Του Γιάννη Παντελάκη
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, έχει επικρατήσει αν όχι ένας μικρός πανικός, τουλάχιστον μια έντονη ανησυχία σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης με δανειστές. Διακοπή των συνομιλιών, έκτακτες συνεντεύξεις υπουργών, νομοσχέδια που θα κατατεθούν, αναβολή προγραμματισμένης συζήτησης στη Βουλή, αιφνιδιαστικά πρωθυπουργικά ταξίδια. Μια δραματοποίηση γεγονότων με δήθεν απρόβλεπτες συνέπειες. Είναι πράγματι έτσι; Ή μήπως τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά (έως και απλοϊκά) απ' ό,τι αρχικά φαίνονται. Πέντε ερωτήσεις και ισάριθμες απαντήσεις μάλλον συγκλίνουν στη δεύτερη εκδοχή.
Υπάρχει περίπτωση ο νέος ελιγμός της κυβέρνησης να έχει ένα, μικρής κλίμακας έστω, θετικό –για την ελληνική πλευρά– αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις; Υπάρχει το σχόλιο Σόιμπλε για την αναγγελία κατάθεσης των δυο νομοσχεδίων που δίνει νομίζω σαφή απάντηση: «υπάρχει μόνο μια λύση και είναι αυτή που συμφωνήθηκε το περασμένο καλοκαίρι. Θέλω μόνο, πολύ φιλικά, να υπενθυμίσω ότι υπάρχουν συμφωνίες, είναι ξεκάθαρες και ότι δεν βρισκόμαστε για πρώτη φορά σε αξιολόγηση προγράμματος με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η μία ή η άλλη κίνηση δεν έρχεται εντελώς ως έκπληξη, γνωριζόμαστε ήδη καιρό. Αλλά όλα αυτά δεν βοηθούν».
Άρα, γιατί το κάνει αυτό η κυβέρνηση, γιατί δημιουργεί μια εικόνα δήθεν ρήξης, με έκτακτες συνεντεύξεις Τύπου υπουργών, προαναγγελίες κατάθεσης νομοσχεδίων και αιφνιδιαστικές επισκέψεις Τσίπρα σε Ολλάντ και Σουλτς; Γιατί απευθύνεται στο εσωτερικό της ακροατήριο και σε κανέναν άλλο. Άλλωστε, οι «άλλοι» δεν έδειξαν καμμία ανησυχία, ούτε καν ενόχληση. Το μεγάλο πρόβλημα (της κυβέρνησης) είναι η ψήφιση από τους βουλευτές της των νέων σκληρών μέτρων και η συσπείρωση των ψηφοφόρων της, οι οποίοι είχαν πιστέψει αφηγήματα για «ισοδύναμα μέτρα» και «παράλληλα προγράμματα».
Έχει πιθανότητες αυτό το σενάριο να πετύχει έστω εν μέρει τον στόχο του; Να πειστούν δηλαδή κάποιοι ότι τα μέτρα θα ήταν πιο επώδυνα, αν η κυβέρνηση δεν έδινε μάχες; Αν κρίνουμε από το πρόσφατο παρελθόν, η απάντηση είναι καταφατική. Υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να δεχτούν πως δεν πρόκειται για τέχνασμα, αλλά μια γενναία μάχη που δίνει η κυβέρνηση με τους δανειστές. Σαν και τη μάχη που έδωσε πέρυσι το καλοκαίρι. Και για το αποτέλεσμα της οποίας μίλησε σε ανύποπτο χρόνο (τον Οκτώβριο) ο Γιούνκερ: «Η Ελληνική κυβέρνηση απέρριψε τη δική μου πρόταση και οδήγησε τον λαό σε δημοψήφισμα και ένα μήνα αργότερα πρότεινε η ίδια μια πολύ χειρότερη συμφωνία. Αυτό είναι ένα εκπληκτικό κατόρθωμα». Κι όμως, υπάρχουν πολλοί (όπως έδειξαν οι τελευταίες εκλογές) που δεν υιοθέτησαν την εκδοχή των γεγονότων που ανέφερε ο Γιούνκερ, αλλά εκείνη που επικαλέστηκε ο Τσίπρας.
Αποτελεί ένα βάσιμο ενδεχόμενο η κυβέρνηση να ψηφίσει μονομερώς τα δυο νομοσχέδια που θα καταθέσει; Η απάντηση είναι πως αυτό δεν είναι καθόλου πιθανό να συμβεί. Σε «non paper» που μοίρασε στους δημοσιογράφους χθες, υπάρχει μια φράση που απαντάει στο ενδεχόμενο μονομερούς ψήφισης: «Τα νομοσχέδια είναι ανοικτά σε παρατηρήσεις και αλλαγές που θα προκύψουν τόσο από την δημόσια διαβούλευση, οσο και από τις περαιτέρω συζητήσεις από τους θεσμούς εως την ολοκλήρωση της αξιολόγησης». Από τη φράση κρατάμε το δεύτερο μέρος (θεσμοί), γιατί το πρώτο αφορά σε κάτι (δημόσια διαβούλευση) που δεν συμβαίνει. Με κομψό τρόπο μας λέει πως αν δεν συμφωνήσουν οι Θεσμοί, δεν ψηφίζεται κανένα νομοσχέδιο.
Πόσο πιθανό είναι να έρθει τελικά σε ρήξη με τους δανειστές και να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές; Νομίζω πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποκλείεται. Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος ειδικές πληροφορίες από το εσωτερικό της κυβέρνησης για να δώσει μια τέτοια σχεδόν κατηγορηματική απάντηση. Αρκεί να παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο έχουν γαντζωθεί στην εξουσία και πόσο ελκυστική τους φαίνεται αυτή.