Το πρώτο θέμα της συνέντευξης ήταν η προσέγγιση Ελλάδας και Ρωσίας που σηματοδοτείται από το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Μόσχα. Η επίσκεψη Τσίπρα στη Ρωσία, δήλωσε ο κ. Τσακαλώτος, δεν είναι παρά μία επίσκεψη σε μια παραδοσιακά φιλική χώρα. Αυτό δεν αλλάζει, όπως αφήνουν να εννοηθεί πολλά media, «το πού είμαστε επικεντρωμένοι, δηλαδή την Ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και την αντιμετώπιση των προβλημάτων [με τους εταίρους]».
Το βασικό μας θέμα είναι η σχέση της Ελλάδας με τους εταίρους και πιστωτές μας και αυτό δεν αλλάζει κατά κανέναν τρόπο με την επίσκεψη του κ. Τσίπρα στη Μόσχα, υπογράμμισε ο Έλληνας υπουργός. Δε θα πρέπει να μεγαλοποιείται η σημασία αυτού του ταξιδιού, προσέθεσε. Ο Ε. Τσακαλώτος επικαλέστηκε μάλιστα το ορθόδοξο Πάσχα και τα λόγια στην επί του Όρους ομιλία λέγοντας... «Μακάριοι οι Ειρηνοποιοί» και τόνισε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βοηθήσει ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα και οι παρανοήσεις μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας. «Είμαστε μέρος της ΕΕ και της Ευρωζώνης και θέλουμε να παραμείνουμε» κατέληξε.
Δήλωσε άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός δεν πηγαίνει στη Ρωσία για να βρει εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης. Το θέμα αυτό θα πρέπει να λυθεί με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Εδώ και καιρό, όπως σημείωσε, δεν υπάρχει καθόλου χρηματοδότηση κι ενώ η Ελλάδα πληρώνει πολλές δόσεις χρέους, δε λαμβάνει καμία δόση από το πρόγραμμα από το καλοκαίρι του 2014. Όσον αφορά στις δυσκολίες της διαπραγμάτευσης, ανέφερε ότι «πολλοί από αυτούς με τους οποίους διαπραγματευόμαστε στα τεχνικά κλιμάκια...είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εμπλέκονταν με το προηγούμενο πρόγραμμα». Αυτό το πρόγραμμα είναι το «παιδί» τους, είπε χαρακτηριστικά, και εάν δουλέψει κανείς 3-4 χρόνια στο ίδιο πρόγραμμα, δεν μπορεί εύκολα να το αποχωριστεί και είναι δύσκολο να σκεφτεί πέρα από τα τετριμμένα. Γι' αυτό κάποιες φορές είναι ευκολότερο, πράγματα όπως νέες ιδέες ή εκτιμήσεις για το πού το προηγούμενο πρόγραμμα πέτυχε και πού απέτυχε, να γίνονται στα πλαίσια πολιτικής διαπραγμάτευσης.
Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση θα πρέπει να υπάρξει ένας συμβιβασμός μεταξύ της συνέχειας των ευρωπαϊκών κανόνων και της δημοκρατικής βούλησης για αλλαγή, η οποία εκδηλώθηκε με την εκλογή μιας νέας κυβέρνησης. Ειδικά για το τελευταίο και αναφορικά με τους στόχους της ελληνικής διαπραγμάτευσης συμπλήρωσε «πρέπει να υπάρχουν κόκκινες γραμμές, αλλιώς δεν έχει νόημα η ψήφος». Κόκκινες γραμμές αυτής της κυβέρνησης είναι να μην συνεχίσουν να πέφτουν οι μισθοί και να μην υπάρξουν περαιτέρω υφεσιακά μέτρα.
Εκτίμηση του κ. Τσακαλώτου, πάντως, είναι ότι οι δανειστές θα αποδεχτούν τα όρια αυτά της κυβέρνησης κι ότι θα επιτευχθεί συμφωνία. Άλλωστε, η συνάντηση Βαρουφάκη-Λαγκάρντ αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσουμε ότι θα βρεθεί μια αμοιβαία επωφελής και βιώσιμη συμφωνία, όπως δήλωσε σε σχετικό ερώτημα.
Κάθετος ήταν και στην επόμενη σχετική με το ΔΝΤ ερώτηση: Δεν υπάρχει θέμα μη αποπληρωμής της επόμενης δόσης στο ΔΝΤ. Ωστόσο, όσον αφορά στις επόμενες δανειακές ανάγκες, ο κ. Τσακαλώτος είπε ότι στις 24 Απριλίου θα πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogroup, η οποία θα καταστήσει δυνατή την εκταμίευση των υπόλοιπων δόσεων από τους θεσμούς, καθώς και την άρση των περιορισμών από την ΕΚΤ, τόσο για τις εκδόσεις έντοκων γραμματίων όσο και στο waiver. Καμία οικονομία, πρόσθεσε, δεν μπορεί σε βάθος χρόνου να αναχρηματοδοτεί το χρέος της από ίδιες πηγές δίχως να δανείζεται είτε από τον ιδιωτικό είτε από το δημόσιο τομέα.
Σε ερώτηση, τι θα γίνει αν δεν επιτευχθεί αυτή η συμφωνία στις 24 Απριλίου, ο κ. Τσακαλώτος απάντησε «νομίζω όλοι το ξέρουν αυτό και γι' αυτό όλοι εργαζόμαστε για το καλό σενάριο».
Όσον αφορά στις προβλέψεις του νέου σχεδίου της κυβέρνησης για το ΑΕΠ, ο κ. Τσακαλώτος είπε πως η πρόβλεψη για ανάπτυξη στο 1,4% του ΑΕΠ δεν είναι υπερβολικά αισιόδοξη κι ότι υπάρχουν πολλές αναπτυξιακές δυνατότητες στη χώρα, αρκεί να επιστρέψει η εμπιστοσύνη ώστε να μπορούν να γίνουν επενδύσεις. Πιστεύει ότι όταν η νέα κυβέρνηση αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις πέρας το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και κατά συνέπεια σταματήσει η απειλή του Grexit και της χρεωκοπίας, τότε θα γίνει μεγάλη στροφή και θα υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη. Όχι όμως αν συνεχίσει τα υφεσιακά μέτρα. Ακόμα και μια μικρή περίοδος σταθερότητας αρκεί για πολλούς επενδυτές να επενδύσουν στην Ελλάδα, «όπως μας λένε και οι ίδιοι», καθώς μια οικονομία που έχει υποστεί τέτοια ύφεση είναι λογικό να παρουσιάζει πολλές ευκαιρίες.