Η θρησκεία μπορεί να είναι το
όπιο του λαού, σύμφωνα με τον Μαρξ, αλλά φαίνεται ότι είναι και το όπιο της
εξουσίας. Αυτό ο Μάρξ δεν το’ χε σκεφτεί. Γιατί η εξουσία είναι από μόνη της
καταπραϋντικό που με το χρόνο σε αποχαυνώνει. Δε χρειάζεται και τη θρησκεία.
Φαίνεται ότι σε μερικούς δεν αρκεί. Χρειάζονται και τα δύο.
Ζωντανό παράδειγμα για την
περίπτωση έχουμε τον πρωθυπουργό στον Πανάγιο Τάφο. Απ όσο ξέρουμε ο κ Τσίπρας
είναι άθεος. Μερικοί λένε ότι είναι και αθεόφοβος. Είναι ένας μαρξιστής, που
πιστεύει στον διαλεκτικό υλισμό και δεν πιστεύει σε Χριστούς, σταυρώσεις,
Αναστάσεις και άλλα τέτοια όπια του λαού.
Εδώ πρέπει να αποκαταστήσω μια
απαιδεψιά: Ο Μαρξ στη συγκεκριμένη του φράση «η θρησκεία είναι το όπιο του
λαού» δεν κατηγορεί τη θρησκεία, όπως διαστρευλωτικά έχει επικρατήσει να
επαναλαμβάνεται από αυτούς που δεν έχουν διαβάσει ποτέ τη φράση στο κείμενό
του. Ίσα- ίσα, διαπιστώνει ότι η θρησκεία λειτουργεί σαν καταπραϋντικό στα
βάσανα του λαού, γι αυτό και την παρομοιάζει με το όπιο ως παυσίπονο και όχι ως
αποβλακωτικό. Κλείνει η παρένθεση.
Όχι απλώς, λοιπόν, δεν πιστεύει ο
πρωθυπουργός σε Χριστό και Ανάσταση, αλλά σαν καλός μαρξιστής οφείλει να
πολεμάει με κάθε τρόπο και «το σκοταδισμό που φέρνουν όλες αυτές οι δοξασίες
στον κόσμο και τον καθυστερούν από την πρόοδο και τις επιστημονικές αλήθειες».
Αυτός ήταν, άλλωστε και ένας από
τους λόγους, που ανέθεσε στον επίσης άθεο κ Φίλη το υπουργείο Παιδείας και
ευλόγησε και την επιθυμία του να καταργήσει από τη διδασκαλία το μάθημα των
θρησκευτικών όπως διδασκόταν. Ταυτόχρονα, ευλόγησε και την κατάργηση της
πρωινής προσευχής στα σχολεία, που μάλλον αντιστέκεται, όπως και την ορκωμοσία
στο ευαγγέλιο όσον αφορά στον εαυτό του.
Για κακή του τύχη, η επίσημη
εκκλησία, που ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες τη βλασφημία, είναι μαγαζί γωνία,
είχε μερικές βασικές αντιρρήσεις σ αυτές τις αθεϊστικές πρωτοβουλίες του
πρωθυπουργού και με εύσχημο τρόπο του διεμήνυσε τον αριθμό των ψηφοφόρων που
μπορεί να επηρεάζει σε εκλογές.
Επειδή η εκκλησία έχει τη δύναμη
να κάνει θαύματα, ο πρωθυπουργός είδε αμέσως το φώς του και ο μεν κ Φίλης
καθαιρέθηκε από υπουργός Παιδείας, στο υπουργείο δε διορίστηκε ο πιστός κ
Ζουράρις, που πολλοί λένε ότι αυτά που λέει είναι θεϊκά. Με άλλη έννοια.
Κατόπιν αυτών, οι υποχρεώσεις του
πρωθυπουργού τον έφεραν στην Ιερουσαλήμ, άλλοι λένε τυχαία και άλλοι από θεία
βούληση. Επειδή, εκεί στην άγια πόλη και των Ορθοδόξων οδηγήθηκε στο σημείο που
οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι βρίσκεται ο Πανάγιος Τάφος, ο οποίος, συγχωρέστε
μου τη βλασφημία, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν αρκεί να λέγεται Άγιος και πρέπει
να λέγεται Πανάγιος. Ίσως για μερικούς δεν αρκεί η σεμνή πίστη, χρειάζεται και
η υπερβολή. Ας είναι. Πάμε παρακάτω.
Στον Πανάγιο Τάφο, λοιπόν, ο
πρωθυπουργός ξεναγήθηκε στις εργασίες συντήρησης και αποκάλυψης που γίνονται
από το ελληνικό Πολυτεχνείο, με ελληνικά έξοδα, και αφού είπε τις γνωστές
μεγαλοστομίες που λένε σ αυτές τις περιπτώσεις οι πολιτικοί για ιστορικά έργα
που θα μείνουν στους αιώνες και στόλισε με κομπλιμέντα και τον Πατριάρχη
Ιεροσολύμων «ως ευλογημένο», ξαφνικά, σαν από επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος
(το οποίο, συγχωρέστε μου τη βλασφημία, είναι θαύμα που δεν το έχουν
μετονομάσει σε Πανάγιο) θυμήθηκε ότι το έργο τον ενδιαφέρει για ένα λόγο
παραπάνω: Γιατί είναι μηχανικός!
Φαντάζομαι ότι επειδή το έργο
φωτίζεται και υδρεύεται, θα συγκινιόταν το ίδιο αν ήταν ηλεκτρολόγος ή
υδραυλικός ή ακόμα και πλακάς, δεδομένου ότι κοσμείται από εξαιρετικά πλακάκια,
που χρειάζονται διαρκή συντήρηση. Αλλά, όχι. Κανένας ηλεκτρολόγος, υδραυλικός ή
πλακάς δεν θα μπορούσε να συγκινηθεί από τη χρήση τιτανίου στις εργασίες του
Παναγίου τάφου. Διότι αυτή η χρήση του τιτανίου ήταν που συγκίνησε τη μηχανική
παιδεία του πρωθυπουργού. Και ήταν η καθηγήτριά του στο Πολυτεχνείο η ξεναγός
του που είπε τη μαγική λέξη του υλικού.
Τιτάνιο. Όχι τυχαία.
Γιατί αν θέλει κανείς να δει πίσω
από τα φαινόμενα δεν έχει παρά να συνδέσει όλα τα φαινομενικά ασύνδετα παραπάνω
και να διαπιστώσει ότι όχι τυχαία η μοίρα οδήγησε εκεί τον άνθρωπο για να του
δείξει αυτό που εμείς ήδη ξέρουμε, αλλά εκείνος όχι. Όπως τον Αλέξανδρο στην
Αίγυπτο οι ιερείς του Άμωνα τον είπαν στα ελληνικά αυτό που ήτανε («παιδίον»)
κι εκείνος είπε στο στρατό ότι τον είπαν «παι Διός», έτσι και τον Αλέξη (τι
σύμπτωση!) μια λέξη της καθηγήτριάς του τον εσυγκίνησε σαν φώς. Κι αυτή ήταν
«τιτάνιο». Σαν μήνυμα σταλμένο όχι τυχαία!
Τιτάνιο, σαν την προσπάθεια που
καταβάλλει ενάντια σε θεούς και δαίμονες για να οδηγήσει τη χώρα. Προς τα πού
δεν ξέρει. Τιτάνιο, σαν τα έργα που προχωρά για την ευημερία. Ποιάς χώρας δεν
γνωρίζει. Τιτάνιο, σαν το μέγεθος της πίστης που έχει. Σε τι δεν ξέρει.
Τιτάνιο, σαν την προσπάθεια που έκαναν οι δάσκαλοί του να βγει μηχανικός.
Γιατί; Δεν ξέρουν.
Τιτάνιο, σαν την υπομονή που
δείχνουμε όλοι για τα δεινά που συσσωρεύει. Γιατί; Δεν ξέρουμε. Και μόνο ένα
ξέρουμε απ όσα λέει και κάνει: Πως είναι άθεος. Όχι επειδή δεν πιστεύει σε θεό.
Αλλά, γιατί δεν έχει το θεό του.