφει η Αρχοντία Κάτσουρα
Ήταν μέρες δουλειάς. Όπως κάθε
χρόνο τέτοιες μέρες. Γλυκός Σεπτέμβριος, με τις ήπιες ζέστες του, με τις
δροσιές τα βράδια -εκείνη η πράσινη πικέ κουβέρτα ήταν απαραίτητη τα
ξημερώματα- και με τις ανακατατάξεις στο σπίτι. Γιατί θα ερχόταν η ώρα του
χειμώνα και έπρεπε να είναι έτοιμο να υποδεχτεί χαλιά και μοκέτες, χνουδωτά
ριχτάρια στους καναπέδες και ζεστές κουβέρτες.
Φέτος, όπως καμία άλλη χρονιά,
ήθελε κάπως να μείνει στο σπίτι κάτι από το καλοκαίρι που έφευγε με τη γνωστή
αργή βεβαιότητά του. Ο,τι ήταν να δώσει, το έδωσε, και ό,τι ήταν να πάρει, το
πήρε. Και τώρα, ήθελες δεν ήθελες, τα κεφάλια έμπαιναν μέσα. Πράγμα όχι
απαραίτητα κακό. Έχει τα καλά της η επαναφορά -ποτέ δεν είναι ολική άλλωστε.
Όσο και αν είναι ανεπαίσθητες, όλα έχουν υποστεί αλλαγές.
Τις βλέπεις στον καθρέφτη σου,
τις αισθάνεσαι στον οργανισμό σου, τις «ακούς» στο μυαλό σου. Και κάπως τις
μεταφέρεις στο περιβάλλον, κυρίως στο σπίτι. Καταφύγιο, που πρέπει να προσέξεις
να μη γίνει φυλακή. Τα υλικά περιθώρια, πάντα είναι στενά. Μόνο το μυαλό έχει
απεριόριστες δυνατότητες, γι’ αυτό δεν προσπαθούν όλοι να το ελέγξουν;
Ξεκίνησε από τις ντουλάπες και
μετά έπιασε τις βιβλιοθήκες. Εκεί, στη δική της, βρήκε το μεγάλο πλαστικό κουτί
με τα βότσαλα. Φέτος είχε φέρει από το νησί ακόμη λίγα. Πάντα έλεγε ότι κάτι θα
τα κάνει, κάτι διακοσμητικό, μια κατασκευή. Τα μάζευε -έπρεπε να χωράνε στη
φούχτα της και να της αρέσει το χρώμα τους. Απαλό γκρι, κεραμιδί, ανοιχτό καφέ,
κατάμαυρο ή σκούρο γκρι με νερά στο χρώμα της πράσινης σκουριάς, λευκό σαν
κομμάτι από μάρμαρο.
Είχε έρθει η ώρα πια. Κάτι έπρεπε
επιτέλους να κάνει. Αλλά δεν ήξερε τι. Δεν ήθελε να τα χαλάσει με κόλλες και
χρώματα, ούτε να τα βάλει στις γλάστρες για να μη φεύγει το χώμα στο πότισμα.
Ήθελε να τα βλέπει, να τα αγγίζει πότε πότε. Για να θυμάται το αίσθημα του
πέλματος στην παραλία, τη μυρωδιά του θαλασσινού νερού στο δέρμα, το παιχνίδι
του ήλιου με τη σκιά από το αρμυρίκι και τα μικρά όνειρα που κάνει κανείς
ξύπνιος με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένος στην ψάθα. Μπορεί να είναι και
οραματισμοί ή ανάκληση αναμνήσεων στιγμών ευτυχισμένων, που μπορεί να μην
έρθουν ξανά, αλλά η χαλάρωση από το κολύμπι και τη ζεστασιά του ήλιου δεν σε
αφήνουν να τις δεις με μεγάλη θλίψη -μόνο να ελπίσεις ότι με τον χρόνο, αν δεν
αποκατασταθεί η επιθυμητή τάξη, θα μαλακώσουν κι αυτές και οι ουλές θα
σκεπαστούν από νέο και υγιές δέρμα.
Πράγματα πολύ απλά, όπως ένα
ξύπνημα με θέα την Ακρόπολη, μια μεγάλη κυριακάτικη βόλτα στην πόλη, ατελείωτες
συζητήσεις για ό,τι θες, μικρές άφατες εξομολογήσεις κρυμμένες σε αστεία και
γέλια ή σε μικρές, απρόσμενες κινήσεις φροντίδας. Σκέψεις για τέτοια μικρά κι
ασήμαντα τύλιξαν τα βότσαλά σου την ώρα που τα μάζευες, με κορδέλες
περιτυλίγματος εξίσου μικρά όνειρα ότι ίσως κάποτε να μπορούσαν να τα ζήσεις
ξανά, με τη δύναμη που φέρνει το καινούργιο.
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε τη
θάλασσα -μια άγνωστη αλλά οικεία ακτή με βότσαλα και ένα νερό καθάριο, όπως
είναι συνήθως την άνοιξη, όταν δεν πηγαίνουν οι πολλοί στην παραλία, αλλά με
την απαλή ζέστη του φθινοπώρου και την ομορφιά ενός αιώνιου, ανάλαφρου
καλοκαιριού. Στεκόταν όρθια, φυσούσε απαλά και περίμενε ένα πλοίο -πού θα
πήγαινε δεν ήξερε. Αυτό που ήξερε ήταν ότι θα έμπαινε στο πλοίο, ήθελε και
έπρεπε να μπει. Ήταν βέβαιη γι’ αυτό.
Όταν ξύπνησε είχε αποφασίσει τι
θα έκανε με τα βότσαλά της: θα τα έβαζε σε μία γυάλα, σε ένα φωτεινό και
εμφανές σημείο. Εκεί που πέφτει ο ήλιος το πρωί και που δεν σκοτεινιάζει ακόμη
και όταν βρέχει. Και θα της έκαναν συντροφιά τις κρύες μέρες.
0 comments :
Δημοσίευση σχολίου