Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η νίκη
του Ντόναλτ Τράμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ και οι νέες εξελίξεις, όπως
οι προεδρικές στη Γαλλία και το δημοψήφισμα στην Ιταλία, οδηγούν σε
κοσμοϊστορικές εξελίξεις, τόσο επιχειρηματικές όσο και πολιτικές. Θα υπάρχει,
άραγε, Ευρωπαϊκή Ένωση σε δύο χρόνια;
Οι
προεδρικές εκλογές στην Γαλλία δείχνουν να οδηγούν σε επικράτηση του François
Fillon ως βασικού υποψηφίου του συντηρητικού χώρου, ενώ ο χώρος της
κεντροαριστεράς φαίνεται να έχει ως υποψήφιο τον Emmanuel Macron, έναν υποψήφιο
περισσότερο προβληθέντα για τις προτιμήσεις του για ώριμες γυναίκες παρά για
την πολιτική του, η οποία κάθε άλλο παρά κάτι ριζοσπαστικό» προοιωνίζει,
και άρα δύσκολα θα «απειλήσει» τη θέση του «αυθεντικού» συντηρητικού François
Fillon.
Ο κύριος Fillon, από την άλλη σχεδιάζει μείωση κοινωνικών δαπανών,
απολύσεις και φοροαπαλλαγές για τα υψηλά εισοδήματα, μια ατζέντα που δύσκολα θα
«προσελκύσει» τους «κρίσιμους αντισυστημικούς ψηφοφόρους στη Γαλλία. Αντίθετα η
Marine Le Pen, με πρόγραμμα την εθνικοποίηση των Τραπεζών, την έξοδο από την
Ευρωπαϊκή Ένωση και την αναβίωση του Γαλλικού επιχειρείν, ενώ φαίνεται ως
μειοψηφική όπως ακριβώς φαίνονταν ο Ντοναλτ Τραμπ και το κίνημα Brexit,
εκφράζει ίσως με αρκετά καθαρό τρόπο, αν και με αρκετό μίγμα ξενοφοβίας, τον
προβληματισμό των Γάλλων για το αύριο, δυνάμενη να συσπειρώσει τελικά τις
«αντισυστημικές» δυνάμεις της Γαλλίας, που αυξανόμενα φαίνεται να αποτελούν
δύναμη νίκης. Το δημοψήφισμα, από την άλλη, που διεξάγεται στην Ιταλία, παρότι
δεν θα κρίνει το μέλλον της κυβέρνησης, αποτελεί το πράσινο φώς για την είσοδο
της Ιταλίας σε κατεύθυνση «περικοπών» ή σε ολοκληρωτική ρήξη με την Γερμανία.
Όπως,
εν ολίγοις, έγινε νωρίτερα σε Αγγλία και ΗΠΑ, ουσιαστικά διαμορφώνεται πόλωση
μεταξύ όσων υποστηρίζουν ότι η ενδυνάμωση των εθνικών εταιριών θα επιλύσει
πολλά από τα προβλήματα στα οποία οδηγήθηκαν οι χώρες στην προηγούμενη περίοδο.
Η
ιστορική εμπειρία δεν παρέχει ενδείξεις ότι χώρες έξω από «ανοικτές
αγορές» όπως της ΕΕ θα έχουν ταχύτερη ανάπτυξη. Όμως η πολιτική εκβιασμών του
Σόιμπλε και του ιερατείου των Βρυξελλών οδηγεί αυξανόμενα σε σύγκρουση
συμφερόντων την Γερμανία με κάθε μία χωριστά χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς
η επιβολή «αυστηρής πειθαρχίας» έχει προβληθεί ως «βίβλος της ανάκαμψης, ενώ
στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε από τη Γερμανία, μαζί με το σκληρό νόμισμα
ως εργαλείο πτώχευσης αρχικά των περιφερειακών χωρών και τώρα βασικών χωρών του
πυρήνα της ΕΕ όπως Ιταλίας και Γαλλίας.
Οι
κίνδυνοι για διάλυση των βασικών οικονομιών της Ευρωζώνης από την αύξηση των
χρεοκοπιών που, πλέον, συνοδεύεται από αύξηση των επιτοκίων δανεισμού του
ιταλικού δημοσίου αλλά και του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων, σχεδόν κατά
0,50% τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνει περισσότερο από ποτέ ότι ενώ οι δύο
εκλογικές αναμετρήσεις, σε Ιταλία την επόμενη εβδομάδα και σε Γαλλία την
επόμενη χρονιά, θα μπορούσαν να είναι δύο «δοκιμασίες ρουτίνας», πιθανότατα θα
οδηγήσουν σε επιτάχυνση της διαδικασίας αμφισβήτησης της «παντοκρατορίας» του
κυρίου Σόιμπλε και του ιερατείου των Βρυξελλών.
Είτε, επομένως, θα υποχρεωθεί η
ΕΕ να αλλάξει τακτική σε θέματα όπως εκείνο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και
αλληλεγγύης σε κράτη-μέλη βάζοντας τον κύριο Σόιμπλε στο περιθώριο, ή θα
οδηγήσει σε ενίσχυση και πιθανό θρίαμβο των αντισυστημικών δυνάμεων στις δυο
αυτές χώρες, και σε πιθανό σοβαρό ρήγμα, ίσως και διάσπαση την ΕΕ. Οι πρόσφατες
εξελίξεις αποδυνάμωσης του ΕΥΡΩ, δείχνουν ότι ο δεύτερος κίνδυνος, εκείνος της
δημιουργίας ρήγματος στην ΕΕ, είναι ένα αυξανόμενο πλέον ενδεχόμενο κάτι που
αυξάνει τον κίνδυνο διολίσθησης του ΕΥΡΩ και πτώσης τιμών στις χρηματιστηριακές
αγορές της ΕΕ στο επόμενο διάστημα.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών,
Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία