Αν τα καταφέρει κανείς να δει την Αριστερά στη «μακρά της διάρκεια», υπάρχουν ορισμένα πράγματα που δεν μπορούν εύκολα να του διαφύγουν. Το ένα είναι ότι ο πολιτικός λόγος που εκπέμπεται από τα αριστερά έχει πάντοτε μια –λιγότερο ή περισσότερο προφανή- ταξική μεροληψία. Αυτή η διακριτή αφετηρία είναι η «κόκκινη σημαία» που κυματίζει σε κάθε επικράτεια του αριστερού χώρου και αποτελεί σε τελευταία ανάλυση την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην ιστορική Αριστερά και τα μεταμοντέρνα ψευδώνυμά της. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο, εξίσου ευδιάκριτο χαρακτηριστικό, που ταξινομεί τις «φυλές» της Αριστεράς σε διάφορες κατηγορίες: η θέση που παίρνουν κατά καιρούς τα αριστερά κόμματα εκτιμώντας το καθένα με τα δικά του αναλυτικά εργαλεία και τη δική του παράδοση, τον λεγόμενο «συσχετισμό των δυνάμεων».
Εις τα καθ’ ημάς, οι πιο μετριοπαθείς (ή, αν έτσι νομίζετε, οι πιο συντηρητικοί) που πιστεύουν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει προς το παρόν τίποτα παραπάνω από μια σχετικά ήπια αλλαγή μέσα στα ευρωπαικά πλαίσια συσπειρώθηκαν σιγά-σιγά στον ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι, πιο τολμηροί ίσως (ή, αν έτσι θέλετε, πιο αιθεροβάμονες) συσπειρώθηκαν σε διάφορα αριστερά σχήματα πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, υπήρξε και η ιδιομορφία που ακούει στο όνομα ΚΚΕ. Η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ από τη μια μεριά εκτίμησε ότι οι υποκειμενικές συνθήκες δεν είναι ώριμες για την άμεση αλλαγή του κοινωνικού συστήματος, αλλά από την άλλη εξόρκισε κάθε απόπειρα βελτίωσης στα πλαίσια του παρόντος συστήματος, καταψηφίζοντας αδιακρίτως ό,τι πρότεινε τα τελευταία χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ και οι άλλες δυνάμεις.
Στο πλέγμα των ιστορικών διαιρέσεων της ελληνικής Αριστεράς προστέθηκε από το 2010 και μετά ένας ακόμη Γόρδιος δεσμός: το μνημόνιο. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, η αντι-μνημονιακή πολιτική υπήρξε καθοριστική για τη συγκρότηση ενός ρωμαλέου κινήματος. Αντίθετα, το ΚΚΕ θεώρησε ότι όλη η συζήτηση για το μνημόνιο έχει δευτερεύουσα μόνο σημασία –μπροστά στο πραγματικό επίδικο που δεν ήταν άλλο από τη «λαική εξουσία» και την «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής». Το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν απλό, αλλά εμπεριείχε ένα σημείο ρήξης: έξοδο από το μνημόνιο, παραμονή στην Ευρωζώνη και παράλληλα εισαγωγή μέτρων που αμβλύνουν τις κοινωνικές αδικίες και ευνοούν την ανάταξη της οικονομίας (μέσω εκτεταμένης αναδιανομής). Δοθείσης της ευκαιρίας, ο κόσμος επέλεξε αυτό που έβγαζε νόημα και επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ και τους αντι-μνημονιακούς συμμάχους του να σχηματίσουν κυβέρνηση στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου.
Όλα αυτά μέχρι πριν λίγες βδομάδες, όταν στο πέρας μιας βασανιστικής διαπραγμάτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας διαπιστώνει ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων σε ευρωπαικό επίπεδο δεν επιτρέπει ούτε καν αυτή (τη σχετικά ήπια) αλλαγή που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του. Και για αυτό, μετά μάλιστα από ένα δημοψήφισμα που επιβεβαίωσε πανηγυρικά τη διαπραγματευτική τακτική του με τις τράπεζες κλειστές, αλλάζει πάραυτα –και με δραματικό τρόπο- την πολιτική του ατζέντα. Ο πρωθυπουργός εξηγεί στο πανελλήνιο που παρακολουθεί εμβρόντητο ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από το να υπογραφεί ένα νέο μνημόνιο μπροστά στον κίνδυνο μιας άτακτης χρεοκοπίας. Ορισμένοι βουλευτές που πρόσκεινται στην Αριστερή Πλατφόρμα και επιφανή στελέχη του κόμματος διαχωρίζουν τη θέση τους και καταψηφίζουν τα προαπαιτούμενα για την προς υπογραφή συμφωνία, αλλά η πλειοψηφία στηρίζει την απόφαση του πρωθυπουργού. Κι έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει εν τοις πράγμασι την αντι-μνημονιακή του πολιτική και τις προγραμματικές του θέσεις, ενώ στο οραματικό επίπεδο παραμένει ακόμη προσηλωμένος στο αντι-μνημονιακό δόγμα και τη λογική του «αλλάζουμε την Ευρώπη». Για το ΚΚΕ ισχύει βέβαια το «όπερ έδει δείξαι»: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ποτέ αντι-μνημονιακό κόμμα. Όλα αυτά ήταν ένα συνειδητό ψέμα για να εξαπατηθούν οι ψηφοφόροι!
Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη το ΚΚΕ, το ιστορικό αυτό κόμμα που έγινε, δυστυχώς, κόμμα της ιστορίας. Το ζήτημα είναι τι κάνει τώρα η νοήμων Αριστερά. Και για μεν τους διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ μικρό το πρόβλημα: θα αποχωρήσουν πιθανότατα από το κόμμα και θα συνεχίσουν την αντι-μνημονιακή τους προσπάθεια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Καμιά αντίφαση, καμιά ανακολουθία -πέρα βέβαια από τον τεράστιο γκρίζο ελέφαντα (τη χρεοκοπία) που είναι παρών στο δωμάτιο χωρίς να τον λαμβάνει κανείς υπόψη του. Για αυτούς -και για πολλούς άλλους- το μείζον πρόβλημα το έχει ο «υπόλοιπος ΣΥΡΙΖΑ», αυτός που οδεύει προς ένα έκτακτο συνέδριο, έχοντας ψηφίσει στη Βουλή εκείνο ακριβώς που αντιμάχονταν μέχρι τώρα.
Ας μη γελιόμαστε. Αν είναι κάτι που θα νομιμοποιήσει την επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να αποδεχθεί ένα νέο μνημόνιο δεν είναι το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η προσφυγή στις κάλπες. Κι εκεί, ό,τι κι αν λένε τώρα οι δημοσκοπήσεις, τα πράγματα είναι άδηλα. Άδηλα, πρώτον, διότι αυτοί που μπορεί να αποχωρήσουν από τον οργανωμένο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο οι μεγαλοσχήμονες, αλλά και ένα τμήμα του κόσμου που δούλεψε με ανιδιοτέλεια και ταπεινοφροσύνη τόσα χρόνια στα κινήματα. Τα νέα παιδιά, τους καλλιτέχνες και τους επιστήμονες που στελέχωσαν τις δομές αλληλεγγύης, έδωσαν χρώμα και ζωή στο ραδιόφωνο και πάλεψαν στις Σκουριές και στην Κερατέα, γιατί θεώρησαν ότι αυτό που λέμε μνημόνιο ήταν η συντομογραφία μιας επιθετικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής που κατέστρεφε συστηματικά και ανθρώπους και περιβάλλον. Άδηλο όμως είναι το αποτέλεσμα των εκλογών και για έναν δεύτερο λόγο: αποδεχόμενος τη ζοφερή πραγματικότητα ενός νέου μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα της Αριστεράς, οφείλει τώρα να περιγράψει τον χαρακτήρα και τον οδικό χάρτη μιας άλλης ρήξης με το καθεστώς. Και για να εξηγούμεθα: από μόνες τους, η εφαρμογή του ποινικού κώδικα, η σύλληψη των φοροφυγάδων και η παραπομπή των παραβατών στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα δεν συνιστούν αριστερό πρόγραμμα, αλλά μεταχρωμασία -από το κόκκινο προς άλλες αποχρώσεις.
Μια σοφή οδηγία για το παρακεί είναι ότι η κυβερνώσα Αριστερά θα πρέπει ίσως να γίνει πιο ταπεινή και να αφουγκρασθεί τις εντάσεις της κοινωνίας όταν αυτή αμφισβητεί τα «θέσφατα». Και πράγματι, πόσοι και πόσες δεν είχαν εκφράσει επιφυλάξεις όταν τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζονταν ότι οι δανειστές στο τέλος θα υποχωρήσουν. Και πόσοι τώρα δεν αμφιβάλλουν, όχι για τις καλές προθέσεις, αλλά για το εάν θα είναι τεχνικά δυνατόν από τη μια να εφαρμόζει η κυβέρνηση ένα επαχθές μνημόνιο και από την άλλη να εφευρίσκει ισοδύναμα μέτρα που θα ανακουφίζουν την κοινωνία από τις πληγές της μνημονιακής πολιτικής. Ίσως λοιπόν η «απεμπλοκή από το μνημόνιο» που δειλά-δειλά εμφανίζεται στην πολιτική εργαλειοθήκη του ΣΥΡΙΖΑ να πρέπει να ωριμάσει σε κάτι σαφέστερο. Εννοούμε μια συντεταγμένη προετοιμασία για την έξοδο από την Ευρωζώνη, υπονοούμε κάποιο είδος «ανυπακοής» όταν οι πολιτικές μετοχές μας ανέβουν στην Ευρώπη, σκεφτόμαστε κάποιο τύπο συσπείρωσης και συνεργασίας πέρα από τα ευρωπαικά όρια, μας ενδιαφέρει μια στρατηγική συμμαχία με τις δυνάμεις της ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας για να διευρυνθούν τα ρήγματα; Αυτή τη φορά δεν αρκούν οι εικασίες. Εκκρεμούν δύσκολες αποφάσεις.
Το έχουμε ξαναπεί από αυτές τις γραμμές. Όταν τα πράγματα ζορίζουν, οι τέχνες και τα γράμματα προσφέρουν ενόραση και παρηγοριά. Για να μη παραθέσουμε λοιπόν το γνωστό «άλλα θέλω κι άλλα κάνω» του Σωκράτη Μάλαμα (που άλλωστε αναφέρεται σε άλλου τύπου αντιφάσεις), ας ακούσουμε προσεκτικά τι λέει ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «το κουρδιστό πορτοκάλι», που έγινε πασίγνωστο από την ομώνυμη ταινία του Stanley Kubrick. Λέει λοιπόν ο Anthony Burgess στο New Yorker:
Άκουσα για πρώτη φορά την έκφραση «τόσο περίεργο όσο ένα κουρδιστό πορτοκάλι» σε μια pub του Λονδίνου πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια φράση της αργκώ που σημαίνει κάτι αλλόκοτο ή τρελό, τόσο ακραίο όσο θα ήταν να ανατρέψεις τη Φύση... Η εικόνα (ενός κουρδιστού πορτοκαλιού) με τράβηξε ως κάτι όχι απλώς φανταστικά καλό, αλλά και ως κάτι που είχε ένα μυστηριώδες νόημα, σουρεαλιστικό μεν, αλλά πραγματικό με έναν αισχρό τρόπο...
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και της ταινίας είναι ένας νεαρός φονιάς που ονομάζεται Άλεξ. Ο Άλεξ αποτελεί μια κωμική μικρογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που διασχίζει τον κόσμο κατακτώντας τον. Αλλά (σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο) εκείνος μεταμορφώνεται σε αυτό που κατέκτησε....
Ο Άλεξ και οι φίλοι του ληστεύουν, ακρωτηριάζουν, βιάζουν, βανδαλίζουν και τελικά σκοτώνουν. Ο νεαρός αντι-ήρωας συλλαμβάνεται και τιμωρείται, αλλά η (τυπική) τιμωρία δεν είναι αρκετή για το καθεστώς. Επειδή η φυλάκιση δεν αποτρέπει (πάντοτε) το έγκλημα, το Υπουργείο Εσωτερικών εφαρμόζει μια «θεραπεία αποστροφής» που προκαλεί έμετο και εγγυημένα θεραπεύει σε δυο βδομάδες…. Τελικά όμως, οι άνθρωποι δεν είναι μηχανές και η οριοθέτηση της μιας παρόρμησης από την άλλη είναι πάντοτε δύσκολη. Ο Άλεξ επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Σόκ προκαλείται στη φιλελεύθερη κοινωνία και (για αυτόν τον λόγο) ο νεαρός υποβάλλεται σε ύπνωση που του αποδίδει ξανά την ελευθερία βούλησης. Τον αποχαιρετάμε καθώς ονειρεύεται νέες μορφές επιθετικότητας. Κι αυτό θα πρέπει να εκληφθεί ως ένα είδος happy ending».
Για να προλάβω κάθε χυδαία παρερμηνεία και να προφυλάξω το υψηλό νόημα του έργου: προφανώς, παρά την συμπτωματική συνωνυμία, ο Άλεξ της ιστορίας δεν αντιπροσωπεύει τον Αλέξη Τσίπρα –που, όπως έχουμε ξαναπεί, αποδείχθηκε σπαθί. Το «κουρδιστό πορτοκάλι» αφορά όμως πάρα πολύ το νέο συλλογικό υποκείμενο που -όπως και νάχει- θα διαδεχθεί τον αντι-μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ στην καινούργια μνημονιακή περίοδο. Είναι σε αυτό το σημείο που οι συσχετίσεις με πράγματα και καταστάσεις (όπως η μεταμόρφωση του νικητή σε ηττημένο, οι τραγικές συνέπειες της απώλειας της ελεύθερης βούλησης και ο αδήριτος νόμος της λογικής που μας απαγορεύει να πιστεύουμε ότι το κρέας θα γίνει ψάρι και το κακό καλό) δεν είναι καθόλου συμπτωματικές.
Ας ελπίσουμε στο καλύτερο. Άλλωστε, ο 105.5 στο κόκκινο εξακολουθεί ακόμη να έχει ως σήμα τις όμορφες παραλλαγές της Διεθνούς. Τυχαίο; Δεν νομίζω!