Του Βασίλη Γεώργα
Υπάρχουν κάποια στατιστικά
στοιχεία στα οποία συνηθίζουμε να μην δίνουμε μεγάλη σημασία, παρότι είναι από
εκείνα που καθορίζουν το οικονομικό μέλλον της χώρας.
Ένα από αυτά είναι η αέναη
αριθμητική μάχη μεταξύ των γενεών που φεύγουν και εκείνων που έρχονται.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο μια
πτωχευμένη χώρα, αλλά μια χώρα που χρόνο με το χρόνο χάνει όλο και περισσότερες
δυνάμεις καθώς γερνά πλέον ταχύτερα από
ποτέ τις τελευταίες δεκαετίες και «αναγεννιέται» επίσης με τους βραδύτερους
ρυθμούς.
Το 2016 δείχνει ότι θα είναι
χρονιά ρεκόρ στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των νέων γεννήσεων έναντι των
θανάτων. Η διαφορά εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει για πρώτη φορά τις 30.000. Στη
χώρα πλέον το πρόβλημα είναι διπλό. Από το 2010 και μετά, κάθε χρόνο φεύγουν από τη ζωή περισσότεροι άνθρωποι αλλά
το χειρότερο είναι πως γεννιούνται όλο και λιγότεροι. Το 2015 λ.χ που ήταν η
χειρότερη καταγεγραμμένη χρονιά σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ
από το 2004, είχαμε μόλις 91.847 γεννήσεις και 121.212 θανάτους.
Το 2014 είχαμε 92.148 γεννήσεις
και 113.740 θανάτους και το 2012 είχαν καταγραφεί 100.371 γεννήσεις και 116.688
θάνατοι.
Η τελευταία χρονιά που οι
γεννήσεις ήταν περισσότερες ήταν το 2010 (5.682), όμως από τότε και μετά η
ψαλίδα εξακολουθεί να ανοίγει όλο και περισσότερο.
Σε μια χώρα όπου πάνω από 4
εκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα άνω των 50 ετών και 2,5 εκατ. άνω των 60, το
μέλλον δεν μπορεί να προδιαγράφεται ευοίωνο. Ειδικά όσο δεν μπορούμε να
ανατρέψουμε θεαματικά την σχέση υπέρ των γεννήσεων. Κι όταν μιλάμε για μέλλον,
δεν αναφερόμαστε σε κάτι μακρινό. Με τον σημερινό ρυθμό. Τα άτομα ηλικίας άνω
των 65 ετών στην Ελλάδα αναλογούν σήμερα στο 14% του πληθυσμού, ενώ σύμφωνα με
τις προβλέψεις το 2020 θα είναι άνω του 20%, και το 2030, σε λιγότερο από 15
χρόνια δηλαδή, θα προσεγγίζουν το 30%.
Ο δείκτης γήρανσης που είναι η
αναλογία του ηλικιωμένου πληθυσμού (ηλικίας 65 ετών και άνω) προς τον ηλικιακά
νεότερο (0 - 14 ετών) καλπάζει επίσης με φρενήρεις ρυθμούς. Το 2004 ήταν 119,
το 2008 ήταν 127,8, το 2012 είχε φτάσει
στο 135,4 και το 2015 στο 145,5.
Περισσότερες γεννήσεις, μπορεί να
φέρει μόνο η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών. Δεν είναι
συμπτωματικό πως από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα μετά το 2010 οι
γεννήσεις μειώθηκαν κατακόρυφα. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να παντρεύονται με τους
ίδιους ρυθμούς όπως και πριν την κρίση. Ο μέσος όρος των γάμων ετησίως είναι
πάνω από 50.000 (53.000 το 2015), όμως όλο και περισσότεροι δεν θέλουν να
κάνουν παιδιά. Αυτή τη στιγμή περίπου 913.000 παντρεμένα ζευγάρια δεν έχουν
παιδιά. Η μείωση στις γεννήσεις είναι ανάλογη της πτώσης των εισοδημάτων, της
έκρηξης της ανεργίας και της αύξησης του κόστους ζωής, της στέγασης και της
διατροφής. Όλο και περισσότεροι νέοι φεύγουν πλέον για το εξωτερικό και όλοι
και λιγότερα ζευγάρια παίρνουν πια το «ρίσκο» να δημιουργήσουν οικογένεια σε
συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας και οικονομικής αβεβαιότητας. Σήμερα στην
Ελλάδα ζουν περίπου 3 εκατομμύρια νέοι μεταξύ 20 έως 39 ετών, αλλά από αυτούς
εργάζονται σε κάποια δουλειά λιγότεροι από 2 εκατομμύρια.
Η υπογεννητικότητα δεν είναι ένα
πρόβλημα που ανακαλύπτουμε σήμερα στην Ελλάδα. Τα στοιχεία δείχνουν, όμως, ότι
στα χρόνια της κρίσης επιδεινώνεται ραγδαία και θα συνεχίσει να γίνεται όλο και χειρότερο όσο δεν
δημιουργούνται νέες δουλειές και δεν ανοίγουμε το δρόμο για να γίνουν νέες
επενδύσεις στη χώρα.
Με αυτούς τους ρυθμούς γήρανσης
του πληθυσμού και μονιμοποίησης της ανεργίας, σε πολύ λίγα χρόνια το κράτος δεν
θα είναι ίσως καν σε θέση να παρέχει ούτε μισθούς, ούτε συντάξεις, ούτε
επιδόματα, ούτε κοινωνικές παροχές. Και οπωσδήποτε όχι στα επίπεδα που το κάνει
σήμερα ενόσω το πολιτικό σύστημα δίνει
μάχες οπισθοφυλακής για να διατηρήσει κεκτημένα που είναι καταδικασμένα να
χαθούν και δεν προετοιμάζεται για την επόμενη μέρα.