Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί και οι οικονομικοί αναλυτές τις τελευταίες ημέρες, συγκλίνουν σε ορισμένα κοινά συμπεράσματα σε σχέση με την ελληνική οικονομική κρίση, την έως τώρα αντιμετώπισή της και το άμεσο μέλλον της:
Πρώτον, ότι το πρόγραμμα ήταν λάθος και δεν βγαίνει τελικά.
Δεύτερον, πως χρειάζεται άμεσα αναδιάρθρωση του χρέους μας είτε με γενναίο κούρεμα είτε με χαμηλότοκη επιμήκυνση είτε με συνδυασμό των δύο αυτών μεθόδων.
Τρίτον, πως θα απαιτηθεί κάποια μορφή χρηματοδότησης υπό τύπον «σχεδίου Μάρσαλ» από τους εταίρους (από αλλού, χλωμό μοιάζει!), ώστε η ελληνική οικονομία να μπορέσει να ξαναπάρει μπροστά.
Αυτά είναι τα «υψηλά οικονομικά» που τα «μεγάλα κεφάλια» των πολιτικών και των αναλυτών προσπαθούν να μεταδώσουν μέσω ανακοινώσεων, αποφάσεων και αναλύσεων στους «ιθαγενείς» εκεί κάτω, τους απλούς πολίτες δηλαδή που έχει τσουρουφλίσει η κρίση.
Επίσης, όλοι σχεδόν οι περινούστατοι αναλυτές, σκούζουν κι οδύρονται για δύο κυρίως νούμερα που το ένα θεωρούν πως είναι συνέπεια του άλλου: την πτώση του ΑΕΠ κατά 25% και την άνοδο της ανεργίας στο 28% περίπου του ενεργού πληθυσμού. Όλοι σχεδόν, κλαίνε και σκίζουν τα ιμάτιά τους, πως ποτέ σε περίοδο ειρήνης μια χώρα δεν απώλεσε τόσο μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της σε τόσο σύντομο διάστημα, με συνέπεια την φτώχεια και κυρίως, την εφιαλτική άνοδο της ανεργίας. Με μια πρώτη σύντομη ματιά, έτσι φαίνεται πως είναι τα πράγματα. Και η αποτυχία των μνημονίων, διευκολύνει την απλοϊκή θεωρία που «βολεύει» τα μάλα το υπάρχον πολιτικό σύστημα, πως για τα δεινά του λαού μας φταίνε οι «ναζί τοκογλύφοι» της ευρωζώνης που με οργανωμένο σχέδιο μας οδήγησαν στην εξαθλίωση για να μας «αγοράσουν» μπιρ παρά.
Αλλά, είναι πραγματικά έτσι; Ας δούμε με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο την ελληνική κρίση και την αντιμετώπισή της, τόσο από τους δανειστές όσο, κυρίως, από το εγχώριο πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο.
Επί δεκαετίες «τρομπάραμε» ως χώρα και ως κοινωνία, δανεικό αέρα στις φούσκες των δημόσιων οικονομικών μας. Κυρίως μετά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και την αφθονία φθηνού δανεικού χρήματος, σπεύσαμε να «φουσκώσουμε» με αυτό ένα ΑΕΠ, που ουδόλως στηριζόταν στην παραγωγικότητα, την εξωστρέφεια και την παραγωγή αλλά στην κατανάλωση, στις εσωτερικές ανταλλαγές υπηρεσιών, στο εισαγωγικό εμπόριο και την φούσκα της οικοδομής. Ήταν μια μοιραία επιλογή, που όχι μονάχα δεν παρήγαγε πλούτο, αλλά αντιθέτως «μάζευε» τον πλούτο και το ρευστό της αγοράς στα χέρια μιας σεβαστής μειοψηφίας που το συσσώρευσε υπό μορφήν ακινήτων, καταθέσεων, ακινήτων στο εξωτερικό, καταθέσεων στο εξωτερικό, εξωχώριων εταιρειών, σκαφών αναψυχής με ξένη σημαία και λογής-λογής «επενδύσεων» σε μακρινούς εξωτικούς φορολογικούς παραδείσους. Οι μικρότεροι και παραδοσιακότεροι των κλεπτών και «ευεργετηθέντων» της τρελής περιόδου του δανεικού πάρτι, μάζεψαν όσο ρευστό μπορούσαν στα σπίτια τους, στις αυλές και στα ντουλάπια είτε υπό μορφήν ρευστού είτε υπό μορφήν χρυσού και παρακολουθούν «ανήσυχοι» τα τεκταινόμενα παριστάνοντας τους απελπισμένους και κατεστραμμένους «μικροαστούς».
Ακόμη και ο κ. Αλογοσκούφης ενίσχυσε με την περίφημη αναθεώρηση προς τα πάνω, ένα ήδη παραφουσκωμένο ΑΕΠ, μόνο και μόνο για να καταφέρει να παρουσιάσει έναν ευπρόσωπο λόγο χρέους/ΑΕΠ ώστε να βγει από τα στενά της τότε επιτήρησης. Η «διόρθωση» ενός τόσο «τρομπαρισμένου» και αντιπαραγωγικού ΑΕΠ ήταν απλώς θέμα χρόνου. Όλοι μέχρι τότε, πολιτικοί και κοινωνία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων κάνανε κατά το κοινώς λεγόμενο «το παγώνι». Μερικοί το κάνουν ακόμη και θρηνούν «στεντορεία τη φωνή» για την τεράστια πτώση του ελληνικού ΑΕΠ, την «μεγαλύτερη σε καιρό ειρήνης» όπως χαρακτηριστικά λένε. Κανείς τους όμως δεν λέει τι λογής ΑΕΠ ήταν αυτό, ποια η παραγωγική βάση που το στήριζε και με ποιους «λογιστικούς» τρόπους «σκαρφάλωσε» εκεί που είχε σκαρφαλώσει. Όταν μετά ο «σκάσιμο» της “Lehman Brothers” έγινε αναπόφευκτο και το σκάσιμο οσονούπω και της δικιάς μας φούσκας τόσο της δημοσιονομικής όσο και του ΑΕΠ, ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε να ψελλίσει μερικές αλήθειες που η κοινωνία τις συνέκρινε με το «λεφτά υπάρχουν» του ΓΑΠ και αποφάσισε εν μέρει μονάχη της για το κατάμαυρο οικονομικό μέλλον που ερχόταν να την συναντήσει με μοιραίες και βιαστικές δρασκελιές.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η «μεγαλύτερη πτώση ΑΕΠ σε καιρό ειρήνης» που ήταν κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτη αλλά η διαχείρισή της από το πολιτικό σύστημα και τους κυβερνώντες. ‘’Ήταν δηλαδή νομοτέλεια η αντιστοίχιση μιας τέτοιας πτώσης με μια τόσο μεγάλη ανεργία και φτωχοποίηση μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας ή θα μπορούσε μια πιο αποτελεσματική εσωτερική διαχείριση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και της δημοσιονομικής κρίσης γενικότερα να αποτρέψει την διάχυση τέτοιας απελπισίας και φτώχειας σε τόσο μεγάλες κοινωνικές ομάδες; Ισχυρίζομαι το δεύτερο, καθώς η πτώση του ΑΕΠ μας έφερε περίπου στην εποχή του 2001-2002 σε σταθερές τιμές και κανείς δεν ισχυρίζεται πως υπήρχε εκείνα τα χρόνια τέτοια ανεργία, ανέχεια και πείνα στην ελληνική κοινωνία. Άρα, κάτι πήγε στραβά στην ενδιάμεση δεκαετία (2000-2010) και κάτι πήγε στραβά στην διαχείριση της κρίσης από την αρχή της μέχρι και σήμερα. Τα καθαρά νούμερα δεν συνηγορούν ευτυχώς ή δυστυχώς στον κοινωνικό αντίκτυπο της κρίσης και κυρίως στην τραγική αύξηση της ανεργίας.
Αυτό που πήγε στραβά την δεκαετία 2000-2010 λίγο-πολύ το αναλύσαμε παραπάνω. Πακτωλοί δανεικών κεφαλαίων διαχύθηκαν με διάφορες μορφές μέσω του πελατειακού κράτους στην κοινωνία. Διαχύθηκαν όμως ανομοιόμορφα, μονόπαντα και χωρίς σχέδιο και προοπτική, με αποτέλεσμα να φουντώσουν την παρασιτική καταναλωτική φρενίτιδα και να συγκεντρωθούν τελικά με διάφορους τρόπους σε ένα σεβαστό μεν, μειοψηφικό δε κομμάτι της κοινωνίας με την μορφή παράνομου και αθέμιτου πλουτισμού.
Ελάχιστοι όμως μιλούν εμπεριστατωμένα γι’ αυτό που πήγε στραβά στην διαχείριση της κρίσης μετά το 2010 και μέχρι σήμερα. Σπάνια διακρίνονται πίσω από τις κραυγές, τις κατάρες και τα ανάθεμα προς τους δανειστές, οι ψύχραιμες εκείνες φωνές που επισημαίνουν τα δικά μας λάθη. Ας προσπαθήσουμε να τα κωδικοποιήσουμε όσο πιο σύντομα μπορούμε. Μονάχα όταν αναγνωρίσεις τα λάθη σου είσαι σε θέση και να τα διορθώσεις. Δυστυχώς, εάν δεν διορθώσουμε τάχιστα τα δικά μας λάθη, ότι και να αποφασίσουν για μας οι δανειστές θα είναι τελικά «δώρον – άδωρον».
Δεν καταφέραμε να σχεδιάσουμε ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την έξοδο από την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Ακόμη και την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ένα τέτοιο σχέδιο αποτελεί δυστυχώς το ζητούμενο και όχι την πραγματικότητα.
Η αρχική διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση του ΓΑΠ υπήρξε καταστροφική. Θυσίασε ολόκληρο τον ιδιωτικό τομέα για να διασωθεί (ματαίως όπως θα φανεί στην συνέχεια) ο πελατειακός δημόσιος τομέας που εν πολλοίς είχε δημιουργήσει και το πρόβλημα. Αυτή η τακτική δεν έχει ανατραπεί ακόμη δυστυχώς, αν και μια τέτοια ανατροπή όσο περνά ο καιρός φαντάζει όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. Τελικά, οι «πελάτες» δεν πρόκειται να σωθούν αλλά προηγουμένως μπορεί να καταφέρουν να πάρουν στον βυθό μαζί τους και ολόκληρη τη χώρα.
Τα μνημόνια και οι συμβάσεις όριζαν κάποια επιδιωκόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Ο τρόπος επίτευξής τους, κυρίως στο πρώτο μνημόνιο περιείχε αρκετούς βαθμούς ελευθερίας για την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να καταφέρει να μοιράσει πιο δίκαια τα βάρη στους πολίτες. Δυστυχώς, επελέγει ο χειρότερος: αυτός της οριζόντιας επιβάρυνσης προς όλους, ακόμη και τους πιο αδυνάτους.
Οι «κουτόφραγκοι» έγιναν πιο απαιτητικοί στο δεύτερο μνημόνιο αλλά ακόμη και τότε υπήρχαν οι πρόνοιες των «ισοδύναμων μέτρων» που όμως ελάχιστα αξιοποιήθηκαν. Ίσως επειδή για να αξιοποιηθούν χρειαζόταν το ανηλεές και αποτελεσματικό χτύπημα όλων αυτών που πλούτισαν παράνομα στα χρόνια της δανεικής ευωχίας. Ίσως επειδή προϋπέθεταν την αξιοποίηση των διαφόρων «λιστών» μεταξύ των οποίων η περίφημη «λίστα Λαγκάρντ», ώστε να ανακτηθούν κάποια από τα κλεμμένα και εξαφανισμένα κρατικά χρήματα. Ίσως επειδή θα έπρεπε να λειτουργήσουν οι φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, που όμως είχαν ατροφήσει όλα αυτά τα χρόνια της ρεμούλας και του πελατειακού κράτους. Και όχι μονάχα να λειτουργήσουν αλλά να «βάλουν χέρι» κιόλας σε όσους αρπάξανε, κλέψανε, φοροδιαφύγανε όλα αυτά τα «εύκολα» χρόνια.
Έτσι λοιπόν, αποδεικνύεται πως η σχέση της πτώσης του ΑΕΠ της χώρας κατά 25% και της ανόδου της ανεργίας, της φτώχειας και της ανέχειας για μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι απαραίτητα ευθεία. Και ενώ η πτώση ή αλλιώς ξεφούσκωμα του ΑΕΠ ήταν νομοτελειακής μορφής μετά το αδυσώπητο φούσκωμά του με δανεικά και λογιστικές αλχημείες, η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας και η θηριώδης έκρηξη της ανεργίας ήταν περισσότερο απότοκα κακών χειρισμών από τις ελληνικές κυβερνήσεις της αναπόφευκτης οικονομικής κρίσης. Οι κακοί αυτοί χειρισμοί, οφείλονταν κατά βάση σε ανικανότητα, φόβο του πολιτικού κόστους και την βαθιά και υπόγεια σχέση που διαπερνούσε ολόκληρο το πολιτικο-οικονομικό σύστημα της μεταπολίτευσης, με συνέπεια να καθίστανται θολά τα όρια τόσο ανάμεσα στο «νόμιμο» και το «ηθικό» όσο και ανάμεσα στο «παράνομο» και το «θεμιτό».
Ένα λιγότερο διεφθαρμένο, «πελατειακό» και διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα, είναι σίγουρο πως θα αντιδρούσε με περισσότερη διάκριση ώστε να διαμοιράσει σωστότερα τα βάρη της αναπόφευκτης πτώσης του ΑΕΠ και κατά συνέπεια και του κατά κεφαλήν εισοδήματος συνεπεία της οικονομικής κρίσης που είχε εν πολλοίς παγκόσμια χαρακτηριστικά. Επίσης, το ίδιο θα είχε κάνει ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα περισσότερο προσανατολισμένο στην ελεύθερη αγορά και λιγότερο εξαρτημένο από τον πατερναλιστικό κρατισμό του συστήματος ΠΑΣΟΚ. Όθεν, είναι και προφανή τα λάθη που έγιναν κατά την τετράχρονη σχεδόν διαχείριση της κρίσης από το πολιτικό μας σύστημα και ακόμη προφανέστερες οι διορθώσεις που απαιτούνται ώστε να επέλθει μια κάποια κοινωνική και οικονομική ισορροπία, που θα επιτρέψει αναπτυξιακούς σχεδιασμούς και διαπραγματευτικές κινήσεις υψηλής σημασίας στο άμεσο μέλλον, χωρίς τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής και πολιτικών ανωμαλιών.
Akenaton